Το Υποκείμενο και το Ερώτημα (Πανελλήνιο Συνέδριο Φιλοσοφίας, Πάτρα 2008)
Η αναρρίχηση είναι μια πολύ ιδιαίτερη δράση. Ο ορειβάτης είναι γραπωμένος στο βράχο έχοντας ως επιλογή την άφιξη στην κορυφή . Δεν έχει τη δυνατότητα να σταματήσει. Αγωνία συνοδεύει κάθε του κίνηση.
Θα ήθελα να έχετε αυτήν την εικόνα στο μυαλό σας καθ’ όλη τη διάρκεια της ομιλίας μου, γιατί ο τρόπος της αναρρίχησης έχει πολλά κοινά με τον τρόπο που ερωτηματικά προελαύνει ο ανθρώπινος γνωρισμός.
Τα ερωτήματα διαχρονικά προκαλούν αγωνία στους ερωτώμενους.
Γιατί;
Δομικά, τα ερωτήματα δεν τίκτουν κάποια καίρια διασάλευση. Το ερωτηματικό και η ερωτηματική τυπολογία δεν κλονίζουν, ούτε αποσταθεροποιούν την δομική λειτουργία της πρότασης. Αυτό απαιτεί, ασφαλώς, μεγαλύτερη ανάλυση για να καταδειχθεί, που όμως δεν είναι της ώρας. Μπορούμε, τώρα απλώς να πούμε ότι τα ερωτήματα είναι ολοκληρωμένες δομικά προτάσεις, οι οποίες παρουσιάζουν επιμέρους, περιφερειακή ελλειπτικότητα, (πχ αντί ονομάτων περιέχουν ερωτηματικές αντωνυμίες) χωρίς να έχει με κανέναν τρόπο αποδιοργανωθεί η δομική τους υπόσταση. Τα ερωτήματα είναι ολοκληρωμένες, πλήρως δομημένες προτάσεις που επιμέρους μόνον, και όχι δομικά, υστερούν από τις καταφατικές προτάσεις. Η αγωνία που προκαλούν τα ερωτήματα στους ερωτώμενους δε προκαλείται από κάποιου είδους δομική διασάλευση ή αποδιοργάνωση.
Ισχυρίζομαι ότι τα ερωτήματα υπηρετούν την κυρίαρχη γνωριστική διάθεση, η οποία αποσκοπεί να κατακτήσει γνωριστικά τα όντα καλύτερα και περισσότερο. Η γνωριστική κατάκτηση των όντων χαρακτηρίζεται από την τάση να εισχωρήσει και και να αδράξει καλύτερα τα όντα. Ταυτόχρονα, όμως, η γνωριστική κατάκτηση των όντων, προϋποθέτει μια κάποια προσωρινή γνωστική “άφεση”, αποδέσμευση των όντων από την πρότερη κατοχή τους. Η προσωρινή αυτή γνωστική άφεση των όντων εμπεριέχει αγωνία. Τα ερωτήματα καθοδηγούν και και συντονίζουν την άφεση και την ανάκτηση.
Τα υποκείμενα υπολαμβάνουν το ρόλο του ερωτώντος και ερωτώμενου. Μα επειδή ο ερωτών είναι πάντα και ο ίδιος ερωτώμενος, από το ίδιο το ερώτημα που κατασκευάζει.
Αγωνία ισχυρίζονται οι ερωτώντες ότι προκαλεί το ερώτημα. Λέγοντας αγωνία εννοούμε περισσότερα από το οικείο αίσθημα που νιώθει ο ερωτώμενος, αυτήν την πρόσκαιρη μικρή αγωνία τους εκκρεμούς ερωτήματος, ώσπου μια κάποια απάντηση να καλύψει το κενό. Ως αγωνία μπορεί να αποκληθεί η διαχρονική βάσανος του ανθρώπου στη διαρκή προσπάθειά του να απαντά ερωτήματα. Το άχθος, η προσπάθεια που έχουν καταβάλλει και καταβάλλουν οι ερωτώμενοι για να απαντήσουν τα ερωτήματα. Η πάλη του ανθρώπου με το ερώτημα.
