Skip links

Η Περιπέτεια του Ερωτήματος στον Αριστοτέλη, Κεφάλαιο 1: Γ. Η Ευπορία

Γ. Η ΕΥΠΟΡΙΑ

 

  1. Φιλοσοφική ετυμολόγηση της λέξης «εὐπορία»

 

Αν το διαπορείν είναι η συντελούμενη διαπέραση ανευρεθέντων πόρων-διεξόδων, η ευπορία μπορεί να νοηθεί ως η ευκατάληκτη άφιξη στον προορισμό προς τον οποίον οι πόροι οδηγούν.

Η λέξη ευπορία,  έχει την ίδια ετυμολογική ρίζα με την λέξη απορία και διαπορία, την λέξη πόρος. Νοηματικά θα περίμενε κανείς τη διαφορά στη σημασία να την προκαλεί αποκλειστικά το άλλο συνθετικό, δηλαδή η πρόθεση ευ. Εντούτοις στην περίπτωση αυτή, η λέξη πόρος εντάσσεται στην λεξιακή σύνθεση με διαφορετικό νόημα απ’ ό,τι στις λέξεις απορία και διαπορία. Διότι η σημαντική λειτουργία του στερητικού –α στην λέξη απορία δηλώνει την στέρηση πόρων, δηλαδή υπάρχει μία νοηματική επίδραση στη βάση της λέξης πόρος, με τη σημασία του περάσματος . Παρομοίως, εντός της λέξης διαπορία επιδρά η πρόθεση δια επί της λέξεως πόρος προκειμένου να σημάνει την διέλευση του πόρου, του πόρου με την σημασία του περάσματος. Στην περίπτωση της λέξης ευπορία, η σύναψη της λέξης πόρος με την πρόθεση ευ, δεν αξιοποιεί μόνον το νόημα της λέξης πόρος με την σημασία του περάσματος, της διόδου, όσο κυρίως με την σημασία του πόρου, ως απολαβή και προσπορισμός.

          Ας το σκεφτούμε λίγο αυτό. Η μία έννοια της ευπορίας είναι η ύπαρξη και διάθεση εύκολου περάσματος. Το «ευ» σημαίνει τότε τόσο την ύπαρξη πολλών όσο και την ύπαρξη καλών, δηλαδή ευκολοπέραστων διόδων. Η άλλη σημασία του πόρου είναι η απολαβή, ο προσπορισμός, η ευκαρπία. Δύο οι βασικές σημασίες που εμπεριέχονται στη λέξη: Ευπέρατος και ευπέραντος, ευπεράτωτος. Εύβατος και ευκατάληκτος.

 Ας υποθέσουμε ότι η λέξη ευπορία σημαίνει τα καλά περάσματα, την ευβατότητα. Αυτό μπορεί να συμβαίνει ενόσω συντελείται η διαπέραση. Δηλαδή, η ευπορία θα συνιστούσε το νόημά της σε μία εύκολη, ευχερή διαπόρευση. Διότι εύκολα τα περάσματα τα διαβαίνει ο διαπορών. Ως εκ τούτου, η αποδοχή ότι η ευπορία συνίσταται στην ύπαρξη και διέλευση εύκολων ή καλών περασμάτων, δηλαδή στην ευβατότητα, σημαίνει ότι η ευπορία είναι καλή διαπόρευση. Αυτό έχει σοβαρές εννοιολογικές και μεθοδολογικές συνέπειες, και συγκεκριμένα, ότι εκλείπει και πάλι η κατάληξη, δηλαδή, η θέση του ορίου που σηματοδοτεί την περάτωση της έρευνας. Διαπόρευση και ευπορία καθίστανται μία φάση και η λέξη ευπορία ποιοτικός χαρακτηρισμός της διαπόρευσης.

Αν από την άλλη εκλάβουμε την λέξη πόρος ως απολαβή, δηλαδή όχι ως πέρασμα, αλλά ως ευκαταληξία και πορισμό, τότε αυτό επιφέρει μία διαφορετική θεώρηση της ευπορίας, η οποία δίδει το πλεονέκτημα στην διαπορητική διαδικασία της απόκτησης τέλους, της περάτωσης. Δηλαδή ενώ πριν μιλούσαμε για ευπορεία, δηλαδή ευβατότητα, εδώ μιλούμε για ευκαταληξία και ευστοχία. Η δεύτερη αυτή εννόηση της ευπορίας ενέχει ένα παραπάνω καθοριστικό στοιχείο: Το τέλος, την ολοκλήρωση. Η πρόσαψη του ευ γίνεται κατόπιν, κάποιας μορφής, απολογισμού. Δηλαδή υπονοείται μία κάποια ανασκόπηση και κάποια απολογιστική εκτίμηση που επιφέρει το ευ.

Εδώ, όμως, γεννάται ένα πρόβλημα. Το τέλος επέρχεται πρώτο ή το ευ; Διότι το ευ σημαίνει συναίσθηση ότι το τέλος μπορεί να έρθει, αφού η απολογιστική εκτίμηση έκρινε ότι καλώς εγένετο η διαπόρευση, απέδωσε και έστι μπορεί να περατωθεί. Του ευ ένεκα μπορεί να περατωθεί η διαπόρευση. Ή αντιθέτως προηγείται το τέλος, διότι, λογικά, μόνο η περάτωση επιτρέπει τον απολογισμό και την αξιολόγηση ώστε να φτάσουμε στην κρίση του ευ.

Μήπως υπάρχει μία τρίτη εκδοχή; Τρίτη εκδοχή θα ήταν μία αυτοελεγχόμενη διαπόρευση που έχει τον τρόπο να αυτοελέγχεται και να προβαίνει σε κρίσεις συχνά κατά την πορεία της. Όπως ο στοχασμός αυτοελέγχεται κατά την εκφορά του. Όμως, την εκδοχή αυτή πρέπει να την δούμε με μεγάλη προσοχή. Η λογική μας υπαγορεύει ότι προκειμένου να εξαχθεί κρίση προϋποτίθεται το κρινόμενο. Το κρινόμενο έχει έκταση, έχει πραγματική υπόσταση. Την έχει χάριν του πέρατός του. Άρα κρίση εφαρμόζεται επί κρινομένου, κρινόμενο είναι το περατωμένο που επιδέχεται κρίση. Άρα αν δεχτούμε την τρίτη περίπτωση, τότε η λογική μας αναγκάζει να δεχτούμε ότι ακόμη κι αν η διαδικασία της κρίσης εμφανίζεται ως μία διαρκής, ταυτόχρονη της διαπόρευσης, διαδικασία, μάλλον η αίσθηση του ταυτόχρονου που έχουμε, έχει αγνοήσει το γεγονός ότι η κρίση έχει επιτελεστεί πολλές φορές σε μικρές περατωμένες ενότητες διαπόρευσης, αδιάφορου μεγέθους, αλλά αναγκαστικής περατότητας. Η αίσθηση του ταυτόχρονου είναι μάλλον η συνισταμένη αίσθηση των πολλών μικρών, συναπτών, διαδικασιών περάτωσης, εφαρμογής κρίσης, και επανεκκίνησης της διαπόρευσης.

          Η φιλοσοφική αυτή ανίχνευση της λέξης ευπορίας, προτάσσεται προκειμένου να προϊδεάσει για τις δυσκολίες που ενέχει η χρήση της έννοιας της ευπορίας στο αριστοτελικό κείμενο. Διότι, η εγκλειόμενη δισημία της λέξης, και η παρουσιασθείσα, συνεπόμενη αμφιμαχία υπερίσχυσης της μίας σημασίας επί της άλλης, ωθεί τον Σταγιρίτη στην ακολούθηση τόσο της μίας όσο και της άλλης σημασίας, ανάλογα με το νόημα που θέλει σε κάθε περίπτωση να εκφράσει καθώς και τη θεματική εντός της οποίας ο όρος χρησιμοποιείται. Και παρότι, εμείς, επιχειρώντας τη σημασιολογική αυτή διάκριση, ρέπουμε προς τη μία περισσότερο κατεύθυνση, δηλαδή αυτή της ευκαταληξίας έναντι της ευβατότητας, ως αντιπροσωπευτικότερης σημασίας της λέξης ευπορία, εντούτοις, υπεισέρχονται άλλοι ειδικοί παράγοντες, όπως το νοηματικό πλαίσιο στο οποίο χρησιμοποιείται εκάστοτε ο όρος, ή ακόμη και η δυσκολία κυριολεξίας σε κάποιες δύσκολες περιοχές καθαρής φιλοσοφικής έρευνας, που επιφέρουν μία δυσαπόσειστη σύγχυση και δυσκαθοριστία σχετικά με το ακριβές περιεχόμενο του όρου ευπορία. Η δυσκαθοριστία αυτή, πρέπει να επισημάνουμε, δεν είναι μία σημασιολογική αμφισημία ανάμεσα σε πολλές άλλες, αλλά μία σημαντική, μία καίρια αμφισημία, η οποία δοκιμάζει την ίδια τη δυνατότητα του στοχασμού και της έρευνας να περατωθεί και να καταλήξει στον σκοπό της. Διότι, η αμφισημία η οποία επιφέρει την αμφιθυμία και την ασάφεια σχετικά με τον στόχο της έρευνας, είναι μία διασαλευτική αμφισημία, υπό την έννοια ότι επιφέρει ταυτοτική σύγχυση στην ίδια την έρευνα, την απώλεια ή την αμύδρωση του στόχου και προορισμού της. Ή, για να χρησιμοποιήσουμε επιεικέστερη διατύπωση, η αμφισημία αναφορικά με το νόημα της ευπορίας, εμβάλλει τον στοχασμό σε μία πορεία η οποία δεν είναι αναζητητική ενός αναγνωρίσιμου ζητητού στόχου, που ουσιαστικά θα συνίστατο στην αναζήτηση του τρόπου ή της οδού δια της οποίας θα αφιχθεί ο στοχαζόμενος στον στόχο του· αλλά, η αμφισημία αυτή εμβάλλει το στοχασμό σε μία πορεία όπου, όχι μόνο η οδός, αλλά και ο στόχος είναι άγνωστος ή αμυδρός. Η αμυδρότητα στον καθορισμό του νοήματος της ευπορίας, φανερώνει αμυδρότητα και ασάφεια στον καθορισμό του ίδιου του στόχου της έρευνας. Διότι η ευπορία είναι ο στόχος της έρευνας.

