Skip links

Η Περιπέτεια του Ερωτήματος στον Αριστοτέλη, Κεφάλαιο 1 Β. Η Διαπορητική Φάση

Β. Η ΔΙΑΠΟΡΗΤΙΚΗ ΦΑΣΗ.

1. Οι σημασίες του «διαπορεῖν»

Αφού το απορείν είναι  ανάσχεση και φράξη του στοχασμού, το διαπορείν συνιστά τη συντελούμενη εκφυγή από την πρότερη κατάσταση. Διότι εκεί που πριν υπήρχε αφάνεια των πόρων και στασιμότητα, τώρα συντελείται η διαπέραση. Η διαπέραση προϋποθέτει την εύρεση πόρου τον οποίο διαπερνά. Άρα, το διαπορείν είναι αναμφίβολα μια εξέλιξη της κατάστασης της απορίας προς την κατεύθυνση της εκφυγής από αυτήν. Τί ακριβώς όμως είναι το διαπορείν; Είναι εκφυγή; Διότι και το νόημα αυτό εμπεριέχεται στην έννοια της διαπέρασης: αν δηλαδή το διαπορείν συνίσταται στην διαπέραση ευρεθέντος πόρου, τότε δεν είναι τίποτε λιγότερο από συντελούμενη εκφυγή από την κατάσταση της απορίας. Αν, όμως, είναι  εκφυγή από την κατάσταση του απορείν,  απόδραση από τον παραλυτικό περικλεισμό της απορίας, τότε η ευπορία τί είναι;

Το διαπορείν, μπορούμε με ασφάλεια να πούμε ότι είναι ένα ενδιάμεσο μεταξύ δύο καταστάσεων, της απορίας και της ευπορίας. Με τον όρο ενδιάμεσο δεν προσπαθούμε να ανασύρουμε και να ανασυστήσουμε νοητά την ακεραιότητα ενός αμυδρού, δυσδιάκριτου και συγχωνευμένου επεισοδίου ανάμεσα στην απορία και την ευπορία. Δεν είναι, δηλαδή, η ανάγκη κατηγοριοποίησης που επιχειρεί σε θολή συνέχεια να εγκαταστήσει συνορίες οριοθετικές μιας ένθετης φάσης. Ο Αριστοτέλης αναφέρεται στο διαπορείν ως μία πραγματική φάση εντός της σύνολης απορητικής διαδικασίας που εκκινείται στο απορείν και ολοκληρώνεται στο ευπορείν. Όμως, το να αρκεστούμε να πούμε ότι το διαπορείν είναι απλώς ένα ενδιάμεσο στάδιο, είναι τουλάχιστον ανεπαρκές. Το  πρώτο που θα έπρεπε να εξηγηθεί είναι το νόημα της ενδιαμεσότητας του διαπορείν.

Το να εξηγήσουμε το νόημα της ενδιαμεσότητας του διαπορείν, ουσιαστικά συνίσταται στο να περιγράψουμε τον τρόπο που το διαπορείν κείται εν μέσω και συνέχει την αλληλουχία των δύο καταστάσεων. Αφενός παύει την κατάσταση της απορίας και αφετέρου εκκινεί την κατάσταση της ευπορίας. Υπ’ αυτήν την έννοια, αποτελεί τη μετάβαση από τη μία φάση στην άλλη. Κατά τη φάση της διαπόρευσης επιτυγχάνεται η μετάβαση απ’ την απορία στην ευπορία. Πώς συμβαίνει αυτό; Με ποιά έννοια είναι μετάβαση; Μήπως είναι ένα προπαρασκευαστικό στάδιο κατά το οποίο δεν συντελείται η πράξη της επίλυσης ενός προβλήματος, αλλά καταστρώνεται ο τρόπος με τον οποίο αυτό θα επιλυθεί; Δηλαδή μία ενεργός φάση σε σύγκριση με την αδράνεια και την αμετακινησία της απορίας, αλλά ανενεργός σε σύγκριση με την επίλυση που είναι η υλοποίηση της; Πώς αλληλοχούνται οι τρεις αλληλοχούμενες φάσεις απορία-διαπορία-ευπορία; Η αλληλουχία που αναφέραμε τί λογής είναι; Διότι η εγγύτητα της αλληλουχίας των φάσεων καθορίζει το χαρακτήρα της μετάβασης. Αν δηλαδή, η διαπόρευση είναι μία εκτεταμμένη φάση διερεύνησης ενός ζητήματος, ή μία ευσύνοπτη  διέλευση από αυτές. Αν η διαπόρευση αποτελεί μία κρίσιμη και καθοριστική φάση της αλληλουχίας, κατά την οποία δεν είναι απίθανο να διακοπεί η αλληλουχία και να αστοχήσει η απορητική διαδικασία, ή μία φάση, της οποίας ο εμβόλιμος χαρακτήρας, απλώς διευκολύνει την μετάβαση από την απορία στην ευπορία, η οποία όμως είναι δεδομένη.

Τί είναι, λοιπόν, η διαπόρευση; Μία προπαρασκευαστική διερεύνηση των αποριών με την έννοια της διεύρυνσης και της αποσαφήνισης της απορητικότητάς των, που προλειαίνει το πεδίο της καθεαυτό έρευνας, ή η ίδια η διερευνητική διαδικασία, πριν ακόμα τελεσφορήσει και αποδώσει καρπούς; Μπορεί να είναι και τα δύο ταυτόχρονα; Διότι αν κανείς εκφύγει από την απορία που τον δεσμεύει, προβαίνει πλέον προς την επίλυση του προβλήματος, δηλαδή βρίσκεται στην διαδικασία της επιλυτικής διερεύνησης του προβλήματος. Επιλυτική καλείται η διερεύνηση διότι επιδιώκει την επίλυση. Στην επιλυτική διαδικασία μπορεί να υπάρξει προπαρασκευαστική φάση, όπως η προαναφερθείσα «μεθοδολογική προεργασία», ως φάση αυτοπροσδιορισμού της επίλυσης, η οποία, όμως, αποτελεί τμήμα της επιλυτικής διερεύνησης, όπως ο πρόλογος αποτελεί τμήμα της έκθεσης. Άρα, η διαπόρευση είναι μία προλογική φάση της έρευνας, μη εννοούμενη όμως εκτός αυτής; Θα παρατηρήσουμε στο αριστοτελικό κείμενο ότι άλλωτε η διαπόρευση παρουσιάζεται ως ξεχωριστή φάση της καθεαυτό διερεύνησης, και άλλωτε παρουσιάζονται αξεχώριστα, ωσάν μία ενιαία διαδικασία.

Είδαμε ότι η απορία, η οποία, σε μία πρώτη προσέγγιση φαίνεται να είναι η πιο αποκρυσταλλωμένη και στενά οριοθετημένη φάση, να επιδέχεται περισσότερες της μίας σημασίες και μία διάχυση του νοήματός της. Η διάχυση αυτή την υποβάλλει σε αυξομειούμενη εγγύτητα και ακόμα σε σύγχυση με τις άλλες δύο φάσεις. Η ευπορία, η οποία, θα λέγαμε απλά ότι αποτελεί μία επιτελεύτια φάση του στοχασμού, μόλις συντελεστεί, την αναλαμβάνουν ένα πλήθος κριτηριολογίες και βάσανοι να την δοκιμάσουν και να την κρίνουν  αναφορικά με το κατά πόσο απέδωσε ευκαρπία και τελεσφόρηση. Η κρίση που υπόκειται η ευπορία, αναφορικά με την τελεσφόρησή της, συνιστά σκληρή δοκιμασία της δυνατότητάς της να ολοκληρωθεί, δηλαδή δοκιμάζεται αν έφερε ευκαρπία, οπότε μπορεί να θεωρηθεί περατωθείσα ή δεν έφερε οπότε υποχρεούται να συνεχιστεί, να παραμείνει απεράτωτη και επιζητούσα. Γίνεται αντιληπτό, ότι με αυτόν το τρόπο, και η ευπορία υπόκειται σε σκληρή διαπραγμάτευση αναφορικά με την οριοθέτησή της, την αρχή και το τέλος της. Αυτό επίσης αφήνει ρευστό και ακαθόριστο τον τρόπο της αλληλουχίας με τις άλλες δύο φάσεις της απορητικής διαδικασίας.

  Αν, λοιπόν, οι δύο ακραίες της αλληλουχίας φάσεις, η απορία και η ευπορία, διατελούν σε τέτοια ρευστότητα, αναφορικά με την συμμετοχή τους στην αλληλουχία, συστελλόμενες και διαστελλόμενες ανάλογα με διάφορους παράγοντες, τότε η ενδιάμεση φάση, πέραν της δικής της δυσκολίας αυτοκαθορισμού, υποκείμενη και αντιδρώσα στις συστολές και τις διαστολές των ακραίων φάσεων, υποφέρει, λόγω ακριβώς του ενδιάμεσου χαρακτήρα της στην αλληλουχία, ακόμη περισσότερο, από ακαθοριστία και σύγχυση.

Ας παρακολουθήσουμε, λοιπόν, τις σημασίες που αποδίδει ο Αριστοτέλης στο διαπορείν και στο ευπορείν, προκειμένου να καταλάβουμε ποιά είναι η ταυτότητα της κάθε φάσης.

Καταρχήν, ότι το διαπορείν αποτελεί μία προκαταρκτική φάση επεξεργασίας φανερώνεται από το χωρίο ΜτΦ Β΄ 995 a 33 «διό δεῖ καί τάς δυσχερείας τεθεωρηκέναι πάσας πρότερον…» καθώς και από το χωρίο Ηθ. Νικ. Η΄ 1145 b 2-7  «δεῖ δ’, ὥσπερ ἐπί τῶν ἄλλων, τιθέντας τά φαινόμενα καί πρῶτον διαπορήσαντας…». Ως το πλέον αντιπροσωπευτικό παράδειγμα διαπορητικής επεξεργασίας μπορεί να εκληφθεί η ανάλυση των αποριών που επιχειρείται στο Β΄ κεφάλαιο των Μετά τα Φυσικά, στους στίχους 996 a 18 ως 1003 a 17[1]. Στο εκτεταμμένο αυτό κείμενο, γίνεται ενδελεχής ανάλυση των αποριών που έχουν μόλις διατυπωθεί[2], η οποία εξυπηρετεί ταυτόχρονα μία σειρά από στόχους: την αποσαφήνιση του θέματος περί του οποίου η κάθε απορία ερωτά[3], την κατάδειξη του βάθους προς το οποίο κάθε απορία αξιώνει να εισδύσει, την ανάδειξη της δυσκολίας που κάθε απορία εμπεριέχει[4], την ανάδειξη της σημασίας κάθε απορίας καθώς και των συνεπειών που επιφέρει η απόδοση μιας απάντησης[5]. Επίσης, την ένταξη του ερωτήματος στον ευρύτερο φιλοσοφικό διάλογο της εποχής[6], καθώς και την επιστημολογική καταχώριση της απορίας στον κατάλληλο επιστημονικό τομέα[7]. Όλες οι απορίες[8] που σ’ αυτά τα κεφάλαια αναλύονται, βρίσκουν τη λύση τους σε άλλα κεφάλαια[9]. Η διαπορητική ανάλυση που γίνεται εδώ, αποτελεί μία προκαταρκτική επεξεργασία των αποριών, η οποία ουσιαστικά διανοίγει τις οδούς προς τις οποίες πρέπει να κατευθυνθεί η διερεύνηση του κάθε θέματος. Ο χαρακτήρας της παραμένει προκαταρκτικός, υπό την έννοια ότι, η διαπόρευση αυτή δεν μετατρέπεται σε επίλυση των αποριών, δεν εκτείνεται τόσο, ώστε να αναλαμβάνει το έργο της καθαυτό έρευνας. Έχει αρχή και τέλος, έκταση προσαρμοσμένη στην δυσκολία της κάθε απορίας. Η περάτωση της διαπορητικής διαδικασίας συμπίπτει με το τέλος του Β΄ κεφαλαίου των Μετά τα Φυσικά και την αρχή του Γ΄.

