Φιλοσοφική Σπασμωδία προ του Θανάτου
Όλοι πεθαίνουν.
Προχωρούμε αργά μια ακατανίκητη κατηφόρα.
Όλος κι όλος ο σαματάς που κάνουμε κατηφορίζοντας.
Μέσα στο στίβο διάγουμε βαριάντες ζωής, δοκιμάζουμε τρόπους ύπαρξης.
Ακολουθούμε ηθικές θεωρίες, ή το ένστικτό μας, παίρνουμε και δίνουμε συμβουλές, θεσπίζουμε νόμους, τηρούμε θέσμια, ενίοτε ανακτούμε πεποιθήσεις και βεβαιότητες, συχνά διδάσκουμε άλλους, ενίοτε καταρρέουμε στη σφαλερότητα, άλλοτε συναρμολογούμε κι άλλοτε αποδομούμε, άλλοτε συλλέγουμε και άλλοτε σκορπίζουμε, βασανίζουμε το χρόνο που μας δόθηκε, με πρότυπα βίου, με φληναφήματα, με φιλοσοφίες και ιδεολογίες, με γιορτές και με πολέμους.
Είμαστε ένα λεφούσι ισχυρογνώμονες μελλοθάνατοι.
Ματαιοπονούμε;
Αν πάρουμε μια κάποια απόσταση, θα μας φανερωθεί το σύνολο των δράσεων του ανθρώπου, ως ένα προθανάτιο βιοτικό χορόδραμα. Μια φρενίτιδα δράσης που αντιπαλεύει το θάνατο που επίκειται.
Από άλλη απόσταση, η ανθρώπινη δράση δεν είναι μια προθανάτια ματαιοπονία, αλλά μια ακολουθία επιλογών και πράξεων ζωτικής σημασίας. Μια ακολουθία επιλογών και πράξεων καθημερινότητας που, μέρα τη μέρα, δίνουν το νόημα του βίου. Από αυτήν την απόσταση, το σύνολο των πράξεων στη διάρκεια μιας ανθρώπινης ζωής φαντάζει αντίλογος στο θάνατο, ένα, μέρα τη μέρα καμωμένο αντεπιχείρημα ζωής απέναντι στο θάνατο.
Είναι παράξενη η μοναξιά ανάμεσα σε τόσους μελλοθάνατους.
Διότι όλα δείχνουν, είτε μέσα στην πορεία, είτε σαν επιχειρείς να πάρεις την απόσταση του παρατηρητή, ότι είσαι μαζί με άλλους, ότι συμπορεύεσαι. Όλα προσομοιάζουν ένα «ομού». Το οποίο, όμως, είναι επιφανειακό.
Η διαδρομή και κυρίως η συνάντηση με το θάνατο είναι ανηλεώς ιδιωτική. Μόνος του ο καθένας πορεύεται το βίο του, καίτοι μέσα στο πλήθος. Μόνος και θνήσκει. Πορευόμαστε όλοι μαζί μια κοινή μοίρα, τη θνητότητα, που κορυφώνεται συντελούμενη στην απόλυτη εξατομίκευση[1]. Ο Χάρος ψιθυρίζει στο αυτί του καθενός μας το τραγούδι του[2]. Η κοινωνική ζωή, παρέχοντας μια επίφαση συνοδείας, απλώς συμβάλλει σε μια προσωρινή λησμόνηση της επικείμενης, αποκλειστικά προσωπικής συνάντησης με το θάνατο[3]. Το πραγματικό και συνάμα τρομακτικό δεδομένο που εισάγει ο θάνατος στη ζωή είναι ότι αφορά κάθε έναν ξεχωριστά και μόνο σε αυτήν την εξατομίκευση συντελεί το αποφασιστικό νόημά του: «Το θνήσκειν είναι κάτι που οφείλει να αναλάβει κάποτε κάθε άνθρωπος. Ο θάνατος, κατά το μέτρο που υφίσταται, είναι κάθε φορά ο δικός μου θάνατος.»[4]
Η έσχατη εξατομίκευση του θανάτου τον καθιστά κορυφαίο αποφασιστικό δεδομένο στη ζωή κάθε ανθρώπου. Αποφασιστικό δεδομένο όχι της ζωής γενικά, ως μιας έννοιας, αλλά της ακριβής ζωής ενός εκάστου. Διότι επιβάλλει έναν πεπερασμένο χρονικό ορίζοντα μέσα στον οποίο θα συντελεστούν κάθε πράξη μας και κάθε επιλογή. Θα ήταν ίσως διαφορετικές οι επιλογές και οι πράξεις μας, αν είχαμε άπειρο χρόνο. Τότε, οι επιλογές μας θα ήταν πιο εύκολες, γιατί θα απαιτούσαν λιγότερη αποφασιστικότητα και υπ‘ αυτήν την έννοια θα ήταν λιγότερο «επιλογές». Η επίγνωση της θνητότητάς μας, ότι δηλαδή ό,τι κάνουμε, ό,τι επιλέγουμε, το κάνουμε συνειδητοποιώντας και συναισθανόμενοι το «πεπερασμένο» μας, δίνει ξεχωριστό νόημα στις επιλογές μας. Διότι τότε μπορούμε να επιλέγουμε και να πράττουμε τα πιο «άξια», και αυτά που εκφράζουν αυτό που θέλουμε και είμαστε[5].
