«Τα ήκιστα συμβάλλοντας, μεγάλα λογχίζουμε τη γη». Το μέλλον του περιβάλλοντος διακύβευμα στο σχετισμό μας με το χώρο
Ανακοίνωση στο Διεθνές Συνέδριο Φιλοσοφίας, Καλαμάτα 2010
Προκειμένου να ελέγξουμε φιλοσοφικά τη δυνατότητα αλλαγής της σχέσης μας με το περιβάλλον, οφείλουμε να διερευνήσουμε θεμελιακά τη δυνατότητα αλλαγής της σχέσης μας με το χώρο, αν παραδεχόμαστε ότι ο χώρος με ότι περιέχει, είναι η πιο πρωτογενής αναφάνιση και διάθεση του περιβάλλοντος στον άνθρωπο. Δηλαδή να μην αρκεστούμε στη σκέψη ότι το ζήτημα του περιβάλλοντος είναι θέμα ηθικής τάξης, αλλά να ελέγξουμε τη φύση της σχέσης ανθρώπου-περιβάλλοντος, κυρίως με βάση τις δυνατότητες που μας διαθέτει ο χώρος. Πχ ο τρόπος σχετισμού που επιτρέπει και παρέχει ο χώρος στον κάτοικο της ερήμου είναι διαφορετικός από τον τρόπο σχετισμού που επιτρέπει και παρέχει ο χώρος στον κάτοικο του βουνού. Αλλά πέραν του ειδικού τρόπου που διατίθεται ο χώρος σε κάθε γεωγραφικό σημείο του, ο χώρος οπουδήποτε διατίθεται με έναν ενιαίο τρόπο, ο οποίος εμπεριέχει και ορίζει το ρεπερτόριο των δυνατοτήτων σχετισμού του ανθρώπου μαζί του.
Ανοχή και υποχώρηση, είναι ένας βασικός τρόπος με τον οποίο ο χώρος διατίθεται στον άνθρωπο. Ο χώρος διατίθεται υποχωρών και ανεχόμενος την δράση μας. Το φτυάρι που βυθίζεται στο χώμα, επωφελείται από την υποχωρητικότητα του χώρου. Το υποχωρητικό εξαντλεί το εισδυτικό, με τρόπο που παρέχει ικανοποίηση στο εισδυτικό, διατηρούμενο το ίδιο κυρίαρχο, υποδεξάμενο τις εκδοχές της είσδυσης.
Όλη η ανθρώπινη δράση εκδορές στην επιφάνεια του κόσμου. Το μέγεθος του χώρου είναι εκείνη η κατηγορία που παρέχει την υποχωρητικότητα του χώρου.
Η προϊούσα ανατροπή της αναλογίας μεγεθών, (περιβάλλοντος και ανθρώπινης παρέμβασης) επιφέρει κραδασμό στην υποχωρητικότητα του χώρου και ο χώρος αρχίζει να αντιστέκεται. Η περιβαλλοντική κρίση μπορεί να ειδωθεί ως αντίδρασαη του χώρου στην αύξηση του μεγέθους της ανθρώπινης παρέμβασης στο περιβάλλον. Και μιλάμε με όρους μεγέθους χωρίς να εξαιρούμε την ποιοτική διάσταση της παρέμβασης, αφού και αυτή ανάγεται σε μέγεθος παρέμβασης. Άλλωστε, το αίτημα, πχ, του περιορισμού της κατανάλωσης ενέργειας που ζητείται από τους πολίτες, εξειδικεύει το μείζον αίτημα της αποκατάστασης μιας αναλογίας μεγέθους παρέμβασης και ανοχής, είσδυσης και υποχωρητικότητας.