Παρά το ότι ο προκαταρκτικός χαρακτήρας του διαπορείν, όπως είδαμε, μαρτυρείται από συγκεκριμένα χωρία του αριστοτελικού έργου, η προβληματικότητα που προκύπτει από το γεγονός ότι το διαπορείν εξακολουθεί να είναι μία ενδιάμεση φάση ανάμεσα στο απορείν και το ευπορείν, χωρίς εύκολα προσδιορίσιμη οριοθέτηση, οδηγεί σε κάποιες περιπτώσεις τον ίδιο τον Αριστοτέλη σε παραθεώρηση του προκαταρκτικού χαρακτήρα του διαπορείν. Συγκεκριμένα, ενώ η στιγμή, κατά την οποία συντελείται η μετάβαση από την δυσχερή κατάσταση της απορίας στην επόμενη κατάσταση της διαπόρευσης, η στιγμή δηλαδή της εύρεσης του πόρου, έχει συγκεκριμένη εκδήλωση, που σηματοδοτεί με οριστικότητα το τέλος της απορίας και την αρχή της διαπόρευσης, η στιγμή της μετάβασης από την φάση της διαπόρευσης στην μετέπειτα φάση, είτε αυτή είναι η φάση της καθαυτό έρευνας, είτε η φάση της ευπορίας, δεν είναι εύκολα προσδιορίσιμη, ούτε, σίγουρα, οριστικά δοσμένη. Διότι η απορία, έχουμε δείξει, είναι υποκείμενη στην οριστική ανατροπή της, με την ακύρωση του νοήματος του στερητικού –α, που επιφέρει η εύρεση του πόρου. Στην περίπτωση της απορίας, δεν υπάρχει για την άρση της ενδιάμεσο μεταβατικό στάδιο, η εκφυγή από αυτήν δεν γίνεται σταδιακά, αλλά ανατρεπτικά, δια της ευρέσεως του πόρου, που είναι μία ανατρεπτική αποκάλυψη. Στην περίπτωση της διαπορίας, υπάρχει η υπαγόρευση του δια, πρόθεσης που δηλώνει πεισματικά ότι η διαδικασία του διαπορείν όχι απλώς ενέχει κάποιο μεταβατικό στάδιο, αλλά συμπυκνώνει το ίδιο το νόημά της στο μεταβαίνειν. Ταυτόχρονα και στο διέρχεσθαι, στην διέλευση του πόρου ή των πόρων. Υπεισέρχεται μία ιδιότροπη λογική υπόδειξη, ότι η διέλευση του πόρου πρέπει να είναι διαρκής, όχι με την έννοια ότι έχει διάρκεια, αλλά με την έννοια ότι πρέπει να διαρκεί, ώστε να επωφελείται από την ύπαρξη του πόρου. Η διακοπή της διαπόρευσης συνεπιφέρει, υπό μίαν έννοια, την απώλεια του πόρου, άρα επαναφέρει στην απορία. Άρα, ο εννοιολογικός φόρτος του “δια” εμπεριέχει την εκφοβιστική επιταγή της συνέχειας. Υπ’ αυτήν την έννοια η διαπόρευση αποφεύγει το τέλος της. Αυτά λέγονται, τηρουμένης της επιφύλαξης ότι η άλλη διαθέσιμη απόληξη της διαπόρευσης δεν είναι η απώλεια πόρου και η επαναφορά στην απορία, αλλά η ευπορία, δηλαδή η ικανοποιητική κατάληξη της διαπόρευσης.

Η φιλοσοφική αυτή ερμηνεία αποβλέπει στο να εξηγήσει τον λόγο που ο Αριστοτέλης, ενώ έχει διακηρύξει την προκαταρκτικότητα του διαπορείν, έρχονται στιγμές όπως στο κεφ. Β΄ των Αναλυτικών Υστέρων, που αφήνει την διαπόρευση να εκταθεί ως την ευπορία, αναλαμβάνοντας και το εντεταλμένο έργο της καθαυτό έρευνας. Είναι, λοιπόν, η ίδια η ενδιαμεσότητα της διαπόρευσης, η κατασταστική ανάθεση να αποτελεί την διελευτική σύνδεση, από την απαλλαγή από την απορία στην ευπορία, διατηρώντας δια της  διέλευσης τον πόρο ανοικτό, που μπορεί να προκαλέσει την εκτατική ανυποταξία της διαπόρευσης, εις βάρος της καθαυτό έρευνας.

Ας δούμε το παράδειγμα του Β΄ κεφ. των Αναλυτικών Υστέρων, όπου  παρατηρούμε ότι η διαπόρευση δεν κατορθώνει να διακριθεί από την ίδια την έρευνα, για να αποτελέσει μία ακέραια διακεκριμένη ενδιάμεση φάση, αλλά μάλλον ταυτίζεται με αυτήν[10]. Η διαπόρευση ξεκινάει με την απορία «ὅτι μέν οὖν πάντα τά ζητούμενα μέσου ζήτησίς ἐστι, δῆλον· πῶς δέ τό τί ἐστι δείκνυται, καί τίς ὁ τρόπος τῆς ἀναγωγῆς, καί τί ἐστιν ὁρισμός καί τίνων, εἴπωμεν, διαπορήσαντες πρῶτον περί αὐτῶν»[11] και συνεχίζει  «ἀπορήσειε γάρ ἄν τις, ἆρ’ ἔστι τό αὐτό καί κατά τό αὐτό ὁρισμῷ εἰδέναι καί ἀποδείξει, ἤ ἀδύνατον;». Στην προκειμένη περίπτωση, η διαπόρευση στρέφεται προς προβλήματα και θέματα τα οποία ανακύπτουν από το εσωτερικό της αριστοτελικής φιλοσοφίας, (όπως από τη θεωρία του συλλογισμού, του οποίου το συμπέρασμα μπορεί να είναι αρνητικό ή μη καθολικό, σε ποια περίπτωση δεν μπορεί να είναι ορισμός[12], από τη διάκριση ανάμεσα στην κατηγόρηση και τον ορισμό[13]). Η διαπορητική επεξεργασία συνίσταται σε δοκιμασία των αριστοτελικών απόψεων πάνω στην θεωρία του συλλογισμού, στην σχέση ορισμού–απόδειξης, κλπ, δηλαδή αποτελεί μία ενδελεχή και αυστηρή επανεξέταση και κριτική που εφαρμόζεται επί των δικών του θεωριών.

Περιμένει κανείς, η διαδικασία αυτή, έχοντας ήδη λάβει έκταση, να περατωθεί ώστε να μεταβούμε στην επόμενη φάση της καθαυτό έρευνας. Και όντως σε κάποια στιγμή της διαδικασίας ανακοινώνεται η περάτωση της διαπόρευσης, τουλάχιστον σε κάποιες εκ των αποριών: «ταῦτα μέν οὖν μέχρι τούτου διαπορήσθω»[14]. Αλλά τί βλέπουμε σ’ αυτό που ακολουθεί; Παρότι υποτίθεται ότι ο Αριστοτέλης έθεσε τέλος στην διαπορητική διαδικασία, επανέρχεται και πάλι στις προηγούμενες απορίες σε μία επιμήκυνση της διαπορητικής επεξεργασίας των. Είχε μέχρι του σημείου αυτού δείξει ότι ενός ιδίου πράγματος δεν μπορεί κανείς να έχει ταυτόχρονα και την απόδειξη και τον ορισμό. Τώρα δεικνύει ότι δεν υπάρχει απόδειξη της ουσίας, διότι η ουσία δεν αποδεικνύεται  από τη διαίρεση ούτε από τον υποθετικό συλλογισμό και, εκ νέου, ότι ο ορισμός δεν είναι απόδειξη. Δηλαδή επανέρχεται στα ίδια προβλήματα στα οποία πριν από λίγο έθετε τέρμα, και μάλιστα χωρίς η νέα αυτή προσέγγιση να προσδίδει κάτι το αξιοσημείωτο και καινούργιο. Ο τρόπος της ανάλυσης είναι επίσης παρόμοιος. Η λύση (με την επιστροφή της ιδέας του συλλογισμού που αφορά την ουσία) δεν θα ξαναεπιστρέψει παρά πολύ πιο αργά, και θα την διαδεχτεί μία καινούργια μεθοδολογική παρακίνηση, που μοιάζει με την αναζωπύρωση της διαπορίας: «Πάλιν δέ σκεπτέον τί τούτων λέγεται καλῶς καί τί οὐ καλῶς, καί τί ἐστιν ὁ ὁρισμός, καί τοῦ τί ἐστιν ἆρά πως ἔστιν ἀπόδειξις καί ὁρισμός ἤ οὐδαμῶς».[15] Από το παράδειγμα αυτό, συνάγεται το προφανές συμπέρασμα ότι ο προκαταρκτικός χαρακτήρας του διαπορείν δεν τηρείται πάντοτε από τον Αριστοτέλη. Προτάξαμε τον λόγο που αυτό συμβαίνει, ο οποίος σχετίζεται, όχι με την συμπτωματική αθέτηση του προκαταρκτικού χαρακτήρα, αλλά με την ίδια την παρεκτατική ώση του διαμεσολαβητικού χαρακτήρα της διαπόρευσης, στην οποία έχει ανατεθεί να αποτελεί την διελευτική σύνδεση, από την απορία στην ευπορία, διατηρώντας δια της διέλευσης τον πόρο ανοικτό.