 

  1. Η «εὐπορία» ως ευκαταληξία και ως ευβατότητα

          Η αμφισημία, αναφορικά με το νόημα της ευπορίας, γεννάει ένα πλήθος από εύλογα ερωτήματα: Η ευπορία εντός των κειμένων, συνίσταται σε μία φάση προκατεργασίας των αποριών, κατά την οποία συντελείται η μείωση της απορητικότητάς των και η αποδυνάμωσή των, ώστε να παραδίδονται απισχνασμένες και με ξεθυμασμένη απορητικότητα στην καθαυτό έρευνα; Ή είναι η ευπορία η ίδια η ευκαταληξία, η επιτυχία και η περάτωση της έρευνας; Πρέπει να θεωρήσουμε την ευπορία ως την επιτυχή ολοκλήρωση της διαπορητικής διαδικασίας, η οποία επιτρέπει την ευέλπιδα εκκίνηση της έρευνας, έχοντας αποτελέσει μία αποτελεσματική προπαρασκευαστική προλείανση του ερευνητικού πεδίου, ή είναι η ευπορία η ίδια η επιτυχής άφιξη της έρευνας στον στόχο της; Συνοπτικά διατυπωμένο: είναι η ευπορία η κατάληξη ή εύβατη προχώρηση;

          Αν εξετάσουμε το οικείο χωρίο Β΄ ΜτΦ 995 a 29, όπου η αναφορά στην ευπορία γίνεται με τις λέξεις «λύσις τῶν ἀπορουμένων», εννοώντας την λύση του απορητικού δεσμού που δέσμευε τον απορούντα, βλέπουμε ότι η ευπορία  συνιστά όχι την περάτωση της έρευνας, αλλά την προϋπόθεση της εισαγωγής σε αυτήν. Δηλαδή, στο χωρίο αυτό η ευπορία είναι η προαπαιτούμενη διαδικασία αποδέσμευσης, κατά την οποία δοκιμάζεται η ίδια η δυνατότητα της εκκίνησης της καθαυτό φιλοσοφικής έρευνας. Γίνεται άμεσα αντιληπτό ότι η ευπορία εδώ δεν αποτελεί την επιτυχή κατάληξη της έρευνας αλλά την προϋπόθεση της απαρχής της.

Εντελώς διαφορετική σημασία της ευπορίας παρουσιάζεται στο Η΄ κεφάλαιο των Ηθικών Νικομαχείων. Στο κεφάλαιο αυτό, η ευπορία δεν αποτελεί απλώς την προλείανση του ερευνητικού πεδίου αλλά την ίδια την τελεσφόρηση της ερευνητικής διαδικασίας. Εκεί ο Αριστοτέλης ομιλεί για την διαπορητική διαδικασία ως μία διαδικασία κατά την οποία, δια της εξέτασης των ενδόξων απόψεων επί του θέματος της εγκράτειας και της καρτερικότητας, επέρχεται η ευπορία, η οποία αποτελεί την οριστική επίλυση του εξεταζόμενου θέματος. «Δεῖ δ’ ὥσπερ ἐπί τῶν ἄλλων, τιθέντες τά φαινόμενα καί πρῶτον διαπορήσαντες οὕτω δεικνύναι μάλιστα μέν πάντα τά ἔνδοξα περί ταῦτα τά πάθη, εἰ δέ μή, τά πλεῖστα καί κυριώτατα. Ἐάν γάρ λύηταί τε τά δυσχερῆ καί καταλείπηται τά ἔνδοξα, δεδειγμένον ἄν εἴη ἱκανώς».[1] Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο των Ηθικών Νικομαχείων η διαπορητική διαδικασία φαίνεται να συνάδει με την τρίτη υπόδειξη του χωρίου ΜτΦ Β΄ 995 b 2-3, ότι «…βέλτιον ἀνάγκη ἔχειν πρός τό κρῖναι τόν ὥσπερ ἀντιδίκων καί τῶν ἀμφισβητούντων λόγων ἀκηκοότα πάντων» και μάλιστα καταδηλώνει ότι η επάρκεια της διαπόρευσης, η ευπορία, επέρχεται δι’ αυτής μόνο της κριτικής εξέτασης των ενδόξων, και της πρόκρισης των αληθέστερων εξ αυτών. Ουσιαστικά, η ευπορία είναι το επαρκές εξαγόμενο της διαλεκτικής εξέτασης ενδόξων απόψεων, το οποίο συνιστά την περάτωση, την ευκατάληκτη ολοκλήρωση της έρευνας. «Αἱ μέν οὖν ἀπορίαι τοιαῦταί τινες συμβαίνουσιν, τούτων δέ τά μέν ἀνελεῖν δεῖ τά δέ καταλιπεῖν. ἡ γάρ λύσις τῆς ἀπορίας εὕρεσις ἐστίν»[2].

Από την πρώτη αναφορά που κάνουμε στα χωρία προκύπτει, ότι η ευπορία  παρουσιάζεται ταυτόχρονα ως μία προαπαιτούμενη απελευθερωτική επιχείρηση η οποία αποδεσμεύει το στοχασμό από τη δέση της απορίας, αλλά και ως η ίδια η επιτέλεση και η περάτωση της επίλυσης, δηλαδή συνιστά την περάτωση, την εύκαρπη άφιξη του στοχασμού. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η φιλοσοφική δυσκολία, που εκπηγάζει από την ίδια την σύνθεση της λέξης, από τον τρόπο δηλαδή που η γλωσσική παράδοση συνέδεσε δύο σημασίες, να συγκερασθούν και να σημασιοδοτήσουν από κοινού, και η οποία θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνίσταται ακριβώς στην ανοχή ως προς το δικαίωμα της λέξης να εμφορεί μία αμφισημία, αναγεννάται και επαναπροβάλλει εντός του αριστοτελικού κειμένου σε διάφορες εκδηλώσεις. Επειδή ο φιλόσοφος δεν ασχολείται ειδικά με τον αποσαφηνισμό του όρου και με την ανάδειξη της νοηματικής αμφισημίας που εμπεριέχει, επειδή έχει επιδειχθεί ανοχή στον όρο αναφορικά με την εμφορούμενη αμφισημία του, ανευρίσκουμε με ευκολία χωρία όπου η ευπορία σημαίνει ευκαταληξία και εύκαρπο άφιξη και χωρία όπου σημαίνει ευβατότητα και ευ-πορεία.

Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η διαφορά στη χρήση του όρου σχετίζεται ιδίως[3] με την περιοχή της έρευνας εντός της οποίας χρησιμοποιείται, δηλαδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχουμε τον τομέα της ηθικής φιλοσοφίας και τον τομέα της  καθαρής φιλοσοφικής, οντολογικής, εν προκειμένω, έρευνας. Ευπορία με την έννοια της  ευκαταληξίας και της περάτωσης, μπορεί πιο εύκολα να επιτευχθεί στον τομέα της ηθικής φιλοσοφίας, όπου τα προβλήματα είναι πιο βατά και σχετίζονται περισσότερο με τα πρακτικά ζητήματα της ζωής. Στην αναζήτηση της «πρώτης και ἀρχικωτάτης ἐπιστήμης»[4], η ευπορία είναι πολύ πιο δύσκολο να επιτευχθεί, και είναι δύσκολο να αξιώνει κανείς το τελεσίδικον.

Ας χωρήσουμε, όμως, σε μία ενδελεχέστερη εξέταση των σημασιών που λαμβάνει ο όρος ευπορία εντός των αριστοτελικών χωρίων.

 Η πιο συχνή χρήση της λέξης ευπορία είναι η υλική ευμάρεια, η υλική αφθονία και ο πλούτος και υπ’ αυτήν την έννοια χρησιμοποιείται επί το πλείστον από τον Αριστοτέλη[5]. Ο όρος ευπορία χρησιμοποιείται με τη σημασία της αφθονίας, όχι μόνο για να σημάνει την υλική αφθονία, αλλά και συχνά για να σημάνει την αφθονία υπό την έννοια της επάρκειας συλλογισμών και άλλων διαλεκτικών μέσων, όπως πχ στο χωρίο Αναλυτικά Πρότερα Ι, 43 a 20: «Πῶς δέ εὐπορήσομεν αὐτοί πρός τό τιθέμενον ἀεί συλλογισμῶν, καί διά ποίας ὁδοῦ ληψόμεθα τάς περί ἕκαστον ἀρχάς, νῦν ἤδη λεκτέον». Εδώ ο όρος «εὐπορήσομεν» δηλώνει την επάρκεια συλλογισμών, καθώς ακριβώς στο σημείο αυτό, αφού έχει προηγηθεί η ανάλυση σχετικά με το «πῶς γίγνεται πᾶς συλλογισμός καί διά πόσων ὅρων καί προτάσεων»[6], ο Αριστοτέλης προβαίνει στην παροχή τρόπων για την δημιουργία αποθέματος συλλογισμών για την αντιμετώπιση οποιουδήποτε συλλογιστικού προβλήματος. Ανάλογη είναι η σημασία της λέξης λίγο παρακάτω στο Αναλυτικά Πρότερα Ι, 43 b 10: «ὅσῳ μέν γάρ ἄν πλειόνων τοιούτων εὐπορῆ τις, θᾶττον ἐντεύξεται συμπεράσματι…» Επίσης, στο χωρίο Τοπικά Α΄ 101 b 13-15 «εἰ δή λάβοιμεν πρός πόσα καί ποῖα καί ἐκ τίνων οἱ λόγοι, καί πῶς τούτων εὐπορήσομεν, ἔχοιμεν ἄν ἱκανῶς τό προκείμενον», ο όρος «εὐπορήσομεν» χρησιμοποιήται προκειμένου να δηλωθεί η αφθονία, και η επάρκεια διαλεκτικών συλλογισμών, καθώς και η ευποριστία αυτών για την χρήση τους στην διαλεκτική συζήτηση[7].

          Στο χωρίο Ρητορική προς Αλέξανδρον 1423 a 10-11, η λέξη ευπορία χρησιμοποιείται για να δηλώσει την επάρκεια και την ευποριστία των επιχειρημάτων για την αντιμετώπιση σημαντικών θεμάτων, που θα έχει στη διάθεσή του ο Αλέξανδρος, εφόσον ακολουθήσει τον ενδεικνυόμενο τρόπο συλλογιστικής. Ο ενδεικνυόμενος τρόπος έχει μόλις παρουσιασθεί από τον Αριστοτέλη για την περίπτωση του δικαίου και του συμφέροντος, και  προτείνεται στον Αλέξανδρο να ακολουθηθεί και σε θέματα όπως  «τό καλόν καί τό ἡδύ καί τό δυνατόν καί τό ἀναγκαῖον». Ο τρόπος αυτός συνίσταται ουσιαστικά στην εφαρμογή μίας γενικής αρχής, όπως πχ της αρχής του δικαίου, σε όμοιες περιπτώσεις, δηλαδή σε ειδικές περιπτώσεις, που παρουσιάζουν αναλογία προς κάποια οικεία εφαρμογή της γενικής αυτής αρχής[8], κι ως εκ τούτου είναι επιδεκτικές της εφαρμογής της αρχής αυτής. Επιπρόσθετα συνίσταται στην εκ του αντιθέτου εφαρμογή της αρχής αυτής, στις αντίθετες περιπτώσεις[9]. «Περί μέν οὖν τοῦ δικαίου καί τοῦ νομίμου καί τοῦ συμφέροντος οὕτω μετιών εὐπορήσεις». Υποδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο θα κατακτηθεί αυτή η επάρκεια.