Χώρος:
Έχει υποστηριχθεί ότι ένα θεμελιώδες οντικό χαρακτηριστικό του χώρου είναι ότι είναι «περιέχων». Ο περιέχων χώρος. Το χαρακτηριστικό αυτό του χώρου του προσδίδει μια οντολογική υπεροχή σε σχέση με όλα τα άλλα όντα τα οποία περιέχει, τα περιεχόμενα όντα. Υπάρχει η άποψη ότι το μέγεθος του χώρου, στο οποίο εμείς θα αποδώσουμε οντολογική προτεραιότητα σε σύγκριση με το περιέχειν, κερδίζει την αισθητότητά του χάριν του περιέχεσθαι. Μόνο μέσα στον περιέχοντα χώρο, ο περιεχόμενος άνθρωπος, αισθάνεται και βιώνει το μέγεθος του χώρου. Δηλαδή, ότι το μέγεθος του χώρου αισθητοποιείται στη συνθήκη του περιέχεσθαι. Αυτήν την οντολογική πρωτοκαθεδρία του περιέχειν έναντι του μεγέθους του χώρου, οφείλουμε να σταθούμε και να την ελέγξουμε. Θα αναφερθούμε σε μια διάσταση αυτής της πρωτοκαθεδρίας του περιέχειν που είναι η ολοκληρωτικότητα.
Η ολοκληρωτικότητα αισθητοποιείται κυρίως στη συνθήκη του περιέχεσθαι. Τι εννοούμε; Είναι μέσα στην έννοια του περιέχεσθαι η ολοκληρωτικότητα του περιέχεσθαι, δηλαδή ότι υφίσταται το περιέχεσθαι όταν καθ’ ολοκληρίαν το περιεχόμενο περιέχεται. Πχ στην περίπτωση ενός ανθρώπου που βρίσκεται σε ένα δωμάτιο, είναι καθ’ολοκληρίαν περιεχόμενος. Ασφαλώς υπάρχει η δυνατότητα για ένα είδος μερικού ή ανολοκλήρωτου περιέχεσθαι, πχ όταν βρισκόμαστε σε μια μπανιέρα και το κεφάλι μας παραμένει εκτός. Όμως με πλήρες νόημα, κατά κυριολεξία, η συνθήκη του περιέχεσθαι είναι ολοκληρωτική.
Εδώ υπάρχει κάτι που πρέπει να το προσέξουμε: Η συνθήκη του περιέχεσθαι, επιβάλλει την αίσθηση του περιέχεσθαι, ανεξαρτήτως της αναλογίας μεγεθών περιέχοντος/περιεχομένου. Δηλαδή, όχι μόνο επιτυγχάνεται αλλά και αισθητοποιείται πλήρως το περιέχεσθαι ανεξαρτήτως του μεγέθους του περιέχοντος. Στο παράδειγμά μας, το περιέχεσθαι έχει επιτευχθεί και αισθητοποιηθεί από τη στιγμή που ο άνθρωπος βρίσκεται, περιέχεται στο δωμάτιο, ανεξαρτήτως του μεγέθους του δωματίου. Δηλαδή, αφότου κάτι γίνει περιεχόμενο, έκτοτε περιέχεται, αδιάφορα από το μέγεθος του περιέχοντος. Το περιέχον επιβάλλει ολοκληρωτικό το περιέχεσθαι σε όλα τα περιέχόμενα.
Η διαπίστωση αυτή είναι σημαντική γιατί μπορεί να αποτελέσει τη βάση σχετικοποίησης της οντολογικής προτεραιότητας του περιέχειν ως πυρηνικό χαρακτηριστικό του χώρου. Ας δούμε γιατί: Αν το περιέχειν είναι το ουσιαστικότερο στοιχείο του χώρου και το περιέχεσθαι ο διαθέσιμος και μόνος δυνατός τρόπος βίωσης του χώρου για τα περιεχόμενα όντα, τότε ο παράγοντας μέγεθος φαίνεται να μην συντελεί ουσιαστικά στην εκδήλωση αλλά και τη βίωση του χώρου. Διότι, όπως είπαμε, από τη στιγμή που επιτεύχθηκε το περιέχειν, ο χώρος ως περιέχων εκπλήρωσε το νόημά του και καθόρισε το βίωμά του για το περιεχόμενο. Και αυτό ανεξαρτήτως του μεγέθους του χώρου.