Πάντως, παρά τις όποιες παρεκβάσεις, ο χαρακτήρας του διαπορείν παραμένει προκαταρκτικός της έρευνας. Χάριν του προκαταρκτικού χαρακτήρα του αποκτά και την καθοριστική σημασία του για τροπή και την πορεία της έρευνας. Από το παράδειγμα των ΜτΦ, προέκυψε ότι το διαπορείν αναλαμβάνει μία σειρά από καθοριστικές λειτουργίες. Την επιστημολογική ένταξη της απορίας, δηλαδή τον συσχετισμό της απορίας με τις υπάρχουσες γνωστικές περιοχές, την ανάδειξη της εγγύτητας ή της απόστασης από έναν επιστημονικό τομέα, την ανάδειξη του τρόπου με τον οποίο το απορούμενο διατίθεται στον γνωρισμό και την υπόδειξη του τρόπου με τον οποίο πρέπει αυτό να προσεγγιστεί, την υπόδειξη της σκοπιάς θεώρησης. Δηλαδή, το διαπορείν, πέραν του ότι αποτελεί την πρώτη ψηλάφιση της απορίας με στόχο την διάγνωση του τί λογής είναι αυτή αναφορικά με το υπάρχον γνωστικό υπόβαθρο, αποτελεί ταυτόχρονα την εκκίνηση της κατάρτισης μεθόδου για την προσέγγιση της απορίας. Διότι τί είναι η επιστημολογική προσέγγιση της απορίας; Η αναγνωριστική επαφή ενός γνωστικού σύμπαντος με το απορούμενο, όπου ζητείται να ευρεθεί τι οικείο και κοινό εκ του γνωστικού σύμπαντος υπάρχει στο απορούμενο, ώστε η περιοχή εκ της οποίας θα αντληθεί το συνοικείο, να εκληφθεί ως βάση προσέγγισης. Ουσιαστικά, πρόκειται για προσποίηση γνωστικής επάρκειας, η πρόταξη επιστημολογικής επάρκειας, ότι δήθεν το απορούμενο δεν εξέπληξε αρκετά το γνωρισμό και ο γνωρισμός είχε να το τοποθετήσει σε χώρο οικειότητας. Ούτως η άλλως, η επιστημολογική αυτή λειτουργία του διαπορείν, προκαταρκτική ούσα, διατελεί αυτήν την ιδιόμορφη γνωριστική ψηλάφιση, την επιστημολογική κατηγοριοποίηση της απορίας, που είναι η αρχή και η προϋπόθεση της κατάστρωσης μεθόδου γνωρισμού. Μπορούμε να δούμε την επιστημολογική λειτουργία του διαπορείν ως την πρώτη οικειωτική υπόταξη της απορίας κατά τον τρόπο της ταξινόμησης, πρότερη και προαναγγέλουσα την μεθοδολογική  σχεδίαση. 

Η μεθοδολογική σχεδίαση είναι η πιο δυναμική υπόταξη της απορίας από το γνωρισμό. Με αυτό εννοούμε ότι η μεθοδολογική σχεδίαση, η εύρεση της μεθόδου, αποτελεί την πιο συστηματική, εντατική και αποφασιστική απόπειρα επιβολής στην απορία. Χρησιμοποιούμε τον όρο επιβολή και υπόταξη, προκειμένου να δώσουμε έμφαση στην ορμή του γνωρισμού, να συρρικνώσει και να ακυρώσει το άγνωστο και την απορία, ορμή που είναι ανάλογη της δυσκολίας που η ίδια η απορία προκαλεί. Η διαπόρευση επιτελεί αυτήν την λειτουργία της μεθοδολογικής σχεδίασης. Ανήκει στην δική της δικαιοδοσία, διότι τί είναι προκαταρκτικότερο της έρευνας, αμέσως πρότερο αλλά ταυτόχρονα διάχωρο και διακριτό, αν όχι η ανεύρεση του τρόπου της έρευνας;

Τό ότι το διαπορείν αποτελεί μία φάση προσδιορισμού ή της μεθοδολογίας της έρευνας προκύπτει φανερά  από το χωρίο  ΜτΦ Β΄ 995 a 35. Στο χωρίο αυτό, όπως έχουμε δει, η διαπόρευση αποτελεί μία διαδικασία κατά την οποία προσδιορίζεται ο προορισμός της έρευνας με τον όρο «ποῖ δεῖ βαδίζειν». Η γνώση του «ποῖ δεῖ βαδίζειν» είναι μία γνώση, η οποία συνίσταται στην διάκριση της οδού, δια της οποίας μπορεί κανείς να αφιχθεί σε επιλεγμένο προορισμό. Ταυτόχρονα, η γνωστική δυνατότητα να αναγνωριστεί ο ευρεθείς προορισμός, άμα τη ευρέσει του, η οποία αποκτάται δια της διαπορητικής διαδικασίας, μας επιτρέπει να θεωρούμε ότι όντως η διαπορητική διαδικασία είναι μία  διαδικασία προσδιορισμού της ερευνητικής μεθόδου. Διότι προσδιορισμός και απόκτηση ερευνητικής μεθόδου είναι ασφαλώς η απόκτηση  προορισμού και στόχου της έρευνας, και κυρίως η απόκτηση γνώσης της οδού, του τρόπου με τον οποίο αυτός θα προσεγγιστεί.

Να εξηγήσουμε στο σημείο αυτό μία λεπτομέρεια. Υπάγουμε την απόκτηση στόχου στην διαδικασία προσδιορισμού και απόκτησης ερευνητικής μεθόδου, με την εξής έννοια: Ο προορισμός δεν είναι δοσμένος ή υποδεδειγμένος από άλλους. Η γνώση του «ποῖ δεῖ βαδίζειν» δεν κινητοποιεί μία αναζητητική περιπλάνηση που έχει με βεβαιότητα κατά νου έναν ξεκάθαρο προορισμό τον οποίον ψάχνει. Η γνώση του «ποῖ δεῖ βαδίζειν» κινητοποιεί μία διανοιχτική πόρευση της οποίας ο προορισμός είναι το δικό της φτάσιμο, το αποτέλεσμα του βηματισμού της. Υπό την έννοια αυτή η  απόκτηση στόχου υπάγεται στην απόκτηση μεθόδου, ως η πιο δική της δυνατότητα.

  1. Η διαπορητική φάση ως αναθεωρητική επεξεργασία της φιλοσοφικής Παράδοσης

 

          Μία σημαντική διάσταση της διαπορητικής διαδικασίας, την οποία μάλιστα ιδιαιτέρως αναδεικνύει ο Αριστοτέλης σχετίζεται με τον σαφή προσδιορισμό του αντικειμένου της διαπόρευσης. Λέγοντας αντικείμενο της διαπόρευσης αναφερόμαστε στο χωρίο ΜτΦ Β΄ 995 a 26, όπου αναφέρεται ότι: «ταῦτα δ’ ἐστίν ὅσα τε περί αὐτών ἄλλως ὑπειλήφασιν τινες, κἄν εἴ τι χωρίς τούτων τυγχάνει παρεωραμένον», δηλαδή ότι το αντικείμενο της διαπόρευσης είναι σαφώς καθορισμένο και συνίσταται στην εξέταση των απόψεων που εξέφρασαν άλλοι διανοητές για τα εν λόγω θέματα. Βεβαίως, αν δεν υπάρχουν απόψεις προγενεστέρων διανοητών τότε η διαπόρευση αναλαμβάνει την παρθενική διερεύνηση των θεμάτων[16].

          Ας δούμε καταρχήν ποιός είναι ο λόγος για τον οποίον δίδεται από τον Αριστοτέλη, η προτεραιότητα της διαπορητικής διαδικασίας στην ενασχόληση με τις απόψεις των προγενεστέρων. Η στροφή προς αυτήν την κατεύθυνση αποτελεί πρωτίστως μία μεθοδολογική υπόδειξη που προσδίδει ιδιαίτερη αξία στην φιλοσοφική παράδοση. Διότι αυτό ακριβώς είναι η διαπόρευση που στρέφεται προς προδιατυπωμένες απόψεις, η εγκαίνιση μίας διαλεκτικής σχέσης με την φιλοσοφική παράδοση.

          Η ενασχόληση με την φιλοσοφική παράδοση γνωρίζουμε ότι αποτελεί επωφελή διαδικασία, καθότι δίδει την δυνατότητα της αντιπαραβολής των φιλοσοφικών αντιλήψεων και του γόνιμου συσχετισμού, μέσα από τον διάλογο. Όμως, η συνειδητή επιλογή της εισαγωγής σε φιλοσοφικό διάλογο την καθοριστική στιγμή της μετάβασης από την απορία στην διαπορητική διαδικασία, είναι μία σημαντική απόφαση, η οποία θα πρέπει να ερείδεται σε βάσιμη σκοπιμότητα. Διότι πρέπει να σκεφτούμε, ότι τη στιγμή που αποφασίζεται η στροφή προς τις προδιατυπωμένες απόψεις, συντελείται η πρώτη αποφασιστική κίνηση εκφυγής από τον εγκλεισμό στην απορία. Σε  αυτήν λοιπόν την πρώτη και καθοριστική απόπειρα εκφυγής, ως αναφανέντες πόροι προβάλλουν ετοιμοπαράδοτες λύσεις. Καταφυγή του απορούντος σε πεπατημένες ατραπούς, συνιστά την ενδεδειγμένη λύση για την ανάληψη του πρώτου απελευθερωτικού διαβήματος. Η ασφάλεια της διαπορευτικής οδού που έχει διανοίξει προγενέστερος διανοητής, έγκειται όχι στην ευκαταληξία της, αλλά στην διαβατότητά της, δηλαδή στο ότι ακριβώς αποτελεί μία υπαρκτή εκβατήρια ατραπό από την αιχμαλωσία της απορίας. Η διατυπωμένη φιλοσοφική άποψη επί ενός προβλήματος αποτελεί μία λύση του προβλήματος αυτού, μία πραγματωθείσα εκφυγή από την απορία και μία κατακτημένη άφιξη σε ευπορία. Ως εκ τούτου αποτελεί τον πιο πρόχειρο πόρο εις τον οποίον καταφεύγει πρωτίστως ο απορών.

          Στην περίπτωση του Αριστοτέλη τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ο Αριστοτέλης δεν καταφεύγει στην φιλοσοφική παράδοση προκειμένου να επωφεληθεί από την διαθεσιμότητα επιτυχών διαπορεύσεων. Αντιθέτως, η σκόπιμη στρέψη του ενδιαφέροντός του προς αυτές αποβλέπει στην κριτική αναθεώρησή των, στον έλεγχο και την αποδόμησή των, δια της ανάδειξης της ανεπάρκειάς των. Όχι απλώς δεν εφησυχάζει στην ύπαρξη της πεπατημένης, αλλά αντιθέτως, αποσκοπεί στο να αποσκάψει την πεπατημένη προκειμένου να διανοιχθεί ο ορίζοντας της πρωτότυπης φιλοσοφικής έρευνας. Αυτός είναι άλλωστε ο φιλοσοφικός τρόπος[17].