Η ιστορία της γνωριστικής προχώρησης είναι απαντητική. Η γνώση κτάται απαντώντας σε ερωτήματα. Οι ερωτώμενοι πείστηκαν ότι τα ερωτήματα άξιζαν απαντήσεις. Δόθηκαν μεγάλες και περισπούδαστες απαντήσεις γιατί οι ερωτώμενοι πίστεψαν ότι τα ερωτήματα άξιζαν μεγάλες απαντήσεις. Ζωές ολόκληρες διατέθηκαν για την απάντηση ερωτημάτων. Κάποια ερωτήματα θεωρήθηκαν μεγαλύτερα, ή ισχυρότερα, από τις απαντήσεις που τους δόθηκαν, γι’ αυτό καθώς λένε παραμένουν αναπάντητα και αενάως ερωτηματικά. Στη χωρία αυτών των ερωτημάτων συγκαταλέγονται τα φιλοσοφικά ερωτήματα. Ένα από αυτά είναι λέει ο Αριστοτέλης ότι είναι “το πάλαι τε και νυν και αεί απορούμενον και ζητούμενο τι το ον”, το αποκαλούμενο και αρχέγονο φιλοσοφικό ερώτημα. Την φασεολογία της ερωτηματικής αγωνίας μας την συλλαμβάνει εν μέρει ο Αριστοτέλης.
Εθιμοτυπικός σεβασμός που αποδίδουν οι ερωτώμενοι στο ερώτημα, θεωρώντας ότι αφού έχει τεθεί ένα ερώτημα, όντως ερωτά και όντως του αξίζει μια απάντηση. Η απαντητική ευλάβεια είναι συντριπτική, ενώ οι όποιες ενστάσεις ενάντια στο ερώτημα ακούγονται, αφορούν τον τρόπο που ερωτά το ερώτημα, χωρίς κανείς να αμφιβάλλει αν όντως ερωτά και το τι σημαίνει ότι ένα ερώτημα ερωτά. Εξού και η αγωνία, όταν το ερώτημα τεθεί, είναι χρέος η αναζήτηση της απάντησης.
Είναι σκόπιμο να τονίσουμε ότι μεγάλο μέρος της αγωνίας που προκαλεί το ερώτημα στο υποκειμένου είναι ρητορικής φύσεως. Λέγοντας ρητορικής φύσεως εννοώ την επιβλητικότητα του ερωτήματος που προκύπτει από την ίδια τη συντακτική του δομή, από το ότι φέρει ένα ερωτηματικό και μια κάποια συντακτική αναδιάταξη. Η ρητορική αυτή επιβλητικότητα, μοιάζει πολύ στο αίσθημα που βιώνει ο μαθητής όταν ο δάσκαλος του απευθύνει ένα ερώτημα. Όποιο και αν είναι αυτό το ερώτημα ο μαθητής χρεώνεται από ένα ισχυρό δει ότι αυτό το ερώτημα πρέπει να απαντηθεί. Αυτή η διάσταση της ρητορικής επιβλητικότητας του ερωτήματος δεν είναι καθόλου αμελητέα.
Η ρητορική επιβλητικότητα του ερωτήματος συνδέεται περισσότερο με την απαντητική εθιμοτυπία παρά με την εγγενή του ερωτήματος ιδιότητα να προκαλεί την απαντητική αγωνία. Δηλαδή η απάντηση ως η τυπική ρητορική αντίδραση στο ερώτημα και η αγωνία που την συνοδεύει δεν είναι αναγκαστική αντίδραση, δηλαδή επιτασσόμενη από τη δομή του ερωτήματος.