Μπορεί η συνθήκη του περιέχεσθαι να μην επηρεάζεται από το μέγεθος του περιέχοντος, όμως η πραγματικότητα και η βίωση του χώρου από τον περιεχόμενο άνθρωπο δεν μπορεί να εξαντληθεί στο περιέχεσθαι. Είναι σαν αφότου επιτευχθεί το περιέχεσθαι ο χώρος να έχει ολοκληρώσει το νόημά του και το βίωμά του. Δεν είναι όμως έτσι. Ο χώρος εκδηλώνεται και ουσιαστικοποιείται, εκτείνοντας την ανενόχλητη χωρικότητά του, πολύ πέρα από την επίτευξη του περιέχεσθαι. Και δεν αναφερόμαστε στα ειδικά χωρικά χαρακτηριστικά που μπορεί να λαμβάνει ο χώρος στις διάφορες μεριές του, τα κατά συμβεβηκός χωρικά χαρακτηριστικά, (πχ τοπολογικές ιδιαιτερότητες, κλπ) αλλά για το βίωμα του χώρου που παρέχει το μέγεθος του χώρου. Αυτή η ανόριστη απλωσιά, η ανοιχτότητα. Το μέγεθος είναι ένα ενιαίο χαρακτηριστικό του χώρου, που κείται στην ουσία του χώρου και της αισθητότητάς του. Προτείνω να μην αρκεσθούμε στο περιέχειν ως πρωτεύον οντικό χαρακτηριστικό του χώρου. Διότι και ο περιέχων χώρος φαίνεται να στηρίζει την ικανότητα του περιέχειν στο μέγεθος. Το μέγεθος του χώρου είναι εκείνη η ιδιότητα του χώρου η οποία του δίνει την ικανότητα να είναι περιέχων. Διότι κάθε στιγμή ο χώρος καθίσταται περιέχων πάνω στη βάση του ότι μπορεί να το κάνει αυτό. Άρα το μέγεθος ικανώνει, ως προϋπόθεση, το χώρο να είναι περιέχων.
Όμως αν αφεθεί έτσι αυτή η σκέψη φαίνεται σαν κάτι να λείπει. Διότι θέσαμε στον πυρήνα της ουσίας του χώρου, ένα μέγεθος το οποίο είναι συνυφασμένο με τη δεκτικότητα σε έκπτυξη και πύκνωση, σε έκταση και συμμάζεμα. Ένα μέγεθος επίκοινο που χαρακτηρίζει όλα τα όντα και δέχεται άπειρες μεταβλητές. Για να ισχυριστούμε ότι το μέγεθος είναι εγγύτερα στην ουσία του χώρου, απ’ ότι είναι στην ουσία άλλων όντων, πρέπει να πείσουμε ότι υφίσταται ένα είδος εξαιρετικής μετοχής του χώρου στο μέγεθος ή ένα πολύ ξεχωριστό είδος σχέσης χώρου και μεγέθους.
Και εδώ η συλλογιστική πορεία θα επιχειρήσει μια ασυνήθιστη οντολογική αναγνώριση. Θα αναγνωρίσει τον Υπερθετικό του μεγέθους, τον Υπερθετικό ως το ουσιωδέστατο οντικό χαρακτηριστικό του χώρου. Τί εννοούμε με αυτό; Πώς μπορεί ο Υπερθετικός να τεθεί στον πυρήνα του όντος ως ο οντολογικά πιο δηλωτικός προσδιορισμός; Διότι ο Υπερθετικός δεν δηλώνει παρά μια τιμή που λαμβάνει ένα μέγεθος, δηλαδή ένα συμβεβηκός μέσα στην κλίμακα των δυνατών τιμών που μπορεί να πάρει ένα μέγεθος…
Στην περίπτωση του χώρου, όμως, ο Υπερθετικός του μεγέθους μπορεί πραγματικά να αποτελέσει τον ιδεωδέστερο προσδιορισμό της ουσίας του. Διότι ο χώρος θεωρούμενος ως ο τα πάντα περιέχων, ο Περιέχων, το επιτυγχάνει αυτό, χάριν του ότι συγκεντρώνει την ουσία του στον Υπερθετικό του μεγέθους. Ο χώρος είναι Μέγιστος και αυτό το οντικό του χαρακτηριστικό τον ικανώνει περιέχοντα τα πάντα. Η ουσία του χώρου που συνίσταται στο πλεοναστικό εκτείνεσθαι και στο ολοκληρωτικό περιέχειν, ισχυρίζομαι, ότι μπορεί να συνοψισθεί καίρια από τον Υπερθετικό του μεγέθους: Χώρος ο Μέγιστος.