          Είναι ασφαλώς δεδομένο, ότι ο Αριστοτέλης προβαίνει, όταν δεν έχουν υπάρξει προγενέστερες απόψεις, στην διατύπωση πρωτότυπων θεωριών και απόψεων για ένα πρόβλημα. Η διάθεσή του αυτή φτάνει σε κάποιες περιπτώσεις στην δημιουργία μίας καινούργιας επιστήμης. Αυτό ομολογεί ο  Αριστοτέλης στο Περί Σοφιστικών Ελέγχων, «ταύτης δέ τῆς πραγματείας οὐ τό μέν ἦν τό δ’ οὐκ ἦν προεξειργασμένον, ἀλλ’ οὐδέν παντελῶς ὐπῆρχεν»[18] καθώς και παρακάτω «… περί δέ τοῦ συλλογίζεσθαι παντελῶς οὐδέν εἴχομεν πρότερον λέγειν»[19], αλλά αναφαίνεται και σε άλλα σημεία[20], η διάθεσή του να αντιτίθεται προς υπάρχουσες απόψεις και να προβαίνει στην διατύπωση πρωτότυπων θεωριών. Πάντως, αυτό γίνεται εφόσον έχει παρατηρηθεί η ανυπαρξία προγενέστερων απόψεων επί του θέματος, διαφορετικά η άμεση στρέψη του ενδιαφέροντος είναι προς τις υπάρχουσες απόψεις. Είναι πραγματικά άξια παρατήρησης, η προσοχή που επιδεικνύει ο Αριστοτέλης στις απόψεις των άλλων διανοητών, η οποία εκφράζεται συχνά με λεπτομερή αναφορά και σχολιασμό στο προοίμιο της δικής του φιλοσοφικής προσέγγισης. Αυτή η προσηλωμένη ενασχόληση με τις απόψεις των προγενέστερων και συγχρόνων του διανοητών, παρά το ότι συχνά παίρνει τη μορφή αυστηρής και ακόμη υποτιμητικής κριτικής και αποδόμησης, αποτελεί πρωτίστως μία συμβολική αλλά και ουσιαστική απόδοση σεβασμού και αναγνώρισης στην υπάρχουσα φιλοσοφική παράδοση. Ταυτόχρονα δημιουργική αξιοποίησή της υπέρ της προόδου της φιλοσοφικής σκέψης.

          Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η κατανόηση του λόγου ή των λόγων για τους οποίους ο Αριστοτέλης στρέφεται με τόσο ενδιαφέρον στις απόψεις των προγενεστέρων και μάλιστα προτείνει, όχι τις ίδιες τις απόψεις των άλλων, αλλά την στρέψη και την ενασχόληση μ’ αυτές, ως ενδεδειγμένο μέσο εκφυγής από την κατάσταση της απορίας, παρότι ταυτόχρονα προβαίνει σε δριμεία  κριτική των. Ανασκοπώντας το περιεχόμενο του χωρίου  ΜτΦ Β΄ 995 a 29 μπορούμε να διακρίνουμε, όπως είδαμε, τρεις λόγους για την χρησιμότητα αλλά και την αναγκαιότητα του διαπορείν. Η διαπόρευση αποτελεί την εξιχνίαση του δεσμού που ακινητοποιεί τον απορούντα: «λύειν δ’ οὐκ ἔστιν ἀγνοοῦντας τόν δεσμόν, ἀλλ’ ἡ τῆς διανοίας ἀπορία δηλοῖ τοῦτο περί τοῦ πράγματος». Η διαπόρευση αποτελεί την εξερεύνηση του πεδίου για την εύρεση των πόρων δια των οποίων θα εκφύγει ο απορών: «τούς ζητοῦντας ἄνευ τοῦ διαπορῆσαι πρῶτον ὁμοίους εἶναι τοῖς ποῖ δεῖ βαδίζειν ἀγνοοῦσι». Η διαπόρευση αποτελεί διαδικασία οικείωσης με απόψεις άλλων περί ενός θέματος, η οποία καθιστά ικανό τον απορούντα να κρίνει και να επιλέξει ανάμεσα σε αντικρουόμενες απόψεις: «βέλτιον ἀνάγκη ἔχειν πρός τό κρῖναι τόν ὥσπερ ἀντιδίκων καί τῶν ἀμφισβητούντων λόγων ἀκηκοότα πάντων».

          Είναι λογικό να σκεφτούμε ότι η στρέψη του διαπορείν προς την φιλοσοφική παράδοση εξυπηρετεί την τριπλή αυτή λειτουργία του διαπορείν. Η τρίτη  λειτουργία της οικείωσης του απορούντος με τις αντικρουόμενες απόψεις είναι φανερό ότι υπηρετείται από το στρεφόμενο προς τη φιλοσοφική παράδοση διαπορείν. Η δεύτερη λειτουργία της εξερεύνησης του πεδίου με σκοπό την εύρεση βατής ατραπού, μπορεί επίσης να εξυπηρετείται από την στρέψη στην φιλοσοφική παράδοση, αν ιδωθεί η παράδοση ως το σύνολο διαθεσίμων ατραπών, πόρων, που πρέπει ο απορών να εξετάσει για να επιλέξει και να απορρίψει.

Το πρόβλημα υπάρχει στην πρώτη λειτουργία του διαπορείν, δηλαδή στην διαδικασία της εξιχνίασης της φύσης του δεσμού που δεσμεύει τον απορούντα. Διότι αυτή η διαδικασία της εξιχνίασης του δεσμού είναι μία διαδικασία η οποία ανήκει αποκλειστικά στον δεδεμένο. Ο δεσμός δεσμεύει τον δεδεμένο, διότι ο δεσμός αποτελεί την ίδια τη δική του αδυναμία να προχωρήσει «εἰς τό πρόσθεν», τη δική του απορία. Η απορία είναι του απορούντος, απολύτως εξατομικευμένη. Αυτό σημαίνει ότι η στρέψη προς τη φιλοσοφική παράδοση και η αποδοχή έτοιμων λύσεων είναι αμφίβολο αν ανταποκρίνεται στην ιδιαιτερότητα της δικής του απορίας, στην ιδιαιτερότητα του δεσμού που τον ακινητοποιεί. Διαφορετικά, αν οι κατορθωμένες από άλλους ευκατάληκτες διαπορεύσεις, που καταχωρούνται ιστορικά ως φιλοσοφικές θεωρίες, απαντούν στην εξατομικευμένη απορία του δεδεμένου, τότε πρέπει να δεχτούμε ότι η απορία είναι μία αντικειμενική κατάσταση η οποία δεν συνδέεται αναπόσπαστα με την ιδιοσυγκρασία, το γνωστικό υπόβαθρο, την εμπειρία, την ερευνητική δεινότητα και την φιλοσοφική ικανότητα του απορούντος. Διότι, αφού οι απαντήσεις στις απορίες είναι δεδομένες, αυτές που έχουν καταχωρηθεί στην φιλοσοφική παράδοση, τότε και οι απορίες είναι δεδομένες. Άρα είναι επίσης δεδομένο και το ότι ο ερευνητής θα υποπέσει σε δεδομένη στιγμή σε απορία, όταν προσεγγίζει θέμα το οποίο ενέχει απορία. Υπ’ αυτήν την έννοια διατίθενται οι έτοιμες απαντήσεις ως ενδεδειγμένος τρόπος εκφυγής από δεδομένες απορίες.

Εδώ οφείλουμε να εντείνουμε την προσοχή μας. Διότι αν φέρουμε στη μνήμη μας χωρία που εντοπίζουν την απορία σε συγκεκριμένα θέματα[21] και που επιπρόσθετα αναγνωρίζουν ότι παραδοσιακά οι ερευνητές παγιδεύονται σε αυτές, όπως πχ στην απορία «τό πάλαι τε καί νῦν καί ἀεί ζητούμενον καί ἀεί ἀπορούμενον τί τό ὄν»,[22] θα τείνουμε να αποδεχτούμε ότι ο Αριστοτέλης δεν αποδέχεται την υποκειμενική διάσταση της απορίας. Διότι και η αβίαστη παράθεση ενός συγκεκριμένου αριθμού αποριών, με αποκρυσταλλωμένη διατύπωση στην εισαγωγή των Μετά τα Φυσικά, δίνει την αίσθηση ότι οι απορίες είναι δεδομένες, εγνωσμένες, κοινές και αντικειμενικές. Η αίσθηση όμως αυτή ενέχει μία σοβαρή παρανόηση.

 Ο Αριστοτέλης πιστεύει, όντως, ότι υπάρχει μια σειρά από γενικά θέματα, όπως η φύση της ουσίας, η φύση των αριθμών, τα οποία ενέχουν απορία, αποτελούν δηλαδή μια πηγή διαρκούς προβληματισμού και έρευνας. Ως προς αυτό, παρατηρείται η συναίνεση των περισσότερων φιλοσόφων. Επίσης, η αποκρυσταλλωμένη και κωδικοποιημένη διατύπωση των αποριών αυτών στο προοίμιο των Μετά τα Φυσικά, η οποία ασφαλώς προξενεί αμηχανία και έκπληξη, αφενός αποτελεί το προϊόν πολύχρονης επεξεργασίας και κατατριβής με τα εν λόγω θέματα, που ικανώνει τον φιλόσοφο να επιτυγχάνει αυτήν την αποτελεσματική σαφήνεια και διαύγεια, και αφετέρου εξυπηρετεί δομικές ανάγκες του έργου η καταστατική πρόταξή των στην εισαγωγή. Επίσης, παρά το ότι οι διατυπώσεις των αποριών παρουσιάζουν τις απορίες να είναι καθολικές, κοινές και αντικειμενικές, εντούτοις αυτό οφείλεται στην Αριστοτελική ερωτητική δεινότητα, η οποία κατορθώνει να εμφανίζει μία ατομική απορία ως καθολικό και κοινό φιλοσοφικό πρόβλημα. Διότι, παρά το ότι οι απορίες αυτές φαίνονται να είναι κοινές και αντικειμενικές απορίες, αίσθηση που ενισχύεται από την παγείωση που επιφέρει η αρχαιότητά τους και η χρόνια ενασχόληση της φιλοσοφικής παράδοσης με αυτές, στην πραγματικότητα, όμως, αποτελούν ατομικές αριστοτελικές απορίες, εκφρασμένες σε αριστοτελική γλώσσα. Ο Αριστοτέλης, όπως και κάθε φιλόσοφος, προσπαθεί να αποδώσει στον προβληματισμό του, αλλά και στις απορίες που τον εγείρουν καθολική διάσταση. Όμως, πέραν αυτού, ο Αριστοτέλης δεν αρνείται την υποκειμενική διάσταση της απορίας και ιδιαιτέρως δεν αρνείται το γεγονός ότι η εκφυγή από την κατάσταση της απορίας, η οποία προϋποθέτει την εξιχνίαση του δεσμού, μπορεί να συντελεστεί μόνο από το απορούν υποκείμενο, πρωτίστως διότι αφορά και αποτελεί την δική του απορία και το δικό του δεσμό.