Ας μιλήσουμε δομικά. Ποια είναι τα δομικά χαρακτηριστικά του ερωτήματος;
Η πιο σημαντική ικανότητα του υποκειμένου είναι η ικανότητά του να παράγει νοήματα. Να παίρνει λέξεις και να τις συνταιριάζει με άπειρους τρόπους πάνω στον απαρέγκλιτο ιστό του νοήματος. Το νόημα κρατάει τα υποκείμενα στην συναλληλία τους. Νοηματικά συνυπάρχουν.
Τι ακριβώς κάνει ένα ερώτημα που ερωτά;
Το ερώτημα είναι μια ερωτηματική πρόταση. Είναι μια πρόταση. Υπάρχει μια οριακή στιγμή κατά την οποία μια συναρμογή λέξεων γίνεται νόημα.
Είναι αυτή η εξαιρετική και διαφοροποιός ιδιότητα που διαθέτουμε να παράγουμε λόγο. Απεικάσματα πιθανόν της εσωτερικής μας δομής.
Διαφέρει το ερώτημα από τις άλλες προτάσεις; Πού έγκειται η διαφορά;
Διαφέρουν ριζικά οι τυχαίες συναθροίσεις λέξεων από την ουσιαστική και σημαίνουσα συναρμογή που λέγεται και κάνει ΝΟΗΜΑ.
Ποδήλατο, βροχή, όταν, δώσε πληγώνω, κύμα, έμπιστος, επίσημα.
Αυτή είναι μια τυχαία συνάθροιση λέξεων, σαν να αποσπάσαμε από το λεξικό 9 λέξεις. Δεν είναι νόημα γιατί λείπει ο νοηματοδοτών παράγοντας.
Είναι σαφές ότι το ερώτημα συγκαταλέγεται στις νοηματικές προτάσεις, δεν ανήκει στο πλήθος των τυχαίων συναθροίσεων λέξεων. Μέσα στο πλήθος των νοηματικών προτάσεων συμπαρατάσσεται το ερώτημα.
Η υπαγωγή του ερωτήματος στις νοηματικές προτάσεις την φέρει σε υψηλή ομοιότητα με αυτές.
Ισχυριζόμαστε ότι η ερωτηματική πρόταση λίγο διαφέρει από την αντιστοιχούσα καταφατική πρόταση και εν συνεχεία ότι η διαφορά αυτή δε συνιστά αναγκαστικό ούτε ίσως ικανό λόγο πρόκλησης της ερωτηματικής αγωνίας.
Ας το δούμε λίγο αυτό στο ερώτημα τι έστιν. Το ερώτημα που θεωρείται εξόχως ερωτηματικό, είναι επίσης ακραία ελλειπτικό. Η πλήρης μορφή του είναι «τι έστιν τόδε τι» Το ερώτημα αφορά αναγκαστικά ένα όν, για λογαριασμό αυτού του όντος τίθεται. Οπότε πλέον πρόκειται για ένα ερώτημα του τύπου «τι έστιν Σωκράτης;», αν το ερώτημα ερωτά για το Σωκράτη. Τότε η έλλειψή του συνοψίζεται στην αναζήτηση ενός κατηγορήματος.
Δομικά λοιπόν, η υποκατάσταση ενός κατηγορήματος με μια ερωτηματική αντωνυμία, η ένθεση του ερωτηματικού και η αλλαγή του τόνου στην εκφώνηση της πρότασης είναι τα συνθετικά του πιο μείζονος φιλοσοφικού ερωτήματος; Αυτά είναι;
Οι δομικές διαφορές του ερωτήματος από την κατάφαση είναι αυτές.
Γίνεται αντιληπτό ότι η δυσαπάντητη ελλειπτικότητα αυτού του εξόχως ερωτηματικού ερωτήματος είναι μερικού χαρακτήρα. Είναι μάλλον περίεργο που κινητοποιείται τόση ερωτηματικότητα, τόση αγωνία από τα ερωτήματα. Κανονικά δεν θα έπρεπε. Δεν προκύπτει δομικά η δύναμη που ξεσηκώνει τόση αγωνία.