Σε ό,τι αφορά τον αποφασιστικό, νοηματοδοτούντα τη ζωή μας Θάνατο, ο Χάιντεγκερ επισημαίνει ότι διακείμεθα ενώπιόν του εμφορούμενοι από Αγωνία: «Το ρίξιμο στο θάνατο αποκαλύπτεται με πιο αρχέγονο και έντονο τρόπο μέσα στη διάθεση της αγωνίας. Η αγωνία του μπρός στο θάνατο είναι αγωνία «μπρός» στην πιο δική του, ασχέτιστη και μη- παρακάμψιμη δυνατότητα ύπαρξης»[6]. Η αγωνία είναι μια διάθεση, που δεν εξαντλείται στον οικείο φόβο της αποβίωσης αλλά είναι βαθύτερη και πιο περιεκτική.[7] Είναι ο φυσικός τρόπος διάθεσης και ύπαρξης, απέναντι στη θνητότητά μας, σ’ αυτό που αναπόδραστα οδηγούμαστε, όποια πορεία ζωής κι αν επιλέξουμε, ό,τι και να κάνουμε, στο θάνατό μας. [8]
Ο θάνατος έχει αυτήν την ιδιαιτερότητα. Είναι εκείνη η πάγκοινη εμπειρία, η οποία, επειδή είναι πρακτικά αμαρτύρητη και απερίγραπτη, παραμένει απόκρυφη.[9] Βλέπουμε και ξέρουμε, όλοι, ότι πηγαίνουμε να τον συναντήσουμε, αλλά δεν ξέρουμε τίποτε, για το τι είναι εκεί και τι θα συναντήσουμε. Η αγωνία του θανάτου καθορίζεται ιδιαίτερα από άγνοια. Άγνοια για το τι επιφυλάσσει, τι κρύβει ο θάνατος. Άγνοια αμάχητη, που επιβάλλεται με την σκληρή φράξη της γνωριστικής μας δυνατότητας για ό,τι χάσκει επέκεινα.
Η λέξη Άδης έχει ως πιθανότερη ετυμολογία το α- στερητικό και το ἰδεῖν δηλώνοντας[10] αυτό που δεν μπορεί να ιδωθεί και να γνωσθεί. Η Αντίκλεια, στη συνάντησή της με τον γιο της Οδυσσέα στον Άδη, του λέει ότι «στους ζωντανούς είναι ανημπόρετο να τ᾿ αντικρίζουν τούτα, τι ανάμεσά μας άγρια ρέματα, τρανά κυλούν ποτάμια, και πρώτα ο Ωκεανός,(…).»[11] Ο Διογένης στέλνοντας από τον Κάτω Κόσμο μήνυμα στο Μένιππο, μέσω του Πολυδεύκη, εκφράζει την παναθρώπινη αγωνία: «ποιός τάχα ξέρει τί υπάρχει μετά απ᾽ αυτήν τη ζωή;»[12].