Μα και το βίωμα, αν ανακαλέσουμε, του χώρου, αναδίδει κυρίως αυτόν τον Υπερθετικό του μεγέθους. Στο ολοκληρωτικό περιέχεσθαι ο άνθρωπος εξαντλεί βηματισμούς εκτατικούς. Ανέφικτο να ικανοποιηθεί η διψαλέα συνέργεια των εξακτινούμενων βηματισμών που διεκδικούν τα εκτατά του χώρου. Η έκταση του χώρου ουσιώνεται στο εκτείνεσθαι, σε μια πανταχόθεν επέκταση του χώρου προς όλες τις κατευθύνσεις, καθώς οι ανθρώπινοι βηματισμοί, διεκδικούν διψαλέα από παντού να περατώσουν το χώρο. Αυτό μπορούμε να το αποκαλέσουμε ξάνοιγμα του χώρου, ή απλούστερα να ακροασθούμε την από την ετυμολογία μαρτυρούμενη δυναμικότητα της έννοιας «έκταση». Διότι η τρέχουσα χρήση της λέξης «έκταση» πχ μια έκταση γης, δηλώνει ένα οριοθετημένο κομμάτι γης και δεν ανταποκρίνεται στην αυθεντική σημασία της λέξης έκταση, που σημαίνει «αυτό που εκτείνεται». Αυτό που εκτείνεται μπορεί να θεωρηθεί και ως αυτό που διαφεύγει τελικά, καθώς είναι στη φύση του να αντιδρά στην εισδυτικότητα του βηματισμού, εκτεινόμενο. Ας σημειωθεί ότι χρησιμοποιούμε τον όρο βηματισμός, ως συνοπτική και συμβολική συνδήλωση όλων των ανθρώπινων δράσεων που συντελούνται στο χώρο και σχετίζονται με το χώρο. Διότι κάθε δράση που συμβαίνει στο χώρο, πέραν του ειδικού έργου που υλοποιεί εκπληρώνει πρωτογενώς έναν σχετισμό με το χώρο και υπόκειται στους όρους σχετισμού με το χώρο όπως και ο βηματισμός.
Η εκτεινόμενη και υπ’ αυτήν την έννοια διαφεύγουσα έκταση, διαφεύγουσα από τη βηματική εξακτίνωση που αποσκοπεί στην εξάντληση της έκτασης και που τελικά υπόκειται η ίδια την εξάντληση, η έκταση που αληθεύει το νόημά της εκτεινόμενη, ανυμνεί και δίδει τον Υπερθετικό του χώρου, το χώρο το Μέγιστο. Ο χώρος ο Μέγιστος, που εκτείνεται καθώς εντός του πασχίζουν και εξαντλούνται οι επίδοξες βηματικές εξακτινώσεις. Διότι ο Χώρος ο Μέγιστος εδράζεται στο εκτείνεσθαι. Η υποχωρητικότητα και η ανοχή του Χώρου είναι τρόπος αισθητοποίησης και βίωσης του εκτείνεσθαι.
Ως τώρα, με τρόπο περιληπτικό αναδείξαμε ότι το περιέχειν δεν είναι το κυρίαρχο οντολογικό χαρακτηριστικό του χώρου. Το μέγεθος είναι το κυρίαρχο οντολογικό χαρακτηριστικό του χώρου και μάλιστα ο Υπερθετικός του μεγέθους. Αποκαλέσαμε το χώρο Μέγιστο, περιγράφοντας την εμπειρία στην οποία μας έχει εναποθέσει ο χώρος. Τώρα πρέπει να δείξουμε πώς μπορεί να νοηθεί ένα είδος διατάραξης της σχέσης μας με το χώρο.