Η αγωνία δεν είναι των ερωτημάτων. Τα ερωτήματα σηματοδοτούν την αγωνιακή κατάσταση, τείνουν να την διεγείρουν αλλά δεν είναι τα ίδια ο συντελεστικός παράγοντας. Η δομική τους επάρκεια τα αποβάλλει από την αγωνιακή γενεσιουργία.
Παρόλα αυτά πολλή αγωνία συνδέεται με τα ερωτήματα.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Πώς κάτι που δομικά δεν έχει τις προϋποθέσεις, έχει επιτύχει να συνδεθεί με τόση αγωνία;
Πριν από 15 χρόνια είχαμε κάνει μια απόπειρα να ερμηνεύσουμε το φαινόμενο αυτό. Είχαμε ισχυριστεί ότι το ερώτημα ως ένα πλήρες νόημα, ουσιαστικά αξιοποιώντας τη ρητορική σύμβαση της ένθεσης του ερωτηματικού, επιβάλλει στον ερωτώμενο μια δομικά αδικαίωτη και ως εκ τούτου παραπλανητική παραπεμπτικότητα. Η εθιμοτυπική αποδοχή της ερωτηματικότητας του ερωτήματος από τον ερωτώμενο, τον υπαγάγει σε μια ατέρμονη αγωνιακή αναζήτηση της απάντησης. Ωσάν να είναι κρίσιμη η έλλειψη του λείποντος στοιχείου για την δομική επάρκεια του ερωτήματος. Όμως αυτό δεν ισχύει γιατί το ερώτημα είναι μια νοηματική πρόταση, δηλαδή μια πρόταση που έχει υπάρξει, αφού μόνο νοηματικές προτάσεις υπάρχουν. Έχει ήδη συντελεστεί η νοηματική του ύπαρξη που είναι το καθοριστικό και κρίσιμο γεγονός. Η έλλειψη που εισηγείται έπεται της νοηματικής του γένεσης, είναι δευτερογενής και επίσης μερικής φύσεως, άρα όχι δομική και όχι κρίσιμη. Η αγωνία του ερωτώμενου είναι δυσανάλογη της ελλείψεως που το ερώτημα επιφέρει ακόμα και στην πιο ελλειπτική του μορφή.
Τα ερωτήματα δομικά δεν εδραιώνουν γενικευμένη ερωτηματικότητα, αλλά εισφέρουν μια επιμέρους ελλειπτικότητα. Τα ίδια τα ερωτήματα δεν επιφέρουν δομική διασάλευση όπως θα έκανε μια πρόταση με σύνθεση μη νοηματική, αν υπήρχε. Ας υποθέσουμε ότι υπήρχε ένα είδος πρότασης η οποία δεν υπήκουε στους κανόνες του νοήματος, δεν ήταν ακριβώς νοηματική πρόταση, ένα νόημα. Με βάση τους κανόνες της λογικής δεν νοείται κάτι τέτοιο. Αυτή η πρόταση, αν υποθέσουμε ότι ήταν το ερώτημα, θα προκαλούσε στον ερωτώμενο μια διατάραξη της νοηματικής του λειτουργίας. Αυτή η διατάραξη είναι πολύ πιθανόν να ήταν αγωνιακή.
Το ερώτημα όμως δεν μπορεί να το κάνει αυτό.
Το ερώτημα εντούτοις προκαλεί ή συνδέεται με αγωνία.
Η στρατιά των ερωτώμενων, ισχυρίζεται ότι προκαλεί.
Τι συμβαίνει; Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε το αγωνιακό φαινόμενο που συνδέεται με το ερώτημα, που δομικά δε δύναται να την προκαλέσει;
Πώς το κάνει;
Έχει ειπωθεί ότι η γλώσσα μπορεί να θέτει ισχυρότερα ερωτήματα απ’ ότι μπορεί να απαντήσει. Τα φιλοσοφικά ερωτήματα ενώ δέχονται απαντήσεις, εντούτοις διατηρούν την ερωτηματική τους ισχύ.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Είναι όλες οι απαντήσεις ανεπαρκείς; Δε βρέθηκαν κατηγορούμενα που απέδωσαν την οντική σύσταση των όντων για τα οποία τέθηκαν τα ερωτήματα; Δε δόθηκαν καλές απαντήσεις σε ερωτήματα και δε βρέθηκαν λύσεις;
Δόθηκαν.