Συνεπώς, η στρέψη του διαπορείν προς τη φιλοσοφική παράδοση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ο ενδεδειγμένος τρόπος εξιχνίασης του δεσμού και εκφυγής από την απορία του απορούντος υποκειμένου. Αυτό αποτελεί μία αναγκαστική παραδοχή η οποία γίνεται προκειμένου να διαφυλαχτεί η υποκειμενική διάσταση της απορίας και να αποφευχθεί η ακατάσχετη διαδικασία καθολικοποίησης και αντικειμενικοποίησής της. Με αυτόν μόνο τον τρόπο, μπορεί η απορία να διαφυλάξει, όχι απλά την υποκειμενική της διάσταση, αλλά τη δυνατότητά της να γεννάται ελεύθερα και αυθόρμητα σε υποκείμενα. Η αποδοχή, ότι η απορία είναι καθολική και αντικειμενική, συνυπονοεί ότι η απορία είναι δεδομένη και εγνωσμένη, κι ως εκ τούτου αφαιρείται ή υποσκελίζεται η δυνατότητα της απορίας να γεννάται ελεύθερα και αυθόρμητα σε υποκείμενα. Κάτι τέτοιο, πιστεύουμε ότι αντιβαίνει στην αριστοτελική αντίληψη της απορίας, αλλά αντιβαίνει πρωτίστως στην ίδια την έννοια της απορίας. Η απορία είναι αμηχανία, «δεσμός», αδυναμία κίνησης «εἰς τό πρόσθεν» και όχι δεδομένο, καθολικής αποδοχής και συνακόλουθα σταθερής μορφής και διατύπωσης, «πρόβλημα». Η υποκειμενική διάσταση της απορίας συνίσταται ακριβώς στην δυνατότητά της να καταλαμβάνει, να εκπλήττει, να επιφέρει αμηχανία, αίφνης, απροσδόκητα και ανύποπτα στο απορούν υποκείμενο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ο Αριστοτέλης συνδέει την έννοια της απορίας με την έννοια του θαυμασμού[23], τονίζοντας την αυθορμησία της εκδήλωσης της απορίας, η οποία αντικρούει την ιδέα της παγείωσης, καθολικοποίησης και αντικειμενικοποίησης της απορίας.

Ως εκ τούτου, οφείλουμε να πούμε ότι η τρίτη προαναγγελμένη λειτουργία του διαπορείν, αυτή της εξιχνίασης του δεσμού, δεν φαίνεται να υπηρετείται από τη στρέψη στην φιλοσοφική παράδοση. Η εξιχνίαση του δεσμού, ουσιαστικά αποτελεί την καθοριστική μεταβατική φάση, κατά την οποία ο απορών προσεγγίζει γνωριστικά, ψηλαφεί για να εννοήσει, την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει. Είναι η φάση, που αποκτά τη γνώση του δεσμού που τον δεσμεύει, την γνώση της κατάστασής του. Η γνώση αυτή έχει αυτογνωστικό και βιωματικό χαρακτήρα, και σ’ αυτήν τη διατύπωση συμπυκνώνεται ο λόγος που η στροφή στην φιλοσοφική παράδοση δεν μπορεί να συνεισφέρει. Η γνώση του δεσμού έχει αυτογνωστικό χαρακτήρα διότι είναι η γνώση του απορούντος για την ίδια την απορία του κι ως εκ τούτου μπορεί να αποκτηθεί και έχει αξία μόνο για τον ίδιο τον απορούντα.

          Αν παρακολουθήσουμε τον τρόπο με τον οποίο αναφέρεται ο Αριστοτέλης στους προγενεστέρους στοχαστές, θα δούμε ότι, στην πράξη, η διαπόρευση, στην περίπτωση του Β΄ κεφαλαίου  των Μετά τα Φυσικά, λαμβάνει τη μορφή αυστηρής κριτικής και  αναθεώρησης της φιλοσοφικής παράδοσης. Η συνειδητοποίηση αυτή, όπως είπαμε, μας προβληματίζει, διότι η παραπομπή της αυτογνωστικής μέριμνας για την εξιχνίαση της απορίας σε εξωτερικές γνωστικές περιοχές, όπως η φιλοσοφική παράδοση, μιγνύει το ακραιφνές του υποκειμενικού χαρακτήρα της απορίας. Μοιάζει σαν να ωθεί ο Αριστοτέλης στην μετατροπή μίας ενδοσκοπικής αυτογνωστικής και βιωματικής διαδικασίας σε μία εξωστρεφή, περιπλανητική αναζήτηση. Παρόλα ταύτα, η κριτική και αναθεωρητική προσέγγιση της φιλοσοφικής παράδοσης αποτελεί βασική διάσταση της διαπορητικής διαδικασίας.

          Το πρώτο σημαντικό στοιχείο είναι τούτο, ότι δηλαδή η επισκόπηση των προγενέστερων θεωριών και απόψεων δεν είναι μία επιλεκτική μνημόνευση μειζόνων μόνο διανοητών. Αντιθέτως, αποτελεί μία σχολαστική και πλήρη αναφορά η οποία φαίνεται να ακολουθεί και την χρονολογική διαδοχή των διανοητών αυτών, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος της. Οι αναφορές του καλύπτουν όλη την ιστορική παράδοση της εποχής, αρχίζοντας από την «προφιλοσοφική εποχή» των θεολόγων στοχαστών ως την ενδελεχή και εκτεταμμένη κριτική του Πλάτωνος και των Σοφιστών, γεγονός που επικυρώνει στην πράξη την ομολογημένη αναγνώριση και σημασία που απέδιδε ο Αριστοτέλης στην συνέχεια της φιλοσοφικής σκέψης αλλά και στην συνδρομή πρώιμων μορφών σκέψης στην φιλοσοφική πρόοδο: «…Ἀλλ’ ἕκαστον λέγειν τι περί τῆς φύσεως, καί καθ’ ἕνα μέν ἤ μηθέν ἤ μικρόν ἐπιβάλλειν αὐτῇ, ἐκ πάντων δέ συναθροιζομένων γίγνεσθαι τι μέγεθος»[24]. Παρατηρούμε μάλιστα ότι η αναγνώριση που αποδίδει στους προηγούμενους στοχαστές δεν έχει τη μορφή της εθιμοτυπικής απότισης σεβασμού, αλλά αντιθέτως έχει το νόημα της αναγνώρισης της ουσιαστικής συμβολής των στην συνέχεια της φιλοσοφικής προόδου, και μάλιστα με την έννοια ότι δι’ αυτών προέλασε η φιλοσοφία προς την εξέλιξή της. Η σημασία της ύπαρξης άλλων φιλοσοφικών θεωριών αναφορικά με την εξέλιξη της φιλοσοφίας είναι τέτοια ώστε επιτρέπει στον Αριστοτέλη να περιγράφει μία γενεσιουργική σχέση προγενέστερων-μεταγενέστερων διανοητών: «παρά μέν γάρ ἐνίων παρειλήφαμέν τινας δόξας, οἱ δέ τοῦ γενέσθαι τούτους αἴτιοι γεγόνασιν»[25]. Γενεσιουργική σχέση εννοούμε την σχέση που προϋποθέτει την προΰπαρξη προγενεστέρων διανοητών ως αναγκαστικό όρο για την έλευση μεταγενεστέρων. Αυτή η σχέση δημιουργεί τη συνέχεια, όχι με την έννοια της απλής συνέχισης, δηλαδή της διαδοχής και της φυσικής ακολουθίας. Ομιλούμε για τη συν-έχεια της φιλοσοφίας την συν-κτησία της από τους φιλοσόφους. Η συν-έχεια αυτή, η συν-κτησία, παρέχει στη φιλοσοφία τη δυνατότητα της εσωτερικής της συνοχής. Η φιλοσοφία συνέρχεται σε σώμα δια των ιστορικά εκφρασμένων συνδρομών των φιλοσόφων, αυτή είναι η συνδρομητικά παρεχόμενη συνοχή της. Η συν-έχεια της φιλοσοφίας δίδει την συνοχή  της φιλοσοφίας

  Ακριβώς πριν ο Αριστοτέλης προβεί στην ρητή διατύπωση της γενεσιουργού σχέσης προγενεστέρων μεταγενεστέρων διανοητών έχει κάνει έναν παραλληλισμό της συνέχειας στη φιλοσοφία με την συνέχεια στη μουσική, προκειμένου να εντείνει, δια της οικειότητας του παραδείγματος, την έννοια της συνέχειας: «εἰ μέν γάρ Τιμόθεος[26] μή ἐγένετο, πολλήν ἄν μελοποιίαν οὔκ εἴχομεν· εἰ δέ μή Φρῦνις, Τιμόθεος οὐκ ἄν ἐγένετο. τόν αὐτόν δέ τρόπον καί ἐπί τῶν περί τῆς ἀληθείας ἀποφηναμένων»[27]. Από το παράδειγμα αυτό, προκύπτει επίσης, ότι η παρουσία και η συνδρομή του προγενέστερου καθιστά την πρόοδο εφικτή ως αναγκαστικός όρος. Αυτό, που οφείλουμε να προσέξουμε είναι η επόμενη άποψη, ότι ιδιαίτερη σημασία για τη συνέχεια της φιλοσοφικής σκέψης δεν έχουν μόνο οι σημαντικές και κύριες απόψεις αλλά και οι «ἐπιπολαιότερες», στις οποίες πρέπει επίσης να αποδίδεται η προσήκουσα αναγνώριση, διότι «τήν γάρ ἕξιν προήσκησαν ἡμῶν»[28]. Αυτές οι απόψεις αποτέλεσαν την προάσκηση της φιλοσοφικής σκέψης, τους πρώτους πειραματισμούς οι οποίοι οδήγησαν τη σκέψη σε ωριμότητα. Γράφει ο Ασκληπιός ερμηνεύοντας το χωρίο: «…εὑρεταί γεγόνασι τῆς ἀρχής, τήν γάρ ἕξιν , ὡς φησίν αὐτός, προήσκησαν ἡμῶν. τήν γάρ ἕξιν, τουτέστι τήν δύναμιν ἡμῶν, ἥτινι δυνάμει τῆς ψυχῆς τά τοιαῦτα ζητεῖν δυνάμεθα (αὕτη δέ ἐστιν ἡ κατά τόν νοῦν), ταύτην προήσκησαν θήξαντες πῶς και κινήσαντες ταῖς ζητήσεσιν ἅς ἐποιήσαντο, καί ἐπιστήσαντες εἰς τό καί αὐτούς ζητεῖν περί τούτων καί εἰς ἔννοιαν ἀγαγόντες ὡς ἔστιν οἰκεία ἡμῖν ἡ περί ὧν ἐπραγματεύσαντο θεωρία»[29]. Οι στοχαστές που δεν κατόρθωσαν να εμβαθύνουν επαρκώς στα φιλοσοφικά ζητήματα, και που είναι μάλλον οι προγενέστεροι των άλλων, ήταν αυτοί που εγκαινίασαν την έρευνα, κάτι που αποτελεί εύρεση και επίτευγμα. Ουσιαστικά η σημασία της συμβολής των έγκειται στο ότι αυτοί βρήκαν την οδό της φιλοσοφικής έρευνας, επί της οποίας πορευόμενοι οι μεταγενέστεροι, κατόρθωσαν τις μεγάλες φιλοσοφικές ανακαλύψεις. «Ὁδηγεῖ γάρ τά προηπορημένα τούς ἀπορήσαντας πρός τάς ζητήσεις ποιεῖσθαι τόν λόγον»[30].