          Πέραν των πολλών χρήσεων του όρου με τη σημασία της επάρκειας ή της αφθονίας, οι οποίες αξιοποιούν την στενή κυριολεξία της λέξης και στερούνται φιλοσοφικών προεκτάσεων, εξέχει η σημασία της ευπορίας ως ευκαταληξίας. Αυτή είναι, καθώς ελέχθη, η πιο ουσιαστική και μεστή σημασία του όρου ευπορία, η ευκαταληξία, η εύκαρπη άφιξη του στοχασμού. Πιο σημαντική και πιο δύσκολη κατάληξη είναι η ευκαταληξία στην καθαρή φιλοσοφική έρευνα, όπως στα Μετά τα Φυσικά. Το χωρίο ΜτΦ Β΄ 996 a 16, όπου η ευπορία χρησιμοποιείται για να δηλώσει την επιτυχή κατάληξη της έρευνας και μάλιστα την εύρεση της αλήθειας, είναι αντιπροσωπευτικό της έννοιας αυτής της ευπορίας: «περί γάρ τούτων ἁπάντων οὐ μόνον χαλεπόν τό εὐπορῆσαι τῆς ἀληθείας ἀλλ’ οὐδέ τό διαπορῆσαι τῷ λόγῳ ῥᾴδιον καλῶς». Όπως είναι φανερό, εδώ ο όρος δεν σημαίνει επάρκεια ή πληθώρα ή ευποριστία, αλλά δηλώνει ευθέως την επιτυχή κατάληξη της έρευνας δια της άφιξης στην αλήθεια. Η ευκαταληξία αυτή διατίθεται στην έρευνα ως μία υψηλή, μα ιδιαιτέρως δυσέφικτη δυνατότητα. Η διαπίστωση του δυσέφικτου ή ακόμη και ανέφικτου της ευπορίας, υπό την έννοια της κατάκτησης της αλήθειας, γίνεται τη στιγμή που έχουν εκφωνηθεί όλες οι απορίες των Μετά τα Φυσικά και πρόκειται να ξεκινήσει η διαπορητική εξέτασή των. Δεν είναι απλώς δύσκολο να προσποριστεί η αλήθεια, να επιτευχθεί η ευπορία, αλλά είναι δύσκολη η ίδια η διαπόρευση, δηλαδή η προκαταρκτική εξέταση και διασάφηση του νοήματος των αποριών. Ο Αριστοτέλης δεν προχωρεί, φυσικά, στην περιγραφή του πώς θα ήταν αυτή η ευπορία, διότι τότε η ίδια η διάκριση ευπορίας και περιγραφής της ευπορίας θα ήταν δύσκολη. Εντούτοις, επικαλείται μία νοητή ευπορία, και επισημαίνει ότι αυτή είναι δυσεκπέρατη ή και απροσπέλαστη. Η ρήση θα μπορούσε να εκληφθεί ως μία  εγρηγορική της προσοχής επίκληση προ της εισαγωγής στην δύσκολη έρευνα. Η ευπορία παρουσιάζεται ως η στοχούμενη άφιξη, ως ο στοχούμενος προορισμός της έρευνας. 

Αναφορικά με την προαναγγελόμενη δυσκολία επίτευξης της ευπορίας, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η γνωριστική αξίωση που εγείρεται στην εισαγωγή των Μετά τα Φυσικά, δηλαδή στην εισαγωγή ακραιφνούς φιλοσοφικής έρευνας, είναι ιδιαιτέρως υψηλή[10], κι αυτό την καθιστά δυσέφικτη. Το αναγγελόμενο ύψος της αξίωσης, όμως,  προοιωνίζει και την υποτίμηση και σχετικοποίηση που θα υποστεί η έννοια ευπορία, προκειμένου να χρησιμοποιείται εντός της περιοχής της οντολογίας και της φιλοσοφίας και να σημασιοδοτεί, να έχει κάποιο νόημα η χρήση του, προ της αφίξεως του στοχασμού στην τελική ευκαταληξία του. Αυτό που θα παρατηρήσουμε για το χωρίο ΜτΦ Α΄ 993 a 25, ότι, δηλαδή, η ευπορία έχει υποστεί μία σοβαρή υποτίμηση του νοήματός της και μία ριζική σχετικοποίηση της αξίας της, είναι κάτι που μπορούμε να το προσδώσουμε σε πολλές, ίσως στις περισσότερες χρήσεις του όρου εντός των Μετά τα Φυσικά αλλά και εν γένει των φιλοσοφικών κειμένων του Αριστοτέλη.

Αναφορικά, λοιπόν, με την σημασία της  ευπορίας ως καρποφόρου κατάληξης της έρευνας, πρέπει  να επισημάνουμε ότι, ενώ θεωρητικά νοείται, ως έχουσα το χαρακτήρα οριστικής ευκαταληξίας, κάτι που το υπαινίσσεται ο Σταγιρίτης σε διάφορα χωρία, όπως το ΜτΦ Β΄ 996 a 16, εντούτοις, μέσα στην πρακτική, στην υλοποίηση της έρευνας, η πραγματική ευπορία θεωρείται «χαλεπωτάτη», ή ανέφικτη. Ενώ, λοιπόν, υπάρχει η έννοια της ευπορίας ως οριστικής επίλυσης της απορίας και καρποφορίας της σκέψης, και αποτελεί την επιδιωκώμενη άφιξη, παρατηρούμε ότι στην πορεία της φιλοσοφικής έρευνας, χρησιμοποιείται με σχετική σημασία, προκειμένου να σημάνει, την προσωρινή επίλυση ενός ειδικού θέματος, που πιθανόν διευκολύνει την προχώρηση του στοχασμού, την αποφυγή ενός υφάλου, άλλοτε την υπέρβαση μίας ανασχετικής δυσκολίας ή την εύρεση περαστικής διόδου. Εξαιτίας, λοιπόν, της αντικειμενικής και αναγνωρισμένης δυσκολίας που έχει η επίτευξη της ευπορίας στην φιλοσοφική έρευνα, με την έννοια της οριστικής και απόλυτης λύσης, ο όρος συνεχίζει να χρησιμοποιείται, μετριάζοντας και σχετικοποιώντας τη σημασία του, δηλαδή μη σημαίνοντας πια την οριστική επίλυση, αλλά την προσωρινή ευτροπία της έρευνας.

Σχετικά με την σημασία που λαμβάνει η ευπορία στην φιλοσοφική έρευνα, μπορούμε να πούμε ότι νοείται κυρίως ως μία ελευθερωτική ερευνητική επιτυχία, ως μία «εὕρεσις», η οποία επιφέρει την αποδέσμευση από την απορία που κρατούσε προσωρινά δέσμιο τον απορούντα. Η ευπορία, όπως εννοείται εδώ, χαρακτηρίζεται από προσωρινότητα, με την έννοια ότι αποτελεί μία προσωρινή απελευθέρωση από την απορία, η οποία επιτρέπει την υπέρβαση μίας μεμονωμένης απορίας και την προχώρηση του στοχασμού. Στο χωρίο ΜτΦ Α΄ 993 a 25, λοιπόν, «ὅσα δέ περί τῶν αὐτῶν τούτων ἀπορήσειεν ἄν τις, ἐπανέλθωμεν πάλιν· τάχα γάρ ἄν ἐξ αὐτῶν εὐπορήσαιμέν τι πρός τάς ὕστερον ἀπορίας», χρησιμοποιείται ο όρος ευπορία προκειμένου να σημάνει όχι την επίλυση της έρευνας, όχι την εύκαρπη κατάληξη, αλλά μία προσωρινή διαλεύκανση, την παράταση της διαπόρευσης, την διάνοιξη της οδού για την προχώρηση του στοχασμού. Η ευπορία εδώ δεν είναι ευκαταληξία, ούτε καν κατάληξη ή άφιξη, αλλά μία επιτυχής στιγμή ή φάση της διαπόρευσης. Βλέπουμε με πόσο συγκρατημένο τρόπο αναφέρεται ο Αριστοτέλης στην δυνατότητα της ευπορίας: «εὐπορήσαιμέν τι», «θα μπορούσαμε να ευπορήσουμε ως προς κάτι, ίσως αυτά ρίξουν κάποιο φως στην έρευνά μας»[11]. Δεν ομιλεί για σίγουρη ευκαταληξία, αλλά για δημιουργία προϋποθέσεων για πιθανή ευκαταληξία. Ανάλογο νόημα εκφράζει και το χωρίο Περί Ουρανού Β΄ 291 b 26-28: «…αἰδοῦς ἀξίαν εἶναι νομίζοντας τήν προθυμίαν μᾶλλον ἤ θράσους, εἰ τις διά τό φιλοσοφίας διψῆν καί μικράς εὐπορίας ἀγαπᾷ περί ὧν τάς μεγίστας ἔχομεν ἀπορίας». Στο χωρίο αυτό, παρουσιάζεται ως επωφελές και αξιέπαινο να αρκείται ο στοχαζόμενος, σε θέματα που έχουν ιδιαίτερη δυσκολία, στην αποκομιδή μικρών ευποριών, παρά να επιδιώκει την απόλυτη ικανοποίηση των αποριών του.

Πρέπει να επισημάνουμε ότι η προσωρινότητα την οποία αποδίδει ο Αριστοτέλης στην ευπορία, ως υπέρβαση ενός προσκόμματος, προδιαγράφει την επανεμπλοκή του στοχασμού στην προσπάθεια επανάκτησης της ευπορίας. Αυτό είναι κάτι ευνόητο, διότι, αφενός κατά την πορεία του στοχασμού ανακύπτουν πλήθος από προσκόμματα υπό τη μορφή αποριών, και αφετέρου ορισμένες σημαντικές απορίες αποσβήνουν σύντομα την προσωρινή ικανοποίηση των ευποριών και επαναπροβάλλουν το άπορόν των. Η ευπορία επαναδιεκδικείται  κάθε φορά που συντελείται η ανάσχεση της προχώρησης. «Τά μέν δή ὑπό τῶν πρότερον παραδεδομένα περί ψυχῆς εἰρήσθω· πάλιν δ’ ὥσπερ ἐξ ὑπαρχῆς ἐπανίωμεν, πειρώμενοι διορίσαι τί ἐστι ψυχή…»[12]. Η μετριασμένη ικανοποίηση που επιφέρει η ευπορία, ως προσωρινή επίλυση, δημιουργεί την ανάγκη επανάκτησής της, η οποία εν συνεχεία, παγειώνει μία διαδικασία επανέλευσης στις απορίες, που κατά κύριο λόγο παραμένουν ανικανοποίητες. Επανέλευση, η οποία αποβλέπει στο να αποσβέσει την ασίγαστη απορητικότητα ορισμένων αποριών, όπως φερ, ειπείν, του οντολογικού ερωτήματος «τί τό ὄν, τοῦτ’ ἔστι τίς ἡ οὐσία».[13] Το χωρίο Ηθικά Νικομάχεια Α΄ 1097 a 24 υποδηλώνει ακριβώς αυτήν την διαρκή επιστροφή του λόγου, στα ίδια ζητούμενα, έχοντας κάθε φορά περατώσει τη ζητητική του περιόδευση: «Μεταβαίνων δή ὁ λόγος εἰς ταὐτόν ἀφῖκται»[14]. Η επανέλευση στις ίδιες απορίες οφείλεται στην ανεπάρκεια και την προσωρινότητα των ευποριών που επιτυγχάνονται στην φιλοσοφική έρευνα.