Ισχυριζόμαστε ότι οι δομικές μετατροπές που μετατρέπουν μια πρόταση σε ερώτημα υπαγορεύονται από μια πρότερη, βαθύτερη και καθοριστικότερη αλλαγή που συντελείται: πρόκειται για την αλλαγή διάθεσης του ερωτώντος απέναντι στα όντα. Πρόκειται για την απορητική διάθεση στην οποία εισέρχεται ο στοχαστής.
Λέει ο Αριστοτέλης:
Τα όντα είναι όπως ήταν. Τώρα που θέσαμε ερώτημα προς αυτά, τίποτε δεν άλλαξε παρά η δική μας διάθεση προς τα όντα. Οι νεόφαντες γνωσιακές μας ελλείψεις, τα νεοπαγή γνωστικά κενά, η άγνοια εμφανίστηκαν μαζί με το ερώτημα. Πρέπει να υπάρχει μια διάθεση που συνεργάζεται με τα ερωτήματα για να παράγεται αυτή η ερωτηματική αγωνία.
Αλλαγή διάθεσης. Ανιδιοτελής αναθεώρηση λέει ο Αριστοτέλης, όταν δεν αποβλέπουν στα όντα τη βιωτή τους. Αναφάνιση των όντων, έλευση στην αλήθεια λέει ο Heidegger.
Τι είδους διάθεση είναι αυτή η ερωτηματική διαπορητική; Ένα χαρακτηριστικό της είναι η αγωνία.
Η απορητική κατάσταση καίτοι αγωνιακή πρέπει να παρέχει κάποια οφέλη για να εισέρχεται κανείς σ’ αυτήν. Διότι τα ερωτήματα δεν είναι πάθη. Δεν τα υπόκειται κανείς, ούτε υπόκειται και την απορητική κατάσταση χωρίς κάπως να την προκαλέσει.
Η εύκολη απάντηση είναι ότι δια της απορητικής κατάστασης ανακτάς νέα θέση απέναντι στα όντα. Για να τα προσεγγίσεις γνωριστικά με ένα άλλο τρόπο. Για καλύτερο γνωρισμό, πιο εμβαθυτικό. Η απορητική λοιπόν στάση συσπειρώνει τις γνωριστικές δυνάμεις για προσεισχώρηση στα όντα.
Ενδότερα.
Το ερώτημα κατευθύνει τη γνωριστική διάτρηση. Επαναδιάθεση των όντων αποζητάει η απορητική διάθεση και το ερώτημα δηλώνει έναν τρόπο. Προϋπάρχει μια απορητική διάθεση η οποία δεν είναι παρά η συναίσθηση της επιθυμίας να επαναδιατεθούν τα όντα για βαθύτερη κτήση.
Ανασυσχετισμός με τα όντα. Γιατί;
Γιατί; Ποια πρόθεση ωθεί σ’ αυτόν τον ανασυσχετισμό με τα όντα.
Ο Αριστοτέλης λέει ότι φυσική η όρεξή μας για γνωρισμό: οι άνθρωποι φύσει του ειδέναι ορέγονται. Αυτό το φύσει μοιάζει να είναι το τέλος της εξήγησης. Μια στιγμή που η ερωτηματική μας βουλιμία δεν κατανικάει την απαντητική μας δεινότητα.