Η προοιμιακή αυτή απότιση σεβασμού και αναγνώρισης στη συμβολή των προγενεστέρων λήγει κάπου εδώ, για να ξεκινήσει η διαδικασία της ενδελεχούς κριτικής, η οποία συνίσταται, εν ολίγοις, στην ανάδειξη των αδυναμιών των θεωριών των προγενεστέρων. Εδώ είναι το κύριο και μακροσκελέστατο μέρος της διαπορητικής διαδικασίας στην οποία μας εισάγει ο Αριστοτέλης.

Ειδικότερα, λοιπόν, η κριτική που ασκεί ο Αριστοτέλης στους προγενέστερους διανοητές έχει ως εξής: Στους πιο παλιούς χρονολογικά διανοητές, τον Ησίοδο και αυτούς που αποκαλεί «θεολόγους»[31], αποδίδει «ὀλιγωρία»[32], δηλαδή παραμέληση και αδιαφορία αναφορικά με το αν οι εξηγήσεις που υιοθέτησαν για τα διάφορα θέματα μπορούσαν να είναι πειστικές και επαρκείς για άλλους και ιδιαίτερα τους μεταγενέστερους στοχαστές. Η ολιγωρία τους αυτή συνίσταται στην ανεύθυνη και ασυλλόγιστη προσφυγή σε εύκολες απαντήσεις, όπως η απόδοση των πρώτων αιτίων και αρχών σε υπερβατικούς παράγοντες, δηλαδή σε εξηγήσεις που ικανοποιούσαν πιθανώς τους εμπνευστές των, αλλά αδυνατούσαν να αποτελέσουν επαρκείς εξηγήσεις για τους επιγενομένους.[33] Αναφερόμενος στον Ησίοδο, τον Εμπεδοκλή, τον Αναξαγόρα, τον Λεύκιππο και το Δημόκριτο, λέει ότι οι προσπάθειές τους να προσδιορίσουν τις δυο αιτίες, την ύλη και την αρχή της κίνησης, χαρακτηρίζονται από αοριστία και σκοτεινότητα. Τους παρομοιάζει, μάλιστα, με τους αγύμναστους στις μάχες, οι οποίοι εξορμούν από όλες τις πλευρές και δίνουν πολλές φορές γερά χτυπήματα, χωρίς όμως να ξέρουν στην ουσία τη δουλειά τους. «Ἀλλ’ οὔτε ἐκεῖνοι ἀπό ἐπιστήμης οὔτε οὗτοι ἐοίκασιν εἰδέναι ὅτι λέγουσιν. Σχεδόν γάρ οὐθέν χρώμενοι φαίνονται τούτοις ἀλλ’ ἤ κατά μικρόν»[34]. Ειδικότερα στον Αναξαγόρα καταλογίζει αυθαιρεσία και καταχρηστικότητα, επειδή κάθε φορά που δεν μπορεί να βρει την αιτία μιας αναγκαιότητας και προκύπτει ένα κενό ή μία σοβαρή δυσκολία στην εξήγηση των προβλημάτων, παρουσιάζει, σαν από μηχανής θεό[35], το «Νοῦ», την έννοια που υποτίθεται ότι εξηγεί με επάρκεια κάθε πρόβλημα που προκύπτει. Ταυτόχρονα του καταλογίζει έλλειψη σαφήνειας και συστηματικότητας στις απόψεις του.[36] Για τον Εμπεδοκλή διαπιστώνει ασυνέπεια με το ίδιο το σύστημά του. Ο Εμπεδοκλής διατυπώνει απόψεις και εξηγήσεις που δεν συνάδουν προς τις βασικές αρχές του φιλοσοφικού του συστήματος[37]. Αναφερόμενος στους Πυθαγόρειους (στον Πυθαγόρα και τον Αλκμαίωνα τον Κροτωνιάτη), τους επικρίνει καταρχήν για την πλήρη «αριθμοποίηση και αριθμητική ανάγνωση της πραγματικότητας»[38]. Ταυτόχρονα επισημαίνει ότι, αν κάπου, στην προσπάθειά τους να συγκροτήσουν τη θεωρία τους, διεπίστωναν κάποιο κενό, προέβαιναν γρήγορα στις αναγκαίες προσθήκες για να εξασφαλίσουν αλληλουχία στη θεωρία τους[39]. Έτσι το σύστημά τους δεν παρουσιάζει κάποια ξεκάθαρη διάρθρωση. Επίσης στις απόπειρές τους να μιλήσουν για την ουσία και το «τί έστι» διατύπωσαν ορισμούς με μεγάλη απλοϊκότητα[40]. Η κριτική του είναι ακόμα δριμύτερη για τους Ελεάτες. «Οὗτοι μέν οὖν, καθάπερ εἴπομεν, ἀφετέοι πρός τήν νῦν ζήτησιν, οἱ μέν δύο καί πάμπαν ὡς ὄντες μικρόν ἀγροικότεροι, Ξενοφάνης καί Μέλισσος· Παρμενίδης δέ μᾶλλον βλέπων ἔοικέ που λέγειν»[41].

Γενικά αναφερόμενος σε όλους τους προγενέστερους διανοητές, διαπιστώνει: «Ὅμως δέ τοσοῦτον γ’ ἔχομεν ἐξ αὐτῶν, ὅτι τῶν λεγόντων περί ἀρχῆς καί αἰτίας οὐθείς ἔξω τῶν ἐν τοῖς περί φύσεως ἡμῖν διωρισμένων εἴρηκεν, ἀλλά πάντες ἀμυδρῶς μέν ἐκείνων δέ πως φαίνονται θιγγάνοντες»[42]. Η φιλοσοφία γενικά των πρώτων χρόνων  χαρακτηρίζεται από ανωριμότητα και απειρία: «ψελλιζόμενη γάρ ἔοικεν ἡ πρώτη φιλοσοφία περί πάντων, ἅτε νέα τε καί κατ’ ἀρχάς οὖσα (καί τό πρῶτον)»[43]. Επίσης, μία πολύ σοβαρή έλλειψη των παλαιότερων στοχαστών ήταν η απειρία τους στη διαλεκτική[44], η οποία  μπορεί να εκληφθεί ως απειρία στην τέχνη των ερωταποκρίσεων.

Παρατηρώντας τον τρόπο με τον οποίο ο Αριστοτέλης αντιμετωπίζει την φιλοσοφική παράδοση, είτε στο συγκεκριμένο παράδειγμα, είτε και σε άλλα σημεία, διαπιστώνουμε ότι, αν αυτή η κριτική θεωρηθεί ως υλοποιημένη διαπορητική διαδικασία, δεν μπορεί εύκολα να εκληφθεί ως μία πραγματική προσπάθεια ανεύρεσης πόρων εκφυγής από την κατάσταση της απορίας. Διότι, πρόκειται μάλλον για μία ολομέτωπη, αυστηρή κριτική των στοχαστών, η οποία αναγνωρίζει μεν την ορθότητα ή την διεισδυτικότητα κάποιας προσέγγισης, σπεύδει ωστόσο να επιδοθεί σε μία μάλλον προσχεδιασμένη αποδόμηση της προσέγγισης αυτής. Δηλαδή, η καταστατική ανάθεση της στρέψης του διαπορείν προς την φιλοσοφική παράδοση, που μας αναγγέλει το ΜτΦ Β΄ 995 b 3, για την αποκόμιση βοήθειας στον απορητικό περικλεισμό μας, μεταμορφώνεται σε μία ανήλεη και ολοκληρωτική κριτική και αποδόμηση της ίδιας της φιλοσοφικής παράδοσης.

  1. Ανασκόπηση

 

Ο καταστατικός προσδιορισμός του ρόλου του διαπορείν, όπως αναδείχθηκε, συνίσταται αφενός στην αυτογνωστική ψηλάφιση του δεσμού της απορίας, και αφετέρου στην εισαγωγική ιχνηλάτιση του πεδίου έρευνας ως μία πρώϊμη και προκαταρκτική μορφή μεθοδολογίας. Στην πρακτική υλοποίησή της, η θεωρητική αυτή σύλληψη του διαπορείν, με δεδομένη την υπόδειξη για ενασχόληση με την φιλοσοφική παράδοση, ως τρόπου υλοποίησης, υπόκειται μία καίρια αθέτηση και παρέκκλιση, υπό την έννοια ότι απωλλεί εν μέρει τον καταστατικά ανατεθειμένο ρόλο της. Θέλουμε να πούμε, ότι η στρέψη της διαπορητικής διαδικασίας προς την φιλοσοφική παράδοση δεν εξυπηρετεί την προσδιορισμένη λειτουργία του διαπορείν να είναι πρώτος γνωρισμός του δεσμού και αυτογνωστική ψηλάφιση της δεσμευτικής απορίας. Αντιθέτως, η εμπλοκή, ουσιαστικά, σε φιλοσοφικό διάλογο αποτελεί παρέκλιση από την εντεταλμένη λειτουργία του διαπορείν και διασκέδαση της στόχευσης.

Αντί όλων αυτών, το διαπορείν αποτελεί, κατά τον υποδεικνυόμενο τρόπο της παραπομπής στη παράδοση, την εύκολη απόσπαση της προσοχής από την ίδια τη φύση του ανεξιχνίαστου δεσμού, στις έτοιμες λύσεις που παρέχουν άλλοι διανοητές. Ουσιαστικά, η απόσπαση της προσοχής αποτελεί αποπροσανατολισμό από το ζητούμενο και αποφυγή της δυσκολίας. Διότι το ζητούμενο είναι η λύση του δεσμού και ο δεσμός ανήκει αποκλειστικά στον απορούντα, είναι η ίδια η απορία του. Η στρέψη της προσοχής προς τις δεδομένες λύσεις αναγνωρίζει αρμοδιότητα σε άλλους στοχαστές για την επίλυση του δεσμού που είναι του απορούντος. Μία καταχρηστική αναδρομή, της οποίας η κατάχρηση έγκειται ακριβώς στην υποτίμηση της ατομικής και προσωπικής διάστασης της απορίας. Οπότε, το διαπορείν στρεφόμενο προς τις έτοιμες λύσεις που παρέχει η παράδοση, εκχωρεί μία αποκλειστικά ατομική και προσωπική κατάσταση που είναι η απορία. Την κοινοποιεί και την δημεύει.