Ο θάνατος είναι ένα όριο ιδιάζον. Διότι τερματίζει μεν τη ζωή, συνιστά το πέρας της ύπαρξης, αλλά ταυτόχρονα ορθώνει ένα φράγμα στη γνώση για το τί είναι μετά από αυτόν. Δεν είναι ένα όριο που μπορούμε να δούμε εκατέρωθέν του. Είναι ένα όριο φράγμα.
Ο γνωρισμός λυγίζει μπροστά στο θάνατο. Η φιλοσοφία δεν μπορεί να διαρρήξει το φράγμα. Στην γνωριστική βουλιμία, η κοινή παρατήρηση παραχωρεί μονάχα ένα δεδομένο· ότι όλοι οι τεθνεώτες έχουν συναντήσει το πέρας τους και το έχουν διαβεί. Ότι όλοι επήγαν «εκεί». Ανηλεώς άγνωστο, άβατο για το γνωρισμό, μόνο κατά σύμβαση του λόγου το αποκαλούμε «εκεί» και του αποδίδουμε μια χωρική διάσταση· Ως ό,τι κείται, ό,τι χάσκει, ό,τι υπάρχει, πέραν του ορίου. Επέκεινα. Που μπορεί να είναι και τίποτε. Τι είναι το επέκεινα; ό,τι κείται πέραν του πέρατος της ζωής. Ένας νοητός «τόπος» όπου πηγαίνουν όλοι. Και οι αγαπημένοι μας. Ο ανεπίστροφος.
Η διστακτικότητά μας, η λελογισμένη συγκράτηση να αρθρώσουμε άλλο λόγο για «μετά το όριο», για το επέκεινα, όπως απροκάλυπτα κάνουν οι θρησκείες και εμπνευσμένα η μυθολογία και η λογοτεχνία[13] είναι, όχι απλώς δικαιολογημένη αλλά επιβεβλημένη. Μόνο κινημένοι από τη βουλιμία του γιγνώσκειν, καταχρηστικά, φαντασιωνόμαστε μια κάποια συνύπαρξη, όσων «εκεί» μετέβησαν. Η νοητή αυτή συνύπαρξη, για την οποία τίποτε δεν γνωρίζουμε, ερείδεται στο κοινό στοιχείο, ότι όλοι έχουν διαβεί το Ρουβίκωνα. Όμως, και αυτή είναι κατασκευασμένη, όπως κάθε έννοια χώρου που αποδίδουμε στο θάνατο με το «εκεί». Δεν είναι χώρος του θανάτου, ούτε ο τάφος όπου κείται το σώμα, ούτε το σημείο όπου πέθανε κάποιος, ούτε κάθε νοητός «τόπος» όπου φέρονται να πηγαίνουν οι νεκροί.
Ο θάνατος επιφυλάσσει τον αφανισμό μας, μα συνάμα μας διατηρεί σε ανίατη άγνοια σχετικά με ό,τι μας περιμένει μετά. Η άγνοια αυτή είναι ανυπόφορη και αγωνιώδης, διότι δεν αποκρύβει μια γνώση σχετικά με ένα επιμέρους ζήτημα της ζωής μας, δεν αφορά μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο μόνο, δεν αφορά κάποιους συγκεκριμένους ανθρώπους, αλλά αφορά την ίδια την ύπαρξη της ζωής μας, όλο το μήκος του ιστορικού και ατομικού χρόνου, αφορά τους πάντες. Η άγνοια αυτή, δεν αποστερεί από κάποια περιέργεια την ικανοποίησή της, αλλά μας αποστερεί κάθε δυνατότητα γνώσης αναφορικά με το τι χάσκει πέραν του θανάτου μας, πέραν αυτού του γεγονότος ορίου που μας τελειώνει. Μας αποστερεί κάθε δυνατότητα γνώσης, υποψίας, ψηλάφησης, αυτού που κρύβεται και επιφυλάσσεται μετά το θάνατό μας, το δικό μας και των άλλων.
