“Ο καθένας έχει εκκολάψει και από έναν ήλιο”, κριτική Κωνσταντίνου Ακρίβου για το βιβλίο του Σπύρου Μπρίκου Ασφοδελός Λειμώνας
Σπύρος Μπρίκος «Ασφοδελός λειμώνας», εκδ. Μανδραγόρας
Η κριτική δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Fractal
(https://www.fractalart.gr/asfodelos-leimwnas/)
Αποκάλυψις Ιωάννου κεφ 10 εδ 9
Καὶ ἀπῆλθα πρὸς τὸν ἄγγελον, λέγων αὐτῷ δοῦναί μοι τὸ βιβλιδάριον. καὶ λέγει μοι· λάβε καὶ κατάφαγε αὐτό, καὶ πικρανεῖ σου τὴν κοιλίαν, ἀλλ᾿ ἐν τῷ στόματί σου ἔσται γλυκὺ ὡς μέλι.
Μέρος 1
Πάνω από τους τόπους κι από τον ροϊκό χρόνο, πιο πάνω κι από τους ήρωές του, το βιβλίο τούτο επιχειρεί να πει την ιστορία του ανθρώπου που είναι πάντα και μοιραία η ιστορία του πάσχοντος ανθρώπου.
Είναι η ιστορία του ανθρώπου κρατημένη από τις στιγμές ηρωισμού και σπλαχνικού μεγαλείου, όμως απ’ άκρη εις άκρη τρυπημένη και περιελιγμένη πάνω στ’ αταλάντευτο, τεντωμένο νήμα του ανθρώπινου πόνου. Ο πόνος είναι το πικρό στημόνι γύρω από το οποίο εξυφαίνεται η μοίρα του ανθρώπου, με ξόμπλια τα ανδραγαθήματα και την καλοσύνη, και κόμπους τ’ άγη και τα ονείδη.
Δεν μας είπαν οι φιλόσοφοι, ότι ο πόνος, κι όχι η αλήθεια, είναι η παγκόσμια σταθερά.
Λέει ο Γιώργος Χειμωνάς1:
“Οι ήρωές μου δεν έχουν καμμία σχέση με τους ήρωες ενός κανονικού, συνηθισμένου μυθιστορήματος. Ήρωας είναι πάντοτε οι μάζες, τα πλήθη των ανθρώπων. Φαντάζομαι ένα νέο μυθιστόρημα που δε θα μιλά πια για ξεχωριστά άτομα, θα είναι ένας συμπερασματικός λόγος που θα μιλάει για το γένος των ανθρώπων, όπως περίπου στην αρχαία τραγωδία. Αν κάποιο πρόσωπο κεντρικό φαίνεται να ξεχωρίζει στα κείμενά μου, αυτό δεν είναι άλλο παρά ένας θυμωμένος, απαρηγόρητος οδοιπόρος. Χωμένος και αυτός μέσα στο πλήθος. Αλλά είναι ένας οδοιπόρος που έχει πάρει πάνω του τη μοίρα όλων των ανθρώπων.”
Αποκάλυψις Ιωάννου κεφ 10, εδ 5
Καὶ ὅτε ἐλάλησαν αἱ ἑπτὰ βρονταί, ἔμελλον γράφειν· καὶ ἤκουσα φωνὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λέγουσαν· σφράγισον ἃ ἐλάλησαν αἱ ἑπτὰ βρονταί, καὶ μὴ αὐτὰ γράψῃς.
Ποιός μπορεί να πει τον πόνο των ανθρώπων;
Ο Σπύρος Μπρίκος ξεκινά την ιστορία αυτή ψυχωμένα, με δύναμη και τόλμη. Αφού τόλμη είναι να εκκινήσεις μια τέτοια αφήγηση και μόνο με τόλμη μπορείς να πεις τον πόνο.