Ας μην εντείνουμε άλλο την καταχρηστική διάσταση της παραπομπής στην παράδοση, για να διαφυλάξουμε την σκοπιμότητα της αριστοτελικής υπόδειξης. Διότι, θα μπορούσαμε να δούμε, μέσα στην ίδια την πράξη της κοινοποίησης μίας προσωπικής κατάστασης, ένα αμιγώς φιλοσοφικό εγχείρημα. Η κοινοποίηση της απορίας, η εξαγωγή της από το ερμητικό θυλάκιο του ατομικού, αποτελεί την ίδια την καθολικοποίησή της, δηλαδή το μετασχηματισμό μίας προσωπικής, ενδόμυχης και αμυδρωμένης από προσωποπάγεια απορίας σε ένα αποδεκτό, καθολικό φιλοσοφικό ερώτημα. Μήπως είναι το ίδιο το εγχείρημα της εξαγωγής μίας ερμητικά και ενδόμυχα βιωμένης απορίας στο κοινό σκέπτεσθαι η πιο εποικοδομητική διάσταση του διαπορείν; Και η παραπομπή στην Παράδοση ο πιο ευχερής τρόπος υλοποίησης αυτού του εγχειρήματος;

Πιστεύουμε, ότι ο Αριστοτέλης, με το νηφάλιο στοχασμό του, δεν εντείνει τόσο το νόημα του διαπορείν, ούτε προς τη μία ούτε προς την άλλη κατεύθυνση. Η παράδοση είναι η πιο προσιτή καταφυγή του απορούντος. Ο απορών είναι ένας άνθρωπος που αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα. Τι πιο λογικό, τι πιο πρόχειρο από το να ανατρέξει κανείς, ευρισκόμενος στην κατάσταση της απορίας, στον τρόπο που κάποιοι άλλοι αντιμετώπισαν την ίδια ή παρόμοια κατάσταση. Το διαπορείν στρεφόμενο προς την παράδοση, παρέχει στον απορούντα την διάνοιξη του ορίζοντά του, υπό την έννοια ότι υποδεικνύει κάποιες σκοπιές θέασης της απορίας. Αυτό είναι το νόημα και η αξία των παραδεδομένων θεωριών και υποδείξεων. Επενεργεί, επίσης, θετικά και κατά τον τρόπο της ενθάρρυνσης, διότι δείχνει ότι η απορία δεν είναι μία αναπόδραστη κατάσταση. Ο απορών επεξεργάζεται με ενδιαφέρον τις παραδεδομένες θεωρίες και υποδείξεις. Δεν προσκολλάται σ’αυτές. Προσπαθεί να δει ποιές από αυτές εξυπηρετούν την εκφυγή του. Εισδύει τότε, κάπου ανάμεσα στην διαδικασία, η εγωιστική επιθυμία ο τρόπος της εκφυγής του να είναι δικό του επίτευγμα. Αυτή όλη η οικεία διαδικασία ονομάζεται από τον Αριστοτέλη διαπόρευση ή φάση του διαπορείν.

[1] Ο Brandis, Christian August, (Abhandlungen der Berlin Akademie der Wissenschaften, 1834, σελ 69), περιγράφει τη διαπορητική φάση του Β΄ βιβλίου των ΜτΦ, ως μία «αντινομική συζήτηση των κυρίων προβλημάτων της Πρώτης Φιλοσοφίας (“…diese antinomische Erörterung der Hauptprobleme der ersten Philosophie”). Ο Bonitz, Hermann, (Aristotelis Metaphysica, Commentarius. Bonn 1849, II, σελ 136) την θεωρεί ως μία «διαλεκτική προπαρασκευή» για την επιστήμη της Μεταφυσικής, (“…universo hoc libro non tam ipsius scientiae partem, quam dialecticam ipsius praeparationem contineri apparet”). Ο Jaeger, Werner,  (Aristoteles. Grundlegung einer Geschichte seiner Entwicklung. Berlin 1923 σελ 202, μετ. στα αγγλ. R. Robinson “Aristotle. Fundamentals of the history of hiw development, Oxford University Press, 1934, 1967, σελ 196), θεωρεί την διαπορητική φάση του Β΄ βιβλίου ως επεξεργασία των θεωρητικών προβλημάτων που ανακύπτουν από την Πλατωνική θεωρία, δηλαδή ως μία ανασκοπική εξέταση των απόψεων άλλων στοχαστών: «Αυτό που το βιβλίο Β΄ αναπτύσσει είναι απλώς και μόνον τα προβλήματα της Πλατωνικής θεωρίας, καθώς κατά την περίοδο των ΜτΦ, ο Αριστοτέλης εμφανίζεται ως βελτιωτής αυτής της θεωρίας… Όλα τα προβλήματα της αναζητούμενης επιστήμης ανακύπτουν από την κρίση στη θεωρία του Πλάτωνος και συνίστανται στην προσπάθεια αποκατάστασης της ιδέας της υπεραισθητής πραγματικότητας». Ο Ross, W. D., (Aristotle Metaphysics. I, σελ xv-xvi), χαρακτηρίζει τη διαπορητική φάση του Β΄ κεφαλαίου ως «πρόγραμμα» για την ανάπτυξη που ακολουθεί: «Η σημασία  του Β΄, ίσως έγκειται, στο ότι αυτό είναι ένα “πρόγραμμα”, το οποίο ο Αριστοτέλης διεκπεραίωσε στις τελευταίες διαλέξεις του. Μπορεί να ήταν ένα απλό προκαταρκτικό σχέδιο το οποίο ποτέ δεν ακολούθησε. Η΄ μπορεί να ήταν κάτι ανάμεσα στα δύο άκρα: μπορεί να εξέτασε μερικά από τα προβλήματα του Β΄ με σαφήνεια στη μορφή την οποία έχουν στο βιβλίο αυτό, άλλα τα εξέτασε σε νέα μορφή και ίσως σε νέες ομαδοποιήσεις, ενώ άλλα τα εγκατέλειψε ή δεν αισθάνθηκε ποτέ ικανός να επιλύσει. Αυτό μπορούμε να συνάγουμε ότι συνέβη, κρίνοντας σύμφωνα με ότι έχει σωθεί.». Την άποψη ότι η διαπορητική φάση του Β΄ κεφαλαίου αποτελεί ένα «πρόγραμμα», ή ένα «σχέδιο» το οποίο ακολουθείται στις επιμέρους αναλύσεις, την υιοθετούν και ορισμένοι άλλοι σχολιαστές, όπως ο Natorp, Paul, (Thema und Disposition der aristotelischen Metaphysik, Philos. Monatsh., xxiv, 1888, σελ. 39-40, 46, 558-571) και ο Paul Gohlke, (“Die Lehre von der Abstraktion bei Plato und Aristoteles”, Βερολίνο 1914,  σελ 63.)

[2] ΜτΦ Β΄ 995 b 4 ως 996 a 17.

[3] Ολόκληρο το κείμενο έχει το στόχο να αποσαφηνίσει τα θέματα εκ των οποίων γεννώνται οι απορίες.

[4] ΜτΦ Β΄ 997 a 33 :«τοῦτο γάρ ἀποδοῦναι παγχάλεπον», 998 a 20: «περί τε τούτων οὖν ἀπορία πολλή πῶς δεῖ θέμενον τυχεῖν τῆς ἀληθείας», 999 a 24 : «ἔστι δ’ ἐχομένη τε τούτων ἀπορία καί πασῶν χαλεπωτάτη καί ἀναγκαιοτάτη θεωρῆσαι», 1001 a 4 : «Πάντων δέ καί θεωρῆσαι χαλεπώτατον..», κ.α.

[5] ΜτΦ Β΄ 998 b 14-15, 1002 a 28, κ.α.

[6] ΜτΦ Β΄ 996 a 32, 997 b 1, 998 a 30 κ.ε., 1000 a 5 ως 1001 b 25.

[7] ΜτΦ Β΄ 996 a 20 κ.ε., 996 b 26 κ.ε., 997 b 20.

[8] Βλ. Mansion, Susanne, “Les Apories de la Metaphisique”, (Autour d’ Aristote, Recueil d’ études de Philosophie ancienne et médiévale, offert à monseigneur A. Mansion, Louvain), σελ. 141-179. H μελετητής προβαίνει σε μία χρήσιμη κωδικοποίηση των αποριών, την οποία ακολουθεί κριτική επεξεργασία προς την κατεύθυνση της διαύγασης και συγκεκριμενοποίησης των προβληματικών που ανοίγονται.

[9] Η πρώτη απορία «αν η μελέτη των αιτίων ανήκει στην δικαιοδοσία μίας ή περισσοτέρων επιστημών;» απαντάται στο κεφ. IV ,1003 a 21 ως 1003 a 32. Η δεύτερη απορία «αν η ίδια επιστήμη θα έπρεπε να μελετάει τις αρχές;» απαντάται στο κεφ. IV 1005 a 18 ως 1005 b 35. Η τρίτη απορία «αν υπάρχει μία επιστήμη όλων των ουσιών ή περισσότερες από μία, και αν είναι περισσότερες, αν είναι συγγενείς;», απαντάται στο IV 1003 b 35 ως 1004 a 9 και στο VI 1025 b 3 κ.ε. Η τέταρτη απορία «πόσα είδη αισθητών ουσιών υπάρχουν;» απαντάται στο XII κεφ. 1071 b 4 ως 1074 b 14, καθώς και στα κεφάλαια XIII 1076 a 8 κ.ε. και XIV 1087 a 29 κ.ε. Η πέμπτη απορία «αν η φιλοσοφική μελέτη πρέπει να στραφεί μόνο προς τις ουσίες ή και “περί τα συμβεβηκότα καθ’ αυτά ταις ουσίαις”, και τότε εις τίνος την αρμοδιότητα εμπίπτει η μελέτη του “ταυτού και ετέρου καί ομοίου καί ανομοίου, και εναντιότητος, και περί προτέρου και υστέρου” και όλων των συναφών θεμάτων;», απαντάται στο κεφ. IV 1003 b 33 ως 1005 a 20. Η έκτη απορία «αν οι πρώτες αρχές και τα στοιχεία των όντων είναι γενικές  κατηγορίες εις τις οποίες υπαγονται ή τα προυπάρχοντα κομμάτια στα οποία διαιρούνται; Και αν είναι κατηγορίες τί είδους;» απαντάται στο κεφάλαιο VII στα εδάφια 1034 b 20 ως 1036 a 26 καθώς και 1037 b 9 ως 1039 a 23. Η έβδομη απορία «αν υπάρχει άλλη αιτία εκτός από το υλικό αίτιο και τί λογής είναι αυτό;» απαντάται στα χωρία 1033 a 24 ως 1034 a 9, 1038 b 1 ως 1039 b 19, 1071 b 4 ως 1076 a 5 και 1086 b 14 ως 1087 a 25. Η όγδοη απορία  «αν οι πρώτες αρχές είναι περιορισμένες σε αριθμό και είδος;» απαντάται στα χωρία 1070 a 32 ως 1071 b 3 καθώς και 1086 b 14  ως 1087 a 25. Η ένατη απορία «αν τα φθαρτά και τα άφθαρτα όντα έχουν τις ίδιες αρχές;» απαντάται στους στίχους 1032 a 13  ως 1036 a 26 καθώς και στους στίχους 1069 a 18 ως 1073 a 14. Η δέκατη απορία αν «η ενότης και το ον κατηγορούμενα ή ουσίες;» απαντάται στα χωρία 1040 b 16-25 και 1053 b 9 ως 1054 a 19. Η ενδέκατη απορία «αν οι πρώτες αρχές είναι καθόλου ή καθέκαστα των πραγμάτων;» απαντάται στα χωρία 1038b 1 ως 1040 b 5  καθώς και 1086 b 14 ως 1087 a 25. Η δωδέκατη απορία «αν οι πρώτες αρχές είναι δυνάμει ή ενεργεία;» απαντάται στα χωρία 1045 b 28-1051 a 34 καθώς και στα χωρία 1071 b 4 ως 1073 a 14. Η δέκατη τρίτη απορία «αν τα μαθηματικά αντικείμενα είναι ουσίες;» απαντάται στους στίχους 1076 a 8 ως 1078 b 7, 1080 a 13 ως 1986 b 14, 1087 a 29 ως 1091 a 22 και 1092 a 9 ως το τέλος των ΜτΦ. Πρβλ. H. Tredennick, Aristotle: The Metaphysics, εκδ. LOEB Classical Library, σελ. 98-103.