Ο τρόπος που αναπτύξαμε το θέμα, επιλέγοντας να ελέγξουμε φιλοσοφικά τη σχέση μας με το χώρο, μας οδήγησε σε μια αντίληψη του χώρου η οποία αφενός φαίνεται να προσεγγίζει την ουσία του χώρου, από την άλλη φαίνεται να μην απαντάει στο ζήτημα του πραγματικού σχετισμού μας με το χώρο ως περιβάλλον. Διότι αν ο χώρος ο Μέγιστος έχει τη δυνατότητα εξάντλησης και αφομοίωσης όλων των ανθρώπινων βηματικών εξακτινώσεων, καθώς εδράζεται στο εκτείνεσθαι, και επιδεικνύει γι’ αυτό ανοχή και υποχωρητικότητα, στο βαθμό που ο χώρος εκδηλώνεται με τη μορφή του περιβάλλοντος, θα έπρεπε ίσως να έχει ανάλογες δυνατότητες αφομοίωσης. Δηλαδή θα έπρεπε να μπορεί το περιβάλλον να εξαντλεί και να αφομοιώνει το σύνολο της ανθρώπινης παρέμβασης, όπως ο χώρος εκτεινόμενος αντιπαρέρχεται τη βηματική εξακτίνωση. Όμως κάτι τέτοιο δε συμβαίνει και γ’ αυτό είναι υπαρκτό το πρόβλημα του περιβάλλοντος.
Τί ακριβώς συμβαίνει; Μήπως η υπαρκτότητα του περιβαλλοντικού προβλήματος αποτελεί μια ακύρωση της θεωρητικής μας προσέγγισης στην πράξη;
Ας επανεξετάσουμε το επιχείρημά μας σε σχέση με την πραγματικότητα του περιβάλλοντος. Το περιβάλλον αποτελεί την οικεία στον άνθρωπο εκδήλωση του χώρου. Είναι ο χώρος ο βιωτός, ο πραγματικός αισθητός χώρος μέσα στον οποίο οργανώνει τη ζωή του. Το περιβάλλον παρέχεται ως πεδίο μέσα στο οποίο αισθητοποιείται ο χώρος. Όμως, παρότι διαθέτει το πλεονέκτημα της αισθητότητας, λόγω της απτής υλικής φύσης του, δεν μπορεί παρά να είναι εννοιολογικά υποδεέστερος του χώρου. Υποδεέστερος εννοιολογικά υπό την έννοια ότι αποτελεί ένα χωρικό «εκπεφρασμένο», μια χωρική υλοποίηση, δηλαδή έχει περιορίσει τις ιδιότητες του χώρου στα όρια μιας υλικής ποικιλομορφίας. Περαιτέρω και κυριότερα έχει αρκεσθεί σε μια χωρική περατότητα, την οποία προϋποθέτει η υλοποίηση του χώρου. Η ανάληψη από τον χώρο υλικών χαρακτηριστικών, αλλά κυρίως η περατότητα που συνεπιφέρεται, έχουν πολύ σοβαρές συνέπειες: Καταρχήν η περατότητα επιφέρει μια ριζική σχετικοποίηση ή αποστέρηση του ουσιωδέστερου οντικού χαρακτηριστικού του χώρου, που είναι ότι εδράζεται στο εκτείνεσθαι. Αυτό το οντικό χαρακτηριστικό εξαντλούσε τις βηματικές εξακτινώσεις και καθιστούσε το χώρο Μέγιστο και διαφεύγοντα. Η περατότητα που επιβάλλει η υλοποίηση του χωρου, έχει ως αποτέλεσμα την αποστέρηση ή τη σχετικοποίηση αυτού του καίριου χαρακτηριστικού. Το περιβάλλον δεν εδράζεται στο εκτείνεσθαι και ως εκ τούτου δεν είναι Μέγιστο.