Με διαφορετικό τρόπο υπόκειται τη σχετικοποίηση η σημασία της ευπορίας στο χωρίο Ηθικά Ευδήμεια Η΄ 1235 b 14-20. Εδώ η ευπορία δεν αποτελεί μία προσωρινή επιλυση, η οποία επιτρέπει την προχώρηση του στοχασμού, αλλά έναν «συμβιβασμό» με την ίδια την απορία που την έχει εκκινήσει. Πώς το εννοούμε αυτό; Η κινητοποιός απορία εννοείται ως εγερθείσα εξ αντιτιθεμένων απόψεων, εξ «ἐναντιώσεως». Απορία η οποία εκπηγάζει από το γεγονός ότι ένα πλήθος διαφορετικών προσεγγίσεων διεκδικούν την αλήθεια. Η απορία υπ’ αυτήν την έννοια, κανονικά επιλύεται δια της διάκρισης και επιλογής μίας εκ των υπαρχουσών προσεγγίσεων εις βάρος των άλλων. Ευπορία θα ήταν, λοιπόν, η επιλογή και ακολούθηση μίας, της ορθότερης, προσέγγισης. Στο χωρίο, όμως, αυτό, παρότι η απορία σχετίζεται με την ύπαρξη αντιτιθέμενων απόψεων, εντούτοις η ευπορία δεν επιφέρεται με την πρόκριση μίας εξ αυτών. Η ευπορία νοείται ως η ανάδειξη και η νομιμοποίηση της πληθυντικότητας των προσεγγίσεων αυτών, ως εκφράσεων της πραγματικότητας, η οποία εμφανίζεται πολυδιάστατη: «Ληπτέος δή τρόπος ὅστις ἡμῖν ἅμα τά τε δοκοῦντα περί τούτων μάλιστα ἀποδώσει, καί τάς ἀπορίας λύσει καί τάς ἐναντιώσεις· τοῦτο δ’ ἔσται ἐάν εὐλόγως φαίνηται τά ἐναντία δοκοῦντα· μάλιστα γάρ ὁμολογούμενος ὁ τοιοῦτος ἔσται λόγος τοῖς φαινομένοις. Συμβαίνει δέ μένειν τάς ἐναντιώσεις ἐάν ἔστι μέν ὡς ἀληθές ᾖ τό λεγόμενον, ἔστι δ’ ὡς οὐ».

          Παρατηρούμε ότι ενώ επέρχεται η επίλυση, οι «ἐναντιώσεις», οι οποίες ήγειραν την απορία, παραμένουν («μένειν»). Όταν λέει ο Αριστοτέλης ότι οι εναντιώσεις παραμένουν, εννοεί, όχι ότι παραμένουν ανεπίλυτες, αλλά ότι παραμένουν δικαιωμένες αναφορικά με την εναντίωσή τους. Η ευπορία επί του προκειμένου συνίσταται σ’ αυτό, στο ότι η εναντίωση αντικατοπτρίζει την υφιστάμενη αντίθεση της φύσης. Έτσι, η «ἐναντίωση» εκδηλώνεται ως αντίθεση λόγων. Η εναντίωση, λοιπόν, η αντίθεση των λόγων, καλώς υφίσταται, δεν πρέπει όμως να προκαλεί απορία.

  Η σκέψη αυτή λαμβάνει χώρα στην κατάληξη μίας εισαγωγικής, μη εξαντλητικής, διαπορητικής διαδικασίας η οποία αντιπαραβάλλει αντίθετες προγενέστερες απόψεις επί του θέματος της φιλίας. Οι αντίθετες απόψεις δεν αντιμετωπίζονται με την διαδικασία διάκρισης των ορθών από τις λανθασμένες. Η επίλυση των αποριών, που εγείρονται από την ύπαρξη της αντίθεσης, της εναντίωσης των απόψεων, θα επέλθει όχι δια της αποδυνάμωσης και υποτίμησης των αντίθετων απόψεων. Αντιθέτως, αν δικαιωθεί και στηριχθεί η αντίθεσή τους. Και αυτό μπορεί να συμβεί αν καταδειχθεί ότι η αντίθεση αυτή απηχεί και εκφράζει την αντίθεση που υφίσταται στην πραγματικότητα, δηλαδή αν η πληθυντικότητα των αντίθετων και διαφορετικών απόψεων, ανταποκρίνεται στην πολλότητα των συνυφιστάμενων όψεων της πραγματικότητας. Τότε, εδραιώνοντας λογικά και ανασυστήνοντας την αντίθεση αυτή στους λόγους μας, ακόμα και με την προβολή και αντιπαραβολή αντίθετων απόψεων, αποκαλύπτεται η αλήθεια της πραγματικότητας. «Ἔοικε δ’ ὁ τε λόγος τοῖς φαινομένοις μαρτυρεῖν καί τά φαινόμενα τῷ λόγῳ».[15]

          Η ευπορία, λοιπόν, υπ’ αυτήν την έννοια, αποτελεί, όχι την τελεσίδικη κατάληξη της έρευνας, με την έννοια ότι παρέχει στην απορία μία μονόσημη, αποκρυσταλλωμένη και ενική απάντηση, αλλά αντιθέτως, νομιμοποιεί και εγκαθιδρύει την πολυσημία και την πληθυντικότητα των απόψεων και των όψεων της πραγματικότητας, ως ικανή απάντηση της απορίας. Η ίδια η συνύπαρξη αντίθετων απόψεων, που θα μπορούσε να έχει αποτελέσει την αφορμή της γένεσης της απορίας, νομιμοποιείται, και επιπρόσθετα, θεωρείται ως ευπορία, η αποδοχή της ύπαρξης της αντίθεσης και της πληθυντικότητας των όψεων της πραγματικότητας. Η ευπορία θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνίσταται, υπό την έννοια που αυτό το χωρίο παρέχει, στην αποδοχή της ύπαρξης της αντίθεσης στα «φαινόμενα», της συνύπαρξης των αντίθετων πιθανών όψεων της πραγματικότητας, και την άρση της απορίας, δια της θεώρησης της αιτίας  που την εγείρει ως ανάξιας απορίας.

Στην ορμητική επιχείρηση ταξινόμησης της πραγματικότητας, που  προσβλέπει να αποκαθιστά αντιθέσεις, και της οποίας, μάλιστα, έναυσμα είναι η απορία, η προξενημένη από την  παρατήρηση της εναντίωσης των απόψεων, η πραγματικότητα αντιπροβάλλει την αντίθεση, ως φυσικό εξαγόμενο της συνύπαρξης πολλών όψεων, δηλαδή αντιπροβάλλει την αντίθεση  ως φυσική πραγματικότητα, ως μέρος της φύσης. Και με τον τρόπο αυτόν, ουσιαστικά αναστέλλει και ανακόπτει την απορία, αίροντας την αιτία που αυτή εγείρεται. Δηλαδή, απορρίπτοντας την παραδοξότητα που θέλει η απορία να προσάψει στην εναντίωση και την αντίθεση, κατορθώνει να παρουσιάζει την εναντίωση όχι ως παράδοξη ή απορούμενη, αλλά ως φυσική[16].

          Η αποδοχή και προβολή της πληθυντικότητας των όψεων της πραγματικότητας, που συνακόλουθα νομιμοποιεί μία πολυφωνία προσεγ-γίσεων, όπως και το χωρίο Μετά τα Φυσικά Β΄ 1003 a 33,  «τό ὄν λέγεται πολλαχῶς» συνομολογεί, φαίνεται να επιφέρει τον περαιτέρω μετριασμό και  μάλλον να εκτείνει περισσότερο την σχετικότητα της ευπορίας. Διότι, τόσο ο μετριασμός που υπόκειται η έννοια μέσα στην φιλοσοφική έρευνα, όπως στα Μετά τα Φυσικά, όσο και εδώ η ταύτιση της ευπορίας με την πληθυντικότητα συνυφιστάμενων προσεγγίσεων, επιφέρει τον περιορισμό και τη σχετικοποίηση της ευκαταληξίας της έρευνας. Αρκείται σε μικρότερη ικανοποίηση η ερευνητική επιχείρηση. Προς την κατεύθυνση αυτή, της  σχετικής ή μετριασμένης γνώρισης του γνωριστέου αντικειμένου, με την  οποία όμως ο στοχασμός είτε αρκείται και είτε την αποδέχεται ως δεδομένη, υπάρχουν πολλά χωρία στο αριστοτελικό έργο, σε διάφορες περιοχές της έρευνας[17].

  1. Η ασίγαστη απορητικότητα του οντολογικού ερωτήματος και το νόημα της «εὐπορίας» στην Οντολογική έρευνα

 

Στην κορυφή των αποριών που σχετικοποιούν την δυνατότητα της ευπορίας, βρίσκεται το οντολογικό ερώτημα: «Καί δή καί τό πάλαι τε καί νῦν καί ἀεί ζητούμενον καί ἀεί ἀπορούμενον, τί τό ὄν, τοῦτό ἐστι τίς ἡ οὐσία»[18]. Τη στιγμή που διατυπώνεται το ερώτημα αυτό, συντελείται η πιο καίρια αμφισβήτηση της δυνατότητας της κατάκτησης της ευπορίας. Αναφέραμε, προηγουμένως, ότι το νόημα της ευπορίας αναπροσαρμόζεται και σχετικοποιείται εντός της ακραιφνούς φιλοσοφικής έρευνας. Το οντολογικό ερώτημα αποτελεί το πιο ριζικό ερώτημα της φιλοσοφικής έρευνας στα Μετά τα Φυσικά. Η οντολογική έρευνα πλοηγείται από το οντολογικό ερώτημα. Αυτό την κατευθύνει, με την έννοια ότι το ερώτημα αυτό εισάγει ή εγκαινιάζει την εκκρεμότητα την οποία η ευπορία καλείται να αποκαταστήσει. Σύμφωνα με το χωρίο, η ευπορία  δεν επέρχεται οριστικά, αλλά μάλλον επανέρχεται ξανά και ξανά, στο διηνεκές, διαμαρτυρώντας την ανεπάρκειά της να ικανοποιήσει το ασίγαστο οντολογικό ερώτημα. Οι φιλόσοφοι, προσκύπτουν στο οντολογικό ερώτημα και συνεισφέρουν την έρευνά τους. Εντούτοις, το ερώτημα υπερκερνά τις προσεγγίσεις που αξιώνουν να το ικανοποιήσουν και επανέρχεται και διατηρείται. Το οντολογικό ερώτημα είναι το ερώτημα για το οποίο περίτρανα ομολογείται ότι έχει διαρκή απορία. Το ερώτημα αυτό δεν επιδέχεται οριστική απάντηση. Απαντήσεις διεκδικούν να το αποσβήσουν. Το οντολογικό ερώτημα υπερβαίνει τις απαντήσεις οι οποίες προσπαθούν να το ικανοποιήσουν, και ουσιαστικά να το ακυρώσουν, επιφέροντας την ικανοποίηση της απορητικότητάς του.