Σε αυτό το ου πέραν θα θέλαμε να καταθέσουμε ορισμένες σκέψεις. Αν φύσει ορεγομεθα του ειδέναι, τότε η γνωριστική προχώρηση είναι μάλλον ανγκαστική. Είναι ο ανθρώπινος τρόπος η συνεχής γνωριστική εισχώρηση στα όντα. Σε άλλο κείμενο μας έχουμε δείξει ότι αυτός ο τρόπος είναι ο αυθεντικός τρόπος του εμμένοντος υποκειμένου, η είσδυση στην νοητή έκταση όσο η έκταση εκτείνεται.
Ας δεχτούμε λοιπόν τον Αριστοτέλη ότι είναι από τη φύση μας επιβεβλημένο να εκτείνουμε τη γνωριστική μας προχώρηση.
Ας προσέξουμε εδώ τη λειτουργία του ερωτήματος. Το ερώτημα είναι το διατρητικό όργανο, η αιχμή του γνωρισμού. Ερωτηματικά διανοίγεται η γνωριστέα έκταση. Η κεκτημένη γνώση του κόσμου είναι μια κτήση του κόσμου. Η γνωριστική ανάκτηση, η απόκτηση καινούργιας γνώσης για τον κόσμο, η γνωριστική είσδυση που οδηγείται από το ερώτημα έχει μια αναγκαστική προϋπόθεση. Την προσωρινή απαγκίστρωση από το εγνωσμένο, αυτό που έχει κτηθεί ως γνωστό και που αποτελεί το εφαλτήριο της γνωριστικής προέκτασης. Διότι τίποτε δε θα ανοιχτεί αν ο γνωρισμός παραμείνει προσκολλημένος, γραπωμένος στο εγνωσμένο. Ξανοίγεται η δυνατότητα νέας γνώσης, όταν κάπως αφήσει ο γνωρισμός το εγνωσμένο. Μια άφεση δηλαδή απαιτείται, μια προσωρινή άφεση του γνωστού για τη δυνατότητα του καινούργιου.
Αυτόν το στιγμιαίο μετεωρισμό πρέπει να κάνει ο γνωρισμός για να πάει πιο πέρα. Σε αυτόν τον μετεωρισμό της άφεσης του εγνωσμένου υποβάλλει το ερώτημα το γνωρισμό. Και αυτό είναι η αγωνία.
Απαγκίστρωση, άφεση του εγνωσμένου, και στιγμιαίος μετεωρισμός για το γνωρισμό για το καινούργιο. Αγωνία.
Ο ορειβάτης δεν διαπραγματεύεται την προχώρησή του. Οφείλει να προχωρήσει για φτάσει στην κορυφή που είναι η άρση της κατωφέρειας, του εκκρεμούς. Το στέρεο.
Ο ορειβάτης σκαρφαλώνει σ’ ένα βράχο. Από κάτω κενό. Το βάρος του σώματός του είναι τώρα περισσότερο αισθητό. Και κρίσιμο. Κυλάει το βάρος σαν ύλη σα ροή και βαραίνει στα ακροδάχτυλα. Τα ακροδάχτυλα γραπώνουν την πέτρα και στηρίζουν το σώμα.
Ο ορειβάτης πρέπει να ανέβει και άλλο.
Γίνεται μια κρίσιμη ανασύνταξη του βάρους του, σα να είναι μια βαριά ροή μέσα του, με συγκοινωνούντα μέλη τα χέρια και τα πόδια του, τα μέλη στήριξης, που έχει βρει μια σωτήρια ισορροπία σ’ αυτήν τη συνδρομή δυνάμεων, μυώνων, νεύρων, εκτιμήσεων του έξω, επεξεργασίας και δράσεων και ΣΤΕΚΕΤΑΙ γραπωμένος στο βράχο. Η μετακίνησή του μια σπιθαμή πιο πάνω ανακινεί όλη αυτήν την ισορροπία των συγκοινωνούντων μελών, για να βρει λίγο παραπάνω μια νέα ισορροπία. Μια ισορροπία που θα τον κρατήσει γραπωμένο στο βράχο. Έτσι γραπώνοντας τον κόσμο τον έχει.
Πίσω το κενό χάσκει.