Και τι είναι το περιβάλλον; Είναι μέγα και πεπερασμένο. Η αμετροεπής και αδηφάγος αφομοιωτική και εξαντλητική έκταση του χώρου, που συνίσταται στο εκτείνεσθαι, υποκαθίσταται από μια εκτεταμμένη και μεγάλη μεν, αλλά μαχητή, υλοποιημένη ανοιχτότητα, την οποία αντιπαλεύουν αξιόμαχα επίμονοι βηματισμοί. Μπορεί το περιβάλλον να εμφανίζεται στην υποκειμενική αίσθηση ως μια ανυπότακτη και υπερβατικά εκτεταμμένη χωρικότητα που μοιάζει μέγιστη, όμως στην πραγματικότητα είναι απλώς μεγάλη, καθώς είναι πεπερασμένη. Αυτή η διαπίστωση εξηγεί κάτι το οποίο είναι εμπειρικά αποδεδειγμένο, ότι οι βηματισμοί μας στον υλοποιημένο χώρο του περιβάλλοντος δεν αφομοιώνονται όπως αφομοιώνονται και εξαντλούνται από τον εννοιολογικό χώρο. Εδώ αφήνουν ίχνη. Και μπορεί σε ατομικό επίπεδο αυτό που διαθέτει το περιβάλλον ως χώρο να φαίνεται απέραντο και ανεξάντλητο για το βηματισμό μας, με την περιεκτική σημασία που δώσαμε στο βηματισμό, όμως, στη συνέργεια των ανθρώπινων βηματισμών, σ’ αυτήν την ασυνεννόητη συνεργασία βηματικής εξακτίνωσης που υλοποιούμε όλοι μαζί, το περιβάλλον είναι αδύναμα πεπερασμένο. Και περαιτέρω έχει πεπερασμένες δυνατότητες αφομοίωσης και εξάντλησης των ιχνών των βημάτων μας. Πόσες; Λέμε ανάλογες του μεγέθους του περιβάλλοντος. Δηλαδή; Ο περιβάλλων χώρος είναι μεγάλος, το περιβάλλον είναι μεγάλο, και αυτήν την αίσθηση διαθέτει στον άνθρωπο. Τόσες αφομοιωτικές ικανότητες έχει το περιβάλλον, όσο μεγάλο είναι.
Η ανοχή και η υποχωρητικότητα που επιδεικνύει ο χώρος χάριν του μεγέθους του στο βηματισμό μας, παρέχεται από το γεγονός ότι εδράζεται στο εκτείνεσθαι. Συναρτάται δηλαδή με τη νοητότητα της έκτασης του χώρου που θέλει να διαφεύγει εκτεινόμενος και εξαντλώντας το βηματισμό. Άρα, εννοιολογικά ο χώρος, εδραζόμενος στο εκτείνεσθαι και ως εκ τούτου, Μέγιστος, μπορεί να επιδεικνύει μια εξαντλητική ανοχή στη βηματική μας εξακτίνωση. Το περιβάλλον όμως, μέγα αλλά πεπερασμένο, επιδεικνύει ανοχή και υποχωρητικότητα στο βηματισμό μας και τη δράση μας, ανάλογη του πεπερασμένου μεγέθους του. Το φτυάρι που βυθίζεται στο χώμα, επωφελείται από την υποχωρητικότητα του περιβάλλοντος χώρου, όμως δεν είναι ανεξάντλητη η υποχωρητικότητα, ούτε ο αριθμός των φτυαριών που μπορεί να ανεχθεί το χώμα. Υπάρχει ένα πέρας στην υποχωρητικότητα και στην ανοχή του περιβάλλοντος, το οποίο συνδέεται σαφώς με το μέγεθος του ίδιου του περιβάλλοντος και αφετέρου με το μέγεθος της παρέμβασής μας στο περιβάλλον. Υπάρχει μια υπολογίσιμη αναλογία ανάμεσα στην ανοχή και την παρέμβαση και είναι φανερό ότι στις μέρες μας, αυτή η αναλογία έχει διαταραχθεί. Και η αναλογία αυτή είναι αναλογία μεγέθους.
Ζητούμενο εν κατακλείδει της μέριμνας για το περιβάλλον είναι ακριβώς η διαχείριση αυτής της αναλογίας μεγέθους. Το μέγεθος της παρέμβασης ή της παρενόχλησης, η φλυαρία των βηματισμών μας, να μην υπερβαίνει το συνολικό μέγεθος της ανοχής του περιβάλλοντος, που ορίζει το μέγα του περιβάλλοντος. Αυτό το μέγεθος παρέμβασης συναπαρτίζεται από όλες τις δυνατές ποικιλίες παρέμβασης, από τις λεγόμενες ποιοτικές διαστάσεις της παρέμβασης. Σε κάθε περίπτωση, ζητούμενο είναι να τηρείται αυτή η ισορροπία παρέμβασης/ανοχής, που δεν αποτελεί παρά την έμπρακτη αναγνώριση της περατότητας του περιβάλλοντος χώρου που μας διατέθηκε.