 Είναι η ανεπάρκεια των απαντήσεων που επιτρέπει στο οντολογικό ερώτημα να παραμένει ανικανοποίητο και κραταιό, ισχύον και επανερχόμενο; Ή είναι η φύση του ερωτήματος, να υπερκερνά κάθε απάντηση, την ίδια τη δυνατότητα της απαντήσής του; Η θεματική στην οποία αναφέρεται; Μήπως είναι ένα ερώτημα κατά τέτοιο τρόπο επινοημένο ώστε να εγκρύπτει την αδυνατότητα της απάντησής του, την αδυνατότητα της ευπορίας; Μήπως η γενικότητα που επιβάλλει, δηλαδή η άπειρα εκτεταμένη κατηγορία όντων περί των οποίων ερωτά, δηλαδή το ότι ερωτά για το ίδιο το είναι, μήπως το καθιστά καταχρηστικό; Τι αποζητά αυτό το ερώτημα; Ένα ικανό κατηγορούμενο; Ικανό με την έννοια του να εξασφαλίζει για την άπειρα εκτεταμμένη γενικότητα του ερωτήματος μία απάντηση ανάλογα γενική, καλυπτική, η οποία να είναι μέσα στην άπειρα εκτεταμμένη γενικότητά της, μεστή και πλήρης νοήματος; Ποιο κατηγορούμενο μπορεί να σταθεί επαρκές απέναντι σ’ αυτήν την ερωτητική ορμή; Στην ορμή του ερωτήματος που ερωτά μονομιάς για όλα; Πώς νοείται η ευπορία για ένα τέτοιο ερώτημα;

Ως ευπορία αντίστοιχη και αναλογούσα ενός τέτοιου ερωτήματος,  μπορεί να νοηθεί ολόκληρο το φιλοσοφικό έργο. Δεν επαρκεί η έκταση μιας απάντησης για να κορέσει την ασίγαστη απορητικότητα του οντολογικού ερωτήματος. Ως κατηγορούμενο του οντολογικού ερωτήματος μπορεί να εκληφθεί το ίδιο το φιλοσοφικό έργο. Όμως, ο Αριστοτέλης, ακόμα και απέναντι σ’ αυτήν τη μετριόφρονα διατύπωση αντιπροτάσσει το γεγονός ότι κανένα φιλοσοφικό έργο ή σύστημα δεν εστάθη επαρκές απέναντι στο ερώτημα αυτό. Γι’ αυτό και το ερώτημα διατηρεί μέσα στο χρόνο την αίγλη του, παρά τις προσπάθειες των φιλοσόφων για απάντησή του. Αν, λοιπόν, είναι δύσκολο να ομιλούμε για ευπορία στην περίπτωση διαφόρων ερωτημάτων που ανακύπτουν μέσα στη Λογική στην Ηθική, κλπ, εδώ η δυσκολία εμφανίζεται ανυπέρβλητη.

 Υπάρχει πραγματική δυσκολία να κατακτηθεί η ευπορία για το οντολογικό ερώτημα.  Γι ’ αυτό το ερώτημα επανέρχεται. Διότι είναι δύσκολο να απαντηθεί. Να κατακτηθεί η ευπορία εννοούμε όχι να του παρασχεθεί μία απάντηση προσωρινή και μερική, αλλά να του αποδοθεί, όπως του αρμόζει, μία οριστική, τελεσίδικη απάντηση. Απάντηση η οποία να ικανοποιήσει, να τέρψει, να ακυρώσει, να αποσβήσει, να καλύψει, αυτήν την αναβλύζουσα ακόρεστη, ασίγαστη απορητικότητα του οντολογικού ερωτήματος.  Αυτήν  την ευπορία αποζητά το ίδιο το οντολογικό ερώτημα. Βεβαίως, και εδώ η σκέψη αυτή μοιάζει πρωθύστερη, με την έννοια ότι προκειμένου να γίνει αισθητή η δυσκολία της απόδωσης μίας απάντησης στο οντολογικό ερώτημα, προϋποτίθεται η γνώση του τρόπου, με τον οποίον μπορεί μία απάντηση να είναι επαρκής για το ερώτημα αυτό. Δηλαδή πρέπει να εξηγηθεί αν τυχόν έχουμε κάποιου είδους προαίσθηση ή πρόγνωση της απάντησης αυτής, και συναίσθηση της δυσκολίας της άφιξης σ’ αυτήν ή γενικώς δυσκολία οποιασδήποτε προαίσθησης της απάντησης αυτής.

Γιατί το οντολογικό ερώτημα είναι ακόρεστο και διηνεκές; Πώς πρέπει να προσεγγιστεί για να κατακτηθεί η ευπορία;  Από τη σκοπιά της ίδιας της δομής του; Του τρόπου με τον οποίο έχει επινοηθεί, δηλαδή από τη σκοπιά της διατύπωσής του; Όταν λέμε βέβαια από την σκοπιά της διατύπωσής του, δεν εννοούμε την απλή συντακτική δομή του. Αλλά από τη σκοπιά που βλέπει κάτω από τη συντακτική επιφάνειά του τον τρόπο που οι όροι του συδέμονται για να παράξουν απορητικότητα. Να δούμε δηλαδή με τί τρόπο συνεργούν τα συστατικά του μέρη, και ιδιαίτερα τα επικαλούμενα των συστατικών μερών, ώστε να επιφέρουν απορία. Είναι αυτή η συνέργεια το αιτούμενο; Το τί είδους συσχετισμούς και ζεύξεις, μεταξύ ποίων όρων, ζητεί το ερώτημα να επιτελέσουμε; Ζευκτικός τρόπος, ζευκτική θεωρία είναι η αριστοτελική θεωρία των Κατηγοριών.  Η ιδέα της υπαγωγής σε κατηγορία και η εύρεση και ζεύξη του αιτουμένου κατηγορουμένου στο υποκείμενο είναι πάγειος απαντητικός τρόπος του Αριστοτέλη. Η ευπορία έγκειται σε μία τέτοια κατηγορική ζευκτική;

Να εξετάσουμε το οντολογικό ερώτημα από τη σκοπιά των απαντήσεών  του, των φιλοσόφων που αποπειρώμενοι να το απαντήσουν, απέτισαν ιστορική αναγνώριση στην δυσκολία που εμφυλάσσει. Η δυσκολία τότε θα εμφανισθεί ως ανεπάρκεια και αδυναμία των φιλοσόφων. Και η ανεπιτέλεστη ευπορία η αποδεδειγμένη αποτυχία τους. Αυτή είναι μάλλον πιο βολική προσέγγιση που δίνει την ευχέρεια στον φιλόσοφο να ασχοληθεί πρώτα με την απαντητική δυσχέρεια ή ανεπάρκεια των άλλων φιλοσόφων. Αυτή είναι μία πλαγιόδρομη προσέγγιση του ερωτήματος, η οποία απαντά πρώτον στον τρόπο με τον οποίο το οντολογικό ερώτημα κατανοήθηκε και τοιουτοτρόπως ιδιοποιήθηκε από τους άλλους φιλοσόφους. Το οντολογικό ερώτημα είναι έτσι βολικά πλουτισμένο από τις εννοητικές ιδιοποιήσεις του, οι οποίες είναι αμφιλεγόμενο αν αποτελούν προλείανση για την εγκαινιζόμενη προσέγγιση, ή είναι διασπορά και πλαγιοδρόμηση της προσέγγισης από την ερωτητική αυτοτέλεια του ερωτήματος προς τις υποκειμενικές του εννοήσεις. Μήπως, όμως, αυτός είναι ο δρόμος προς την ευπορία;

Ο Αριστοτέλης, στην προσπάθεια άφιξης στην ευπορία, ακολουθεί την φιλοσοφική παράδοση, παρακολουθεί τις ιδιοποιήσεις του οντολογικού ερωτήματος με τρόπο σχολαστικό. Η τακτική αυτή, παγειωμένη στην φιλοσοφική παράδοση, εξυπηρετεί τη σύνδεση του καινού με το υπάρχον, και διευκολύνει τον εγκλιματισμό των αποδεκτών της νέας φιλοσοφίας. Σκοπούς δηλαδή διδακτικούς και, ακόμη περισσότερο, αποβλέπει στο να υπερνικήσει την απροθυμία και δυσπροσδεξία των άλλων απέναντι στο καινούργιο, στην πρωτοπορία ή την καινοδοξία που επεισάγει μία πρωτότυπη φιλοσοφική θεωρία. Το λέμε αυτό χωρίς να αψηφούμε το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης εξαίρει τη σημασία της φιλοσοφικής παράδοσης για την προχώρηση του στοχασμού και την φιλοσοφική πρόοδο[19], αλλά από την άλλη, διατηρούμε στην μνήμη μας το γεγονός ότι, οπόταν ασχολείται μ’ αυτήν, προβαίνει στην σχολαστική αποδόμησή της και συχνά στην απαξίωσή της.

Πρέπει να παρατηρήσουμε, ότι στο χωρίο Μετά τα Φυσικά Ζ΄ 1028 b 4, όπου αναγράφεται το «ἀεί ζητούμενον καί ἀπορούμενον» ερώτημα, ακολουθεί μία φράση, η οποία  φαίνεται να συνδέει την πάγεια απορητικότητα του ερωτήματος, με το γεγονός της συχνής, ιστορικά, ενασχόλησης των στοχαστών με αυτό: «τοῦτο γάρ οἱ μέν ἕν εἶναι φασιν, οἱ δέ πλείω ἤ ἕν, καί οἱ μέν πεπερασμένα, οἱ δέ ἄπειρα. Διό καί ὑμῖν καί μάλιστα καί πρῶτον καί μόνον ὡς εἰπεῖν περί τοῦ οὕτως ὄντος θεωρητέον τί ἐστιν»[20]. Την παρατήρηση αυτή επιβεβαιώνει και ο Ασκληπιός, δηλαδή, την υπάρχουσα πολυφωνία των απόψεων περί της ουσίας, την εμφανίζει ως τον λόγο για τον οποίον στρέφεται η αριστοτελική προσέγγιση προς το οντολογικό ερώτημα : «διά τοῦτο οὖν καί ὑμῖν μάλιστα καί πρῶτον καί μόνον ὡς εἰπεῖν περί τοῦ ὄντως ὄντος, τουτέστι τοῦ κατά τήν οὐσίαν, δεῖ θεωρῆσαι, τίς ἐστιν ἡ κυρίως οὐσία, ἐπειδή καί οἱ παλαιοί περί ταύτης ἐζήτησαν»[21].