Εγερτικά, αποφασισμένα, με μια εκφραστική αποφασιστικότητα που προοιωνίζει αλήθεια, ήτοι με παρρησία αλλοτινού προφήτη και βάθος πικραμένου ιστορητή εκφωνεί τη μαρτυρία, το “ποιητικό του διάγγελμα”. Επειδή έχει για αφετηρία την πίκρα και ένα νοιάξιμο βαθύ για τη μοίρα των ανθρώπων, έχει θάρρητα ποιητική, αφραγή και ανέμποδη. Έχει άδεια και έναν οίστρο πεισματικό και για να εκφέρει το πολλαχώς του ανθρώπινου πόνου. Να πει τον πόνο. Και γι’ αυτό το κείμενο συνταράσσει.
Σε στιγμές η γραφή του απηχεί το πένθιμο βάθος του Χειμωνά2 , άλλοτε θυμίζει κάτι από την θαρρετή υψιπέτεια του Ζαρατούστρα, κι άλλοτε μας τοποθετεί σε κειμενικά τοπία μιας Αποκάλυψης, είτε του Ιωάννη του Ευαγγελιστή, είτε του Ιερώνυμου Μπος (στα «Οράματα της μέλλουσας ζωής: Το ποτάμι προς την κόλαση») ή του Pieter Breugel (στην Dulle Griet, την «τρελή μαργαρίτα») ή ακόμη της ισχυρής εικονοπλασίας του Κουροσάβα στο Όνειρα (Γιούμε), ιδιαιτέρως στη σκηνή με τους νεκρούς που αντικρίζουν το λοχαγό τους ο οποίος τους ανακοινώνει συντετριμμένος ότι είναι νεκροί.
Μπρίκος:“Τους οδηγούσε ο ερμής σκοτωμένους. Τα μάτια τους λάμποντα, προσφάτως φονευθέντες, ίσα που στεκόντουσαν στα πόδια τους.”
Αποκάλυψις Ιωάννου κεφ 9 εδ 11
Και είχον εφ’ εαυτών βασιλέα τον άγγελον της Αβύσσου, όστις εβραιστί ονομάζεται Αββαδών, και εις την Ελληνικήν έχει όνομα Απολλύων.
Τούτη η εξιστόρηση μιλάει για το ανείπωτο κρίμα, το άγος, τον ανυπολόγιστο πόνο του ανθρώπου. Το “σαρανταπληγιασμένο” σώμα του. Θρηνεί για τις μεγάλες πλάνες που ταλάνισαν τον άνθρωπο και που πάνω τους στεριώθηκαν βασίλεια, φόβητρα και οράματα. Θρηνεί για όλες τις εκδοχές του πόνου, όλες μαζί και για κάθε μια ξεχωριστά. Κάθε στιγμή που άντρας μάτωσε, γυναίκα πόνεσε και παιδί έκλαψε. Αφόρητη πίκρα για το ότι ο πόνος αυτός είναι ανθρωπογενής, και είναι ο άνθρωπος ο υπαίτιος και ο πρόξενος του πόνου.
Αυτή είναι η αιτία του πένθους, όχι ο ίδιος ο θάνατος, αλλά η βαριά επίγνωση ότι ο άνθρωπος είναι ο πρόξενος του πόνου και πένθος είναι αυτό το βάρος.
Άγος το λένε κι όνειδος και χάραγμα ανεξίτηλο στο δέρμα του ανθρώπου, σα νούμερο του Νταχάου.
Μπρίκος: “Από τότε γεννιέμαι και πεθαίνω κάθε 37 χρόνια. κυρίως πεθαίνω”.
“Ονομάζομαι Πενθέας. Γυρίζω από το νταχάου. Από το Άουσβιτς. (…) οργανώνω τη διεθνή του πένθους”.
Άουσβιτς, Νταχάου, Αρμενία, Κουρδιστάν, Πόντος.
Γάζα.
Ο συγγραφέας επιλέγει η ποιητική αφήγηση να ενσαρκώνεται από πληθυντικό αριθμό προσώπων, συμβολικών μορφών ή ηρώων, μεταπηδώντας αβίαστα σε τόπους και χρόνους. Υιοθετεί αυτήν την απρόσμενη και φαινομενικά ασύνδετη σειρά ενσαρκώσεων παρότι η πληθώρα ηρώων σε ένα σύντομο και δύσκολο κείμενο αφηγηματικά δυσχεραίνει ή καθυστερεί την ποθητή οικείωση ή και ταύτιση του αναγνώστη με τον ήρωα. Όμως, εδώ έχει ξεχωριστό νόημα.