[10] Βλ. Aubenque, Pierre, “Sur la Νotion Aristotelicienne d´ Αporie”, στο “Aristote et Les Problemes de Methode”, του Symposium Aristotelicum ΙΙ, 1961, Louvain, σελ 10.

[11]  Αν. Υστ. Β΄ 90 a 36-8.

[12]  Αν. Υστ. Β΄ 90 b 5.

[13]  Αν. Υστ. Β΄ 90 b 34.

[14]  Αν. Υστ. Β΄ 91 a 12.

[15] Αν. Υστ. Β΄ 93 a 1.

[16] Αsclepii in Metaphysicorum B 1, σελ 138 27 κ.ε.: «Ἐπειδή ἐξέθεντο καί οἱ παλαιότεροι ἀπορίας κατά τῆς πρώτης φιλοσοφίας ἀλλ’ οὐ πάσας. Δεῖ οὖν ἡμᾶς ἐκθέσθαι καί τάς ὑπ’ ἐκείνων μή τεθείσας».

[17] Για να μην υπάρξει περιθώριο παρανόησης, δεν ισχυριζόμαστε ότι οποιαδήποτε αναφορά στην Παράδοση αποσκοπεί στην αποδόμηση και την απαξίωση. Αντιθέτως, η παράδοση αποτελεί για τον Αριστοτέλη μία πολύτιμη παρακαταθήκη κατακτημένης γνώσης, προς την οποία αποδίδει τον ανάλογο σεβασμό. Όμως, επειδή πρόθεσή του είναι να προαγάγει την φιλοσοφική έρευνα πέραν του κεκτημένου, το εγχείρημα της προόδου εμπεριέχει δύο προαπαιτούμενα στάδια, την υπέρβαση του κεκτημένου και την διάνοιξη του ορίζοντα.

[18] Σοφ. Ελ. 183 b 34.

[19] Σοφ. Ελ. 184 b 2.

[20]  Πχ στην συζήτηση επί της φύσης και του αριθμού των αρχών, Φυσ. Ακρ. Α΄ 185 a 5 κ.ε. Το ίδιο στην αρχή του Περί Ψυχής, 403 b 20: «Ἐπισκοποῦντας δέ περί ψυχῆς ἀναγκαῖον, ἅμα διαποροῦντας περί ὧν εὐπορεῖν δεῖ προελθόντας, τάς τῶν προτέρων δόξας συμπαραλαμβάνειν ὅσοι τι περί αὐτῆς ἀπεφήναντο, ὅπως τά μέν καλῶς εἰρημένα λάβωμεν, εἰ δέ τι μή καλῶς, τοῦτ’ εὐλαβηθῶμεν».  Επίσης, στο Φυσ. Ακρ. Δ΄ 208 a 32-35: «ἔχει δέ πολλάς ἀπορίας τί ποτ’ ἐστιν ὁ τόπος· οὐ γάρ ταὐτόν φαίνεται θεωροῦσιν ἐξ ἁπάντων τῶν ὑπαρχόντων. ἔτι δ’ οὐδ’ ἔχομεν οὐδέν παρά τῶν ἄλλων οὔτε προηπορημένον οὔτε προηυπορημένον περί αὐτοῦ

[21] ΜτΦ Β΄ 999 a 24 : «ἔστι δ’ ἐχομένη τε τούτων ἀπορία καί πασῶν χαλεπωτάτη καί ἀναγκαιοτάτη θεωρῆσαι», ΜτΦ 1001 a 4: «Πάντων δέ καί θεωρῆσαι χαλεπώτατον..», κ.α.

[22] ΜτΦ Ζ΄ 1028 b 2-4.

[23] ΜτΦ Α΄ 982 b 17: «ὁ δ’ ἀπορῶν καί θαυμάζων οἴεται ἀγνοεῖν».

[24] ΜτΦ Α΄ Έλαττον  993 b 1-4.

[25] ΜτΦ Α΄ Έλαττον 993 b 18.

[26] Το παράδειγμα του Αριστοτέλη  είναι εύστοχο  διότι αναφέρεται σε δύο μουσικούς οι οποίοι, πέραν της σχέσης δασκάλου-μαθητή που είχαν (ο μεν Φρύνις υπήρξε δάσκαλος του Τιμόθεου), υπήρξαν και οι δύο τους καινοτόμοι και χαρακτηρίστηκαν από την αγάπη τους στην μουσική πρωτοπορία. Με αυτό τον τρόπο υποδηλώνει τη σημασία της παράδοσης ακόμη και για την εκδήλωση της πρωτοπορίας.

Συγκεκριμένα, και οι δύο μουσικοί επεχείρησαν να καινοτομήσουν, να προωθήσουν τη μουσική έκφραση, αλλά και οι δύο δοκίμασαν  την σκληρή αντίδραση του κοινού. Ο Φρύνις ο Μυτηλιναίος, υιός του Κάνωπος, σπούδασε την αυλητική κοντά στον Αριστοκλείδη, και επιδόθηκε στη συνέχεια στη κιθαριστική τέχνη. Προσέθεσε στις επτά χορδές της κιθάρας άλλες δύο, γεγονός που προκάλεσε την έντονη αντίδραση του έφορου Εκτρεπή, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση τις έκοψε με ψαλίδι, εκφωνώντας και την γνωστή ρήση «μή κακούργει τήν μουσικήν». Ο Αριστοφάνης όσο και άλλοι κωμικοί συγγραφείς έψεξαν δριμύτατα τους μουσικούς νεωτερισμούς του Φρύνιδος, με τη μομφή ότι εξεθήλυνε και διέφθειρε την πατροπαράδοτη μουσική.

Ακόμη πιο επαναστατικό και καινοτόμο εμφανίζουν τα κείμενα τον Τιμόθεο εκ Μιλήτου (451-357), το μαθητή του Φρύνιδος. Και αυτός προσπάθησε να προσθέσει στην επτάχορδη κιθάρα ακόμη τέσσερις χορδές, γεγονός που δυσαρέστησε τον Αρχέλαο και την Σπάρτη, στην οποία είχε μεταβεί, και έτσι τον υποχρέωσαν να τις αφαιρέσει. Στους μέχρι τότε σεμνούς μουσικούς νόμους έδωσε γλώσσα και χροιά διθυραμβώδη (Πλούτ. ΙΙ μουσ. 1132). Γενικώς το όνομά του ήταν συνυφασμένο με την πρωτοπορία και την πρωτοτυπία, κάτι που συχνά ενοχλούσε ακόμη και τους Αθηναίους. Με την υποστήριξη και την ενθάρρυνση του Ευριπίδη εστράφη προς το θέατρο και την ποίηση, κι έτσι κατέκτησε αργότερα την εκτίμηση των Ελλήνων.

[27] ΜτΦ Α΄ Έλαττον 993 b 15-17.

[28] ΜτΦ Α΄ Έλαττον 993 b 14.

[29] Αsclepii in Metaphysicorum B 1, ένθ’ ανωτ. σελ 118 στ. 3 κ.ε.

[30] Αsclepii in Metaphysicorum B 1, ένθ’ ανωτ. σελ 139 στ. 28.

[31] Σύμφωνα με την «Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας» των Τσέλλερ-Νεστλέ, (Zeller Eduard, Nestle Wilhem, “Grundriss der Geschichte der griechischen Philosophie”, μετ. υπό Χ. Θεοδωρίδη, εκδ. Εστία, Αθήνα 1980), σελ 24, ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζοντας τους εκπροσώπους της προφιλοσοφικής  εποχής ως «θεολόγους» αναφέρεται σε δύο κατηγορίες διανοητών: από τη μία σε εκείνους που η σκέψη τους αποτελούσε ένα κράμα θρησκευτικού μυστικισμού και ορθολογικής διανόησης, όπως ο Ορφέας, ο Μουσσαίος, ο Επιμενίδης και ο Φερεκύδης ο Σύριος, συγγραφέας του ιδιότροπου γενεαλογικού συγγράμματος «Πεντέμυχος». Από την άλλη, σε εκείνους που εξέφραζαν την κσμοθεωρία τους με τα «γνωμικά», είτε σε έμμετρη μορφή, όπως η γνωμολογική ποίηση του Σόλωνα, του Φωκυλίδη, του Θεόγνη, είτε σε μορφή σύντομου πεζού αποφθέγματος ,όπως π.χ. το «μηδέν ἄγαν». Κύριοι εκπρόσωποι αυτής της κατηγορίας είναι ο Σόλων ο Αθηναίος, ο Βίας ο Πριηνεύς, ο Πιττακός ο Μυτιληναίος και κυρίως ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο οποίος, στην πραγματικότητα, εγκαινιάζει τη φιλοσοφική παράδοση.

[32] ΜτΦ Β΄ 1000 a 9-11: «Οἱ μέν οὖν περί Ἡσίοδον καί πάντες ὅσοι θεολόγοι μόνον ἐφρόντισαν τοῦ πιθανοῦ τοῦ πρός αὑτούς, ἡμῶν δ’ ὠλιγώρησαν»

[33] ΜτΦ Β΄ 1000 a 11: «θεούς γάρ ποιοῦντες τάς ἀρχάς καί ἐκ θεῶν γεγονέναι».

[34] ΜτΦ Α΄ 985 a 15-18.

[35] ΜτΦ Α΄ 985 a 18.

[36] ΜτΦ Α΄ 989 a 32.

[37] ΜτΦ Α΄ 989 a 26: «οὔτὀρθῶς οὔτε εὐλόγως οἰητέον εἰρῆσθαι παντελῶς» και 985 a 22: «οὐ μήν οὔθἱκανῶς, οὔτἐν τούτοις εὑρίσκει τό ὁμολογούμενον».

[38] ΜτΦ Α΄ 985 b 23 κ.ε.

[39] ΜτΦ Α΄ 986 a 5.

[40] ΜτΦ Α΄ 987 a 21 κ.ε: «καί περί τοῦ τί ἐστιν ἤρξαντο μέν λέγειν καί ὁρίζεσθαι, λίαν δἁπλῶς ἐπραγματεύθησαν. ὡρίζοντό τε γάρ ἐπιπολαίως, καί πρώτῳ ὑπάρξειεν λεχθείς ὅρος, τοῦτεἶναι τήν οὐσίαν τοῦ πράγματος ἐνόμιζον»

[41] ΜτΦ Α΄ 986 b 25.

[42] ΜτΦ Α΄ 988 a 20-23.

[43] ΜτΦ Α΄ 993 a 15.

[44] ΜτΦ Α΄ 987 b 32: «οἱ γάρ πρότεροι διαλεκτικῆς οὐ μετεῖχον».

 

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας στον ιστό.
Explore
Drag