Ως προς την άποψη αυτή, πρέπει να τηρήσουμε μία πολύ προσεκτική στάση. Η καταγεγραμμένη ενασχόληση των σχολιαστών και φιλοσόφων με συγκεκριμένα θέματα, η επικέντρωση της φιλοσοφικής προσοχής σε ορισμένα ζητήματα και δη στο οντολογικό ερώτημα, είναι ένα  δεδομένο που δεν μπορεί να αγνοηθεί από κανέναν φιλόσοφο. Και αυτό, όχι από την άποψη της εθιμοτυπικής αναγνώρισης των προγενεστέρων, ούτε επειδή το υπαγορεύουν λόγοι ακαδημαϊκής συμμόρφωσης, αλλά ακριβώς λόγω του ότι η φιλοσοφική προσοχή εστάθη και ενέμεινε στα ζητήματα αυτά. Αυτός, πιστεύουμε, είναι ένας επιπλέον σημαντικός λόγος  προσήλωσης του Αριστοτέλη στην εξέταση της παράδοσης των προλαλησάντων. Αλλά, το προέχον στοιχείο, είναι ότι η στρέψη και η εμμονή των φιλοσόφων σε συγκεκριμένα ζητήματα, και ιδίως στο οντολογικό ερώτημα, είναι πρωτίστως συνέπεια της πραγματικής απορίας που ενέχουν τα ζητήματα αυτά. Δεν είναι η ενασχόληση των άλλων φιλοσόφων με το οντολογικό ερώτημα που κινητοποιεί και την αριστοτελική προσέγγιση, αλλά η ενυπάρχουσα πηγαία και ασίγαστη απορητικότητα του ερωτήματος αυτού. Η «χαλεπώτητα»  την οποία η ουσία εμφανίζει ενώπιον του γνωρισμού.

          Ας προσέξουμε την εισαγωγική επισήμανση της δυσκολίας της  φιλοσοφικής έρευνας στο χωρίο Μετά τα Φυσικά Α΄ Έλαττον 993 a 30. «Ὅτι ἡ περί τῆς ἀληθείας θεωρία τῇ μέν χαλεπή τῇ δέ ῥᾳδία. σημεῖον δέ τό μήτ’ ἀξίως μηδένα δύνασθαι τυχεῖν αὐτῆς, μήτε πάντας ἀποτυγχάνειν, ἀλλ’ ἕκαστον λέγειν τι περί τῆς φύσεως, καί καθ’ ἕνα μέν ἤ μηθέν ἤ μικρόν ἐπιβάλλειν αὐτῇ, ἐκ πάντων δέ συναθροιζομένων γίγνεσθαι τι μέγεθος». Η ρήση αυτή αποτελεί μία ακόμα επιβεβαίωση της σημασίας και της συμβολής της φιλοσοφικής παράδοσης στην φιλοσοφική πρόοδο. Πέραν αυτού, όμως, μας μεταδίδει μία πολύ σημαντική πληροφορία για το νόημα της ευπορίας στον επίμαχο τομέα της καθαρής φιλοσοφικής έρευνας. Η δυσκολία της καθαρής φιλοσοφικής έρευνας ελκύει την ενασχόληση πολλών στοχαστών, οι οποίοι συνεισφέρουν μία ήσσονα προσφορά ο καθένας· εκ της συνεισφοράς των ησσόνων ατομικών προσφορών προκύπτει μία συνολική μείζων αξιόλογη προσέγγιση της αλήθειας. Η ευπορία είναι το προϊόν της συνεισφοράς πολλών ατομικών προσφορών. Η ευπορία παρουσιάζεται ως μία κοινή επίτευξη, ανέφικτη για τον μεμονωμένο στοχαστή. Αυτή η αντίληψη της ευπορίας ως «κοινοῦ ἔργου», η οποία εξάπτει ευθέως τον προβληματισμό, δεν μπορεί να εκληφθεί  παρά ως μία υπερβολική διατύπωση, η οποία αποβλέπει στο να συναγείρει την προσοχή λόγω της δυσκολίας του εγχειρήματος των Μετά τα Φυσικά, εν όψει της εισαγωγής σε αυτό. Ταυτόχρονα, μπορεί να εκληφθεί ως μία ακόμη υποτίμηση της δυνατότητας του ευπορείν στον τομέα της καθαρής φιλοσοφικής έρευνας, έναντι αυτής της αναφυόμενης σοβαρής δυσκολίας.

 Η δυσκολία που προσκόπτει την επίτευξη της ευπορίας προβάλλει δισυπόστατη: «…τό δ’ ὅλον τι ἔχειν καί μέρος μή δύνασθαι δηλοῖ τό χαλεπόν αὐτῆς[22]. ἴσως δέ καί τῆς χαλεπότητος οὔσης κατά δύο τρόπους, οὐκ ἐν τοῖς πράγμασιν ἀλλ’ ἐν ἡμῖν τό αἴτιον αὐτῆς· ὥσπερ γάρ τά τῶν νυκτερίδων ὄμματα πρός τό φέγγος ἔχει τό μεθ’ ἡμέραν, οὕτω καί τῆς ἡμετέρας ψυχῆς ὁ νοῦς πρός τά τῇ φύσει φανερώτατα πάντων»[23]. Πρώτον, είναι η αντικειμενική δυσκολία που ενέχει τα ίδιο το εξεταζόμενο ον και η ουσία, και την οποία, σύμφωνα με το πνεύμα του χωρίου, δεν τη γεννά, δεν την επινοεί το ερώτημα, αλλά μάλλον την αναδεικνύει· και δεύτερον η αντικειμενική μας αδυναμία να αντιληφθούμε το εκφανέστερο και το πιο πρόχειρο.

Πέρα της αντικειμενικής δυσκολίας που παρεμποδίζει τη δυνατότητα της ευπορίας στην αμιγώς φιλοσοφική έρευνα, μπορούν να προστεθούν πολλές άλλες, είτε ισοδύναμες, είτε ήσσονος σημασίας, είτε ειδικού χαρακτήρα[24], οι οποίες αναφαίνονται σε διάφορες περιοχές της επιστημονικής έρευνας. Θα σταθούμε για λίγο σε μία εξ αυτών των δυσχεριών, η οποία προκαλεί και αυτή την επαναφορά του στοχασμού στις ίδιες απορίες. Εκτός, λοιπόν, από την εγγενή απορία των όντων και την διαπιστωμένη αδυναμία μας να αντιληφθούμε τα «φύσει φανερώτατα πάντων», υπάρχει και μία άλλη, παράδοξη μάλλον, αιτία η οποία προκαλεί αυτήν την αέναη επαναφορά και επιστροφή του στοχασμού στα ίδια απορούμενα.  Είναι η αξιοσημείωτη, και παρατηρημένη σε διάφορες γνωστικές περιοχές και στον τομέα της φιλοσοφίας,  «λησμόνηση» των ευποριών που έχουν επιτευχθεί στο παρελθόν, η οποία οδηγεί στην επανάληψη της ενασχόλησης με τα ίδια ζητήματα. Υπάρχουν αρκετά χωρία, τα οποία δείχνουν ότι και οι φιλοσοφικές ανακαλύψεις πολλές φορές λησμονούνται στο πέρασμα του χρόνου, ανακαλύπτονται και ξεχνιώνται, και έτσι προβάλλει το προανευερευθέν ως καινοφανές. Αυτή η διαπίστωση, μπορεί να αποτελέσει μόνον μία επικουρική εξήγηση για το ότι παρατηρείται αυτή η αέναη επιστροφή και επανενασχόληση με ορισμένα καίρια φιλοσοφικά προβλήματα: «…καί κατά τό εἰκός πολλάκις εὑρημένης εἰς τό δυνατόν ἑκάστης καί τέχνης καί φιλοσοφίας καί πάλιν φθειρομένων»[25].  Ανάλογη είναι η διαπίστωση στο Περί Ουρανού Α΄ 270 b 17-20: «Ἔοικε δέ καί τοὔνομα παρά τῶν ἀρχαίων παραδεδόσθαι μέχρι καί τοῦ νῦν χρόνου, τοῦτον τόν τρόπον ὑπολαμβανόντων ὅνπερ καί ἡμεῖς λέγομεν· οὐ γάρ ἅπαξ οὐδέ δίς ἀλλ’ ἀπειράκις δεῖ νομίζειν τάς αὐτάς ἀφικνεῖσθαι δόξας εἰς ἡμᾶς». Το χωρίο αυτό δηλώνει ότι η άφιξη στις ίδιες ιδέες,  δεν αποτελεί ένα συμπτωματικό φαινόμενο που συνέβη μία δύο φορές στην ιστορία των ιδεών, αλλά μία συχνά επαναλαμβανόμενη πραγματικότητα, η οποία ερείδει την επαναληψιμότητά της, αφενός στην πάγεια απορία που προκαλεί η ουσία των όντων, και αφετέρου στο γεγονός της λησμόνησης ή απώλειας προκατεκτημένων ευποριών. Διότι, την παρουσιαζόμενη ως προδιαγεγραμμένη άφιξη στα ίδια θέματα, την επαναφορά του στοχασμού στις ίδιες απορίες, την κινητοποιεί η πάγεια και ασίγαστη απορητικότητα των αποριών αυτών, αλλά ταυτόχρονα και η λησμόνηση της ύπαρξης των κατακτημένων ευποριών του παρελθόντος.

Τα χωρία αυτά συνδέονται με το χωρίο Μετά τα Φυσικά Ζ΄ 1028 b 2, προσθέτοντας ότι κι άλλα μείζονα ερωτήματα, πέραν του οντολογικού ερωτήματος,  έχουν τη  δυνατότητα να προκαλούν την επανέλευση του στοχασμού σε αυτά, είτε διότι ενέχουν δυσαπόσβεστη απορητικότητα, είτε διότι οι κατεκτημένες ευπορίες έχουν λησμονηθεί. Για αυτήν την επαναλαμβανόμενη άφιξη στα ίδια, η οποία μπορεί να εκληθεί ως μία διαχρονική ανακύκλιση των ίδιων ιδεών, ομιλεί και το χωρίο  Μετεωρολογικά  339 b 27- 29, αναφορικά με τα στοιχεία που συνθέτουν τον κόσμο, τον αιθέρα, τις αρχαιόγονες κοσμογονικές αντιλήψεις εν γένει: «οὐ γάρ δή φήσομεν ἅπαξ οὐδέ δις οὐδ’ ὀλιγάκις τάς αὐτάς δόξας ἀνακυκλεῖν γινομένας ἐν τοῖς ἀνθρώποις, ἀλλ’ ἀπειράκις». Επίσης, ανάλογη αναφορά κάνει ο Αριστοτέλης για τις ανακαλύψεις και τις επινοήσεις στην πολιτική και πολιτειακή σκέψη, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο επανεύρεσης μέσα στην ιστορική πορεία: «Σχεδόν μέν οὖν καί τά ἄλλα δεῖ νομίζειν εὑρῆσθαι πολλάκις ἐν τῷ χρόνῳ, μᾶλλον δ’ ἀπειράκις…ὥστε καί τά περί τάς πολιτείας οἴεσθαι δεῖ τόν αὐτόν ἔχειν τρόπον»[26]. Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε, ότι η ευπορία στην συγκεκριμένη ομάδα χωρίων, παρουσιάζεται ως μία εφικτή κατάκτηση, η οποία παρ’ ότι επιτυγχάνεται, υπόκειται στη λησμόνηση, που επιφέρει ο χρόνος και έτσι καθίσταται μία αενάως επαναδιεκδικούμενη κατάκτηση. Η λησμόνηση είναι μία επικουρική αιτία που προκαλεί την επιστροφή του στοχασμού στα ίδια θέματα.