Σαρκώθηκα όλους τους εξαθλιωμένους, όλους τους ήρωες και τους μελλοθάνατους.
Σαρκώθηκα όλους τους μάρτυρες για να νιώσω όλους τους πόνους κι όλα τα μαχαίρια.
Αιμορραγώ από τις πληγές όλων των μαρτύρων.
Αιμορραγώ από παντού.
Ξεψυχώ τις ψυχές όλων των ανθρώπων.
Είμαι ο άνθρωπος ο πάσχων.
Γύρισα και πλανήθηκα, μάτωσα τα πόδια μου σε όλες τις κακοτοπιές και τρυπήθηκα απ’ όλα τα αγκάθια του κόσμου. Σε κάθε γωνιά και σε κάθε μέρος πονώ και στενάζω.
Πήγα παντού και πόνεσα παντού.
Πήγα παντού για να πονέσω παντού.
Διότι η φρικτή μοίρα του ανθρώπου είναι να πονά παντού και η μοίρα του ανθρώπου είναι φρικτή.
Ίσως πιο πολύ και από το θεό, κι από την φιλοσοφική αλήθεια, αυτό που ενοποιεί, αυτό που ορίζει και διαπερνά και σκιάζει τα πάντα, τον κόσμο και τους ανθρώπους ίσως να είναι ο πόνος.
Ο αφηγητής περιπλανιέται παντού και συλλέγει τον πόνο. Αλλάζει μορφές για να παραλάβει τον πόνο των ανθρώπων. Όμως και για έναν ακόμα λόγο: για να παρίσταται όπου συντελείται μια πράξη αντίστασης και μεγαλείου. Ο αφηγητής πονά και θρηνεί αλλά και λαχταρά το φως.
Μπρίκος: “Ο καθένας έχει εκκολάψει και από έναν ήλιο”
“Και οι γλώσσες ταλαντώνονταν και κόντευαν να ξεκολλήσουν μέσα από τη στοματική κοιλότητα, και πυρακτώνονταν πάνω στη μέγιστη εκφορά των νοημάτων.”
Μέρος 2
Μια ρωγμή στην τάξη του λόγου μπορεί να επιφέρει το θάνατο του θεού.
Μπρίκος: “Εγώ τον ονόμασα υποτιμητικά Θ. Του άλλαξα το επίσημο όνομά του, έσπασα τα ράμματα και δραπέτευσα.”
(…) Σκότωσα τον Θ. Τον δικό τους θεό, τον ιδιωτικό. Τον σκότωσα με τρόπο υποδειγματικό. Ο θάνατός του υπήρξε αργός.
Αφού τον σκότωσα, και σιγά το έγκλημα θα πει κανείς, τον μετέτρεψα σε ένα εξευτελιστικό σύμφωνο θ.”
Πώς μπορεί να σκοτώσει κάποιος το θεό;
Η πιο εδραία, η πιο αμετακίνητη η πιο οριστική θέσμιση είναι ο ίδιος ο λόγος. Η ίδια η διατύπωση, η γλωσσική εκφορά είναι ένα θεσμικό γεγονός. Που επιβάλλει μια τάξη στο χάος του κόσμου με μια επιτακτικότητα πεισματική.
Μια πρόταση, ως ένα λογικό κατασκεύασμα, ένα περατωμένο δόμημα, εισέρχεται στον κόσμο με την αυτάρκεια, την ισχυρογνωμοσύνη και την ετοιμότητα της. Άμεσα επιβάλλει τη λογική της δομή, το νόημά της, τη μορφή της, το γλωσσικό ύφος με το οποίο είναι καμωμένη από το δημιουργό της. Είναι πολλαπλή και πολυεπίπεδη η επιβλητικότητα του λόγου και την εκπληρώνει επάξια, όχι ελλειπτικά, κάθε πρόταση ξεχωριστά. Διότι κάθε πρόταση είναι ένα ολοκληρωμένο νόημα, όπως λένε οι φιλόλογοι, πρωτίστως όμως ένα περατωμένο δόμημα. Κάθε πρόταση έχει το λόγο μέσα της, είναι ο ίδιος ο λόγος, αυτοτελώς και πλήρως. Η συντέλεση μιας πρότασης, έτσι πρέπει να λέμε για κάθε πρόταση, είναι ακόμη μια επιβεβαίωση ότι η τάξη του λόγου είναι κυρίαρχη και ίσως ότι εξ αυτής και δι αυτής εκπορεύονται, σχηματοποιούνται και αποκρυσταλλώνονται, όλες οι εκδοχές της εξουσίας.