  1. Ανασκόπηση

 

Από την εξέταση των συναφών χωρίων προκύπτει ότι η έννοια ευπορία λαμβάνει εντός του αριστοτελικού κειμένου πλήθος σημασιών, εκτεινομένων, από την έννοια της απόλυτης καρποφόρου κατάληξης της έρευνας, ως την μετριασμένη έννοια της προσωρινής απεδέσμευσης ως προϋποθέσεως για την προχώρηση του στοχασμού, και, ακόμη, την ριζικά αποδυναμωμένη και σχετικοποιημένη και προσωρινή ευπορία, που επιτρέπει στο οντολογικό ερώτημα να επιτευχθεί.  Η αξιοσημείωτη αυτή ποικιλία των σημασιολογικών αποχρώσεων, που λαμβάνει η λέξη ευπορία στο αριστοτελικό κείμενο, σχετίζεται, εκτός της αρχικώς επισημασμένης νοηματικής αμφισημίας που ο όρος εμπεριέχει, με την θεματική και το ευρύτερο νοηματικό πλαίσιο εντός του οποίου χρησιμοποιείται. Παρατηρήσαμε, ότι σε κείμενα Λογικής, έχει τη σημασία του αποθέματος, της επάρκειας, συνήθως διαθέσιμων συλλογισμών, ή συλλογιστικών τεχνικών, θεωρημάτων, παραδειγμάτων, κλπ. Σε κείμενα πολιτικού ή οικονομικού περιεχομένου η λέξη χρησιμοποιείται με  έννοια που αναλογεί στην τρέχουσα σημασία του πόρου ως προσόδου, χρηματικού μέσου[27]. Στα Μετά τα Φυσικά, αλλά και σε άλλα κείμενα με φιλοσοφικό περιεχόμενο, όπου η έρευνα έχει υψηλές γνωσιολογικές αξιώσεις, η έννοια ευπορία σημαίνει ακριβώς την ικανοποίηση των γνωριστικών αυτών αξιώσεων, την καρποφορία της έρευνας. Αλλά και στα Μετά τα Φυσικά, παρατηρήσαμε ότι η έννοια δεν έχει αυστηρά καθορισμένο νόημα, αλλά προσλαμβάνει μία σειρά από σημασίες, οι οποίες αποτελούν, μάλλον, διαβαθμίσεις σε μία νοητή κλίμακα, η οποία εκτείνεται από την ιδανική ικανοποίηση της φιλοσοφικής έρευνας και την εύρεση της αλήθειας, ως την σχετικοποιημένη και προσωρινή  υπέρβαση μίας δυσκολίας.

Η περίπτωση του οντολογικού ερωτήματος, το οποίο παρουσιάζεται ως κατεξοχήν αρνούμενο την δυνατότητα της απάντησής του, επιφέρει μία ουσιαστική αμφισβήτηση της έννοιας της ευπορίας, ή σωστότερα της δυνατότητας της ευπορίας να επέλθει. Το ερώτημα αυτό, και τα παρόμοια φιλοσοφικά ερωτήματα, μειώνουν το νοηματικό περιεχόμενο και τη νοηματική φόρτιση της ευπορίας και την καθιστούν μία εύχρηστη υποδήλωση της καλής προαγωγής του στοχασμού, της προόδου του στοχασμού. Δεν θα ήταν λάθος να παρατηρήσουμε ότι η νοηματική επιφόρτιση της λέξης ευπορία με το νόημα της οριστικής επίλυσης ενός μείζονος φιλοσοφικού προβλήματος, η γενικότερα με την έννοια της οριστικής επαρκούς επίλυσης οποιουδήποτε ζητήματος, αποτελεί μία υπερτιμητική, υπερμέτροπα αντιμετώπιση της λέξης αυτής.

 Ο Αριστοτέλης χρησιμοποίησε, εμβόλιμα, την οικογένεια λέξεων απορία, διαπορία, ευπορία, ως μία εύχρηστη έκφραση, που δηλώνει τη μετάβαση από την κατάσταση της στοχαστικής αδυναμίας σε μία κατάσταση στοχαστικής ικανοποίησης. Η ευπορία ως λέξη δεν επιφορτίζεται με την υποχρέωση να ταυτιστεί σημασιολογικά με την απόλυτη επιδίωξη της φιλοσοφίας. Η ευπορία δεν εκφράζει αποκλειστικά, δεν είναι ο άριστα εκφρασμένος προορισμός, αλλά μία συνώνυμη έκφραση, ανάμεσα σε πολλές άλλες[28], του υψηλού στόχου της φιλοσοφικής έρευνας. Μία πιο φορτισμένη ερμηνεία της ευπορίας θα ήταν, για τον μεγαλειωδώς νηφάλιο στοχασμό του Αριστοτέλη, μία αγκύλωση. Ο υψηλός στόχος της φιλοσοφικής έρευνας, υπερβαίνει τις εκφράσεις που υιοθετεί και χρειάζεται πολλές τέτοιες για να εκφραστεί.

[1]  Ηθ. Νικ. Η΄ 1145 b 2-7.

[2] Ηθ. Νικ. Η΄ 1145 b 2.

[2] Ηθ. Νικ. Η΄ 1146 b 6-8.

[3] Πρβλ. Aubenque, Pierre  “Sur la Νotion Aristotelicienne d´ Αporie”, στο “Aristote et Les Problemes de Methode”, του Symposium Aristotelicum ΙΙ, 1961, Louvain, σελ 12. κ.ε.

[4] ΜτΦ. 982 a 14-17: «καί τῶν ἐπιστημῶν δέ τήν αὑτῆς ἕνεκεν καί τοῦ εἰδέναι χάριν αἱρετήν οὖσαν μᾶλλον εἶναι σοφίαν τήν τῶν ἀποβαινόντων ἕνεκεν, καί τήν ἀρχικωτέραν τῆς ὑπηρετούσης μᾶλλον σοφίαν».

[5] Πολιτικών Δ΄ 1293 a 3 «εὐπορία προσόδων», Γ΄ 1279 b 27, Β΄ 1273 a 35, Ε΄ 1307 a 19 «οἱ ἐν ταῖς εὐπορίαις», Δ΄ 1300 a 2 «ὅταν εὐπορία τις μισθός τοῖς ἐκκλησιάζουσιν», Ε΄ 1309 a 26 «τῶν ἀπόρων εἰς εὐπορίαν καθίσταιντο πλείους», Ζ΄ 1320 a 35 «ὅπως εὐπορία γένοιτο χρόνιος», Ηθ. Μεγ. Α΄ 1192 b 4 «ἐνδείκνυσθαι τήν ἑαυτοῦ εὐπορίαν», Ρητ. προς Αλεξ. 1422 a 13 «χρήματα καί προσόδων εὐπορία», κλπ.

[6] Αν. Πρ. Ι,  43 a 17.

[7] Παρόμοια σημασία έχει η λέξη ευπορία στα παρακάτω χωρία Τοπ. Α΄ 105 a 22 «τά δ’ ὄργανα δι’ ὧν εὐπορήσομεν τῶν συλλογισμῶν ἐστί τέτταρα», Τοπ. Β΄ 111 b 33 «ἔτι ὁ σοφιστικός τρόπος, τό ἄγειν εἰς τοιοῦτον πρός ὅ εὐπορήσομεν ἐπιχειρημάτων», Ηθ. Νικ. Ι΄ 1166 a 26 «καί θεωρημάτων δ’ εὐπορεῖ τῇ διανοίᾳ», επίσης τα χωρία  Τοπ. Α΄ 102 a 11, 108 b 14, Τοπ. Β΄ 112 a 24, Τοπ. Θ΄ 163 b 5 «τοῦτο γάρ πρός τε τό βιάζεσθαι πολλήν εὐπορίαν ποιεῖ», κ.α.

[8] Π.χ. Ρητ. προς Αλέξ. 1422 a 29-34: «Τό μέν οὖν δίκαιο οἷόν ἐστι, πρότερον ἡμῖν δεδήλωται· τό δέ ὅμοιον τῷ δικαίῳ τοιόνδε εστίν· ὥσπερ γάρ δίκαιον νομίζομεν τό τοῖς γονεῦσι πείθεσθαι, τόν αὐτόν τρόπον προσήκει τούς υἱεῖς μιμεῖσθαι τάς τῶν πατέρων πράξεις· καί καθάπερ τούς εὖ ποιήσαντας ἀντευεργετεῖν δίκαιόν ἐστιν, οὕτω τούς μηδέν κακόν ἐργασαμένους ἡμᾶς δίκαιόν ἐστι μή βλάπτειν. τό μέν οὖν ὅμοιον τῷ δικαίῳ τοῦτον τόν τρόπον δεῖ λαμβάνειν».

[9] Ρητ. προς Αλέξ. 1422 a 34-38: «τό μέν οὖν ὅμοιον τῷ δικαίῳ τούτον τόν τρόπον δεῖ λαμβάνειν· ἐκ δέ τῶν ἐναντίων χρή καταφανές ποιεῖν αυτό· καθάπερ γάρ τούς κακόν τι ποιήσαντας δίκαιόν ἐστι τιμωρεῖσθαι, οὕτω καί τούς εὐεργετήσαντας προσήκει ἀντευεργετεῖν». Επίσης, Ρητ. προς Αλεξ. 1422 b 36-40: «τά μέν οὖν ὅμοια τῷ συμφέροντι τοῦτον τόν τρόπον μετιών πολλά ποιήσεις· ἐκ δέ τῶν ἐναντίων ὧδε τό συμφέρον ἔσται καταφανές».