Σπύρος Μπρίκος
Ο Μπρίκος αντιλαμβάνεται τι συνέπειες μπορεί να έχει, και τι βάθους διασάλευση μπορεί να αποτελεί μια παράλλαξη στην τάξη του λόγου. Όπως, άλλωστε μας είχε ήδη δείξει ο Jacques Derrida σε έναν καίριο αναγραμματισμό, την διαφωρά (Différance), τη διασαλευτική και αποδομητική του επενέργεια3.
Η υποκατάσταση του ονόματος του Θεού από ένα απλό θ είναι μια πράξη ιερόσυλη, κυριολεκτικά μια βεβήλωση. Που μάλιστα δεν περιορίζεται στην περιφρόνηση της ιερότητας αλλά συνιστά μια βαθιά, μια καίρια διασάλευση. Διότι αυτό επιδιώκει ο συγγραφέας, όχι απλώς να αμφισβητήσει, να καταγγείλει την εξουσία του θεού, που προκάλεσε ή επέτρεψε διαχρονικά το εγκόσμιο ενέργημα του πόνου, αλλά να επιφέρει μια δομική ρωγμή κι ένα πλήγμα οριστικό στην εξουσία του.
Πώς; εισάγοντας στο γονιδίωμα του θεού, στο ίδιο το όνομά του, μια ανήκεστη και αφόρητη δισημία. Ο Θ είναι ο θεός συρρικνωμένος, ταπεινωμένος, ανήμπορος να επιβάλλει την εξουσία του. Δεν έχει πλέον όνομα και γι αυτό δεν έχει και πρόσωπο και επιπλέον βρίσκεται εγκαταλελειμμένος να συγχέεται με το θάνατο.
Μια τέτοια δισημία, μια τέτοια σύγχυση δεν είναι ανεκτή για τον θεό, είναι ένα πλήγμα στην αυθεντία του. Μα μια τέτοια, και κάθε άλλη καίρια, αμφισημία δεν είναι ανεκτή στην τάξη του λόγου, διότι “ανάγκη στήναι”4, όταν ο λόγος αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση μιας εξουσίας ή αν είναι σχεδόν μοιραία εξουσία ο ίδιος ο λόγος, όπως ο νόμος. Η αμφισημία, το διφορούμενο, ο μετεωρισμός είναι της ποίησης.
Ο συγγραφέας ελπίζει ότι η ρήξη που προκαλεί στο όνομα του θεού και στην εξουσία του, στη συμβολική τάξη του λόγου, μπορεί να είναι μια πράξη απελευθερωτική. Ότι μια μικρή ρηγμάτωση στην επιβλητικότητα του συμβολικού είναι μια ρήξη σπερματική, ριζική, που θα μεγεθυνθεί και θα ρηγματώσει το ανάπτυγμά του απ’ άκρη εις άκρη σα γυαλί, το κοσμικό δηλαδή οικοδόμημα της εξουσίας. Ανοίγοντας μια οπή προς την αλλαγή. Γι’ αυτό και η χειρονομία του Μπρίκου είναι καλοπροαίρετη γιατί κατατείνει στο καλό και ανομολόγητα ποθεί μια κάποια αποκατάσταση της κοσμικής αδικίας για τον ανυπολόγιστο πόνο του ανθρώπου: Μπρίκος: “Κοιτάξτε ψηλά. Πάνω από την κοιλάδα υψώνονται βουνά. Εκεί στις κορυφές της λάκκας η ωραία κοιμωμένη βρίσκεται ξαπλωμένη στους βράχους.”
“Όλοι τους ξεκινούν από τις πύλες του ήλιου για να εξερευνήσουν την καλοσύνη, μια χώρα απέραντη όπου τα πάντα σιγούν.”