[10] ΜτΦ Α΄ 982 b 31 ως  983 a 11. «”Θεός ἄν μόνος τοῦτ’ ἔχοι γέρας”, ἄνδρα δ’ οὐκ ἄξιον μή οὐ ζητεῖν τήν καθ’ αὑτόν ἐπιστήμην… ἡ γάρ θειοτάτη και τιμιωτάτη· τοιαύτη δέ διχῶς ἄν εἴη μόνη· ἥν τε γάρ μάλιστ’ ἄν θεός ἔχοι, θεία τῶν ἐπιστημῶν ἐστί, κἄν εἴ τις τῶν θείων εἴη. μόνη δ’ αὕτη τούτων ἀμφοτέρων τετύχηκεν· ὅ τε γάρ θεός δοκεῖ τῶν αἰτίων πάσιν εἶναι καί ἀρχή τις, καί τήν τοιαύτην ἤ μόνος ἤ μάλιστ’ ἄν ἔχοι θεός. ἀναγκαιότεραι μέν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ’ οὐδεμία.»

[11] Σύμφωνα με τη μετάφραση του Tredennick, Hugh, στην έκδοση LOEB, Aristotle, “The Metaphysics” (LOEB CLASSICAL LIBRARY, Harvard University Press 1956): “for they may throw some light upon subsequent difficulties”.

[12] Περί Ψυχής Β΄ 412 a 1-5.

[13] ΜτΦ Ζ΄ 1028 b 3.

[14] Επίσης, Ηθ. Νικ. Κ΄ 1174 a 13: «Τί δ’ ἐστίν ἤ ποῖον τι, καταφανέστερον γένοιτ’ ἄν ἀπ’ ἀρχῆς ἀναλαβοῦσιν». Τα χωρία αυτά παρουσιάζουν νοηματική συνάφεια με τις ρήσεις του Πλάτωνος Νόμοι 659 c «δοκεῖ μοι… ὁ λόγος εἰς ταὐτόν περιφερόμενος ἥκειν», ΙΙΙ 688 b «ἥκει δή πάλιν ὁ λόγος εἰς ταὐτόν».

[15] Περί Ουρανού Α΄ 270 b 4-5.

[16] Ηθ. Ευδ. Η΄ 1246 a 13: «τό δέ τῆς ὑπεναντιώσεως ταύτης καί μάλ’ εὔλογον». (Το χωρίο αναφέρεται στην παρουσία των φίλων, ότι δηλαδή ενώ είναι γενικώς επιθυμητό να είναι κοντά μας, εντούτοις είναι στιγμές και ειδικοί λόγοι που μας κάνουν δικαίως να μη θέλουμε αυτοί να είναι κοντά, όπως πχ σε δυσάρεστες στιγμές, σε ατυχίες).

[17] Παραθέτουμε χωρία στα οποία παρουσιάζεται η σχετική ή μερική γνώση ενός ζητήματος, είτε ως αιτία παρανοήσεων είτε ως δεδομένος και αποδεκτός τρόπος προσέγγισης του ζητήματος αυτού. Στο Περί Γενέσεως και Φθοράς, 323 b 18-19 «Αἴτιον δέ τῆς ἐναντιολογίας ὅτι δέον ὅλον τι θεωρῆσαι μέρος τι τυγχάνουσι λέγοντες ἑκάτεροι». Στο Φυσ. Ακρ. Γ΄ 206 a 12-14 «ὅταν δέ διωρισμένων οὕτως μηδετέρως φαίνηται ἐνδέχεσθαι, διαιτητοῦ δεῖ, καί δῆλον ὅτι πώς μέν ἔστιν πώς δ’ οὔ». Επίσης, στο Φυσ. Ακρ. Β΄ 194 b 9 «μέχρι δή πόσου τόν φυσικόν δεῖ εἰδέναι τό εἶδος καί τό τί ἐστιν; ή ώσπερ ιατρόν νεύρον ή χαλκέα χαλκόν, μέχρι του.» Επίσης Φυσ. Ακρ. Α΄ 185 b 34 – 186 a 3: «ἐνταῦθα δέ ἤδη ἠπόρουν, καί ὡμολόγουν τό ἕν πολλά εἶναι, ὥσπερ οὐκ ἐνδεχόμενον ταὐτόν ἕν τε καί πολλά εἶναι, μή τἀντικείμενα δε· ἔστι γάρ τό ἕν καί δυνάμει καί ἐντελεχείᾳ».

[18] ΜτΦ Ζ΄ 1028 b 2-4.

[19] ΜτΦ Α΄ 993 b 15.

[20] ΜτΦ Ζ΄ 1028 b 4-9.

[21] Asclepii, In Aristotelis Metaphysicorum libros A-Z commentaria (CAG, Vol. vi, pars ii, ed. Michael Hayduck, Berolini 1904), σελ. 378 στ. 21. Άλλοι σχολιαστές, όπως ο Αλέξανδρος και ο Συριανός δυστυχώς, δεν μας παρέχουν κανένα περαιτέρω σχόλιο.

[22] ΜτΦ Α΄ Έλαττον 993 b 6-11. Παρατηρούμε ότι εδώ παρουσιάζεται ως δυσέφικτη η σύλληψη του μέρους εν αντιθέσει με την πάγεια θέση του Αριστοτέλη ότι η σύλληψη των γενικών και των καθολικών ενέχει την μέγιστη δυσκολία, όπως πχ στα Αν. Υστ. Α΄ 72 a 2-5: «λέγω δέ πρός ἡμᾶς μέν πρότερα καί γνωριμότερα τά ἐγγύτερον τῆς αἰσθήσεως, ἁπλῶς δέ πρότερα καί γνωριμότερα τά πορρώτερον. ἔστι δέ πορρωτάτω μέν τά καθόλου μάλιστα, ἐγγυτάτω δέ τά καθ’ ἕκαστα». Το χωρίο αυτό είναι δυσερμήνευτο. Ο Ασκληπιός, (Asclepii In Aristotelis Metaphysicorum σελ 117 στ. 13 κ.ε.) παρατηρεί την αναντιστοιχία ανάμεσα σε αυτό που λέγεται προηγουμένως, ότι δηλαδή κάθε ένας από τους στοχαστές προσλαμβάνει ένα μέρος από την «φύση» και συνακόλουθα την ουσία, και ότι εκ της συνδρομής όλων των αποσπασματικών προσεγγίσεων επιτυγχάνεται η πρόοδος, ενώ τώρα παρουσιάζει την πρόσληψη του μερικού ως «χαλεπωτάτη», και την εξηγεί ως εξής: «πρός ὅ ἐροῦμεν ὅτι ἀνωτέρω μέρος ἔλεγε τό ὅλως ἐλθεῖν εἰς ἔννοιαν καί ἐφάψασθαι αὐτῆς, οὐ τῆς οὐσίας αὐτής, ἀλλ’ ἐννοῆσαι περί αὐτῆς ὅτι ἀσώματός ἐστιν, εἰ τύχοι. ἐνταῦθα δέ φησί περί τῆς οὐσίας. ἡ γάρ ὕπαρξις αὐτῆς ἤ ὅλη διαγιγνώσκεται ἤ οὐ γιγνώσκεται». Ο Ιπποκράτης Γ. Αποστόλου, (Hippocrates G. Apostle, “Aristotle´s Metaphysics”, Indiana University Press 1966, σελ. 269), ερμηνεύει τη δυσκολία εξηγώντας ότι η ρήση του Αριστοτέλη βασίζεται στην αναλογία όλου και μέρους· η αλήθεια αντιστοιχεί με την πόρτα και ένα μέρος της αλήθειας αντιστοιχεί με ένα μέρος της πόρτας. Υπ’ αυτήν την έννοια, η ευστοχία επί του όλου είναι εύκολη ενώ η ευστοχία επί ενός τμήματος είναι χαλεπή.

[23] Περί της διττής διάστασης της χαλεπώτητας γράφει ο Αλέξανδρος Αφροδισιεύς (Alexandri Aphrodisiensis, In Aristotelis Metaphysica commentaria (CAG, Vol. I), ed. Michael Hayduck, Berolini 1891, σελ. 104 στ. 18 ): «οἱ δέ τρόποι τῆς χαλεπότητος δύο, εἷς μέν ὁ παρά τοῦ πράγματος· θεωρουμένην φύσιν, τοιούτου ὄντος ὡς τῇ αὐτοῦ φύσει δυσθεώρητον εἶναι, δεύτερος ὁ διά τήν τοῦ θεωροῦντος αὐτό ἀσθένειαν». Για το ίδιο θέμα ο Ασκληπιός (Asclepii, In Aristotelis Metaphysicorum, σελ. 117 στ. 24) γράφει: « χαλεπότης κατά δύο τρόπους χαρακτηρίζεται, διά τά γινωσκόμενα διά τά γινώσκοντα· οὖν χαλεπώτης οὐκ ἔστιν ἐν τοῖς πράγμασι, τουτέστι διά τήν ἡμετέραν ἀσθένειαν».

[24] Πχ ΜτΦ Β΄ 997 b 5 «πολλαχῇ δέ ἐχόντων δυσκολίαν», ΜτΦ Λ΄ 1074 b 17 «ἔχει τινάς δυσκολίας», ΜτΦ Ν΄ 1091 b 23 «συμβαίνει γάρ πολλή δυσχέρεια, ἥν ἔνιοι φεύγοντες ἀπειρήκασιν», ΜτΦ Μ΄ 1086 b 12 «αὕτη μέν οὖν αὐτή καθαὑτήν εἴη τις ἄν δυσχέρεια τῶν εἰρημένων», ΜτΦ Μ΄ 1085 b 17 «τό δἐκ μορίου ἄλλας ἔχει πολλάς δυσχερείας», Περί Αναπνοής 474 a 23-24 «τά μέν οὖν παρά τῶν ἄλλων εἰρημένα περί τοῦ ἀναπνεῖν τοιαύτας καί τοσαύτας ἔχει δυσχερείας», κλπ.

[25] ΜτΦ Λ΄ 1074 b 10-12.

[26] Πολιτικά Η΄ 1329 b 25-27.

[27] Πολ. Α΄ 1259 a 12  «…εὐπορήσαντα χρημάτων ὀλίγων…», Πολ. Α΄ 1257 b 15, Οικ. Β΄ 1347 b 2 «…οὐκ εὐπορούμενοι χρημάτων…», Οικονομικών Β΄ 1351 a 22 «…καί εὐπόρησε χρημάτων…»

[28] Λύσις, ΜτΦ Β΄ 995 a 29 «Λύσις τῶν ἀπορουμένων ἐστί», Εὕρεσις, Ηθ. Νικ. Γ΄ 1112 b 19 «τό πρῶτον αἴτιον, ὅ ἐν τῇ εὑρέσει ἔσχατόν ἐστι», ΜτΦ Β΄ 996 b 21 «Ἡ λύσις τῆς ἀπορίας εὕρεσις ἐστίν», Ἀλήθεια, Φυσ. Ακρ. Α΄ 191 a 24-25 «ζητοῦντες γάρ οἱ κατά φιλοσοφίαν πρῶτοι τήν ἀλήθειαν καί τήν φύσιν τῶν ὄντων», κλπ.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας στον ιστό.
Explore
Drag