Η άγνοια αυτή δε συνίσταται απλώς σε μια διαπίστωση ότι δεν έχουμε γνώση για το τι μας επιφυλάσσει ο θάνατος, αλλά συνυποβάλλει την παντελή αδυναμία μας να αποκτήσουμε τη γνώση αυτή. Ο ίδιος ο θάνατος, διακόπτοντας το γνωρισμό, αποστερεί αυτή τη γνώση. «Πᾶν ἀγαθὸν καὶ κακὸν ἐν αἰσθήσει· στέρησις δέ ἐστιν αἰσθήσεως ὁ θάνατος.»[14] Ο Επίκουρος, στην προσπάθειά του να ελαφρύνει τον άνθρωπο από την ανησυχία και το φάσμα αρνητικών σκέψεων για το θάνατο, τονίζει το ασύμπτωτο των δύο καταστάσεων, αλλά και την αναγκαστικά αλληλοαναιρετική φύση των: «ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ᾽ ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν» [15] και έτσι φανερώνει το γνωσιολογικό ανέφικτο της πρόσβασης σε αυτήν την γνώση. Ο θάνατος μας έχει αμετάκλητα αποθέσει σε άγνοια σχετικά με το τι μας επιφυλάσσει.
Εδώ δεν πρόκειται για ένα άλυτο πρόβλημα, από τα μεγάλα που αναγνωρίζει η επιστήμη και τα οποία μάχεται. Ούτε για ένα πρόβλημα που δεν υπάρχει η θεωρητική ή τεχνική υποδομή για να επιλυθεί ακόμα. Δεν πρόκειται καν για τη διαχρονική φιλοσοφική απορία «τό πάλαι τε και νῦν και ἀεί ζητούμενον καί ἀεί ἀπορούμενον τί το ὄν, τοῦτό ἐστι τίς ἡ οὐσία»[16]. Εδώ πρόκειται για άγνοια που αποκλείεται να θεραπευτεί. Διότι η δυνατότητα να θεραπευτεί, να γνωσθεί δηλαδή τι υπάρχει μετά το θάνατο, χάνεται, καταργείται από τον ίδιο το θάνατο. Όπως μας είναι ριζικά απωθητικός και ολότελα ανεπιθύμητος ο θάνατος, δεν μπορεί παρά να είναι αγωνιακή και ανυπόφορη αυτή η άγνοια στην οποία μας παραδίδει ενόσω αυτός λείπει.
Η άγνοια αυτή λέμε ότι είναι ανυπόφορη και αναπόδεκτη διότι αντιβαίνει στην εγγενή μας γνωριστική δίψα[17]. Διότι ο γνωρισμός παλεύει διαρκώς να κατακτήσει γνωστικά πεδία, να απαντήσει ερωτήματα, βρίσκεται διαρκώς σε μια διαδικασία αναζήτησης, η οποία, άλλοτε δίνει αποτελέσματα και άλλοτε αποτυγχάνει, και πάντοτε ξαναπροσπαθεί. Διότι προβάλλει το εφικτό της γνώσης, ότι δηλαδή, με την κατάλληλη προσέγγιση, με τα σωστά ερωτήματα, με προσπάθεια και επιμονή, με την παρέλευση του ερευνητικού χρόνου και την επανάληψη των προσπαθειών, υπάρχει η δυνατότητα της γνώσης, όπως κι αν την εννοεί η γνωριστική επιχείρηση, είτε είναι επιστήμη, είτε φιλοσοφία, είτε ένας πιο ατυποποίητος γνωρισμός. Εδώ, στην περίπτωση του θανάτου, η άγνοια προβάλλει και επιβάλλεται ως μη επιτρέπουσα να αρθεί, ως ανίατη, μπροστά στην οποία λυγίζει ο γνωρισμός και η φιλοσοφία.
Η άγνοια είναι η σκοτεινή όψη του θανάτου. Κοντολογίς, μπορούμε να πούμε ότι η άγνοια είναι ανίατη γιατί είναι προφυλαγμένη από τον ίδιο το θάνατο, που φέρνει τη διακοπή της γνωριστικής δυνατότητας.
Απορία
Η λέξη απορία σημαίνει την παραμονή, την καθήλωση σε μια κατάσταση από την οποία δεν υπάρχει οδός διαφυγής. Η α-πορία δηλώνει ακριβώς αυτήν την έλλειψη πόρων, περασμάτων, από τους οποίους μπορεί κανείς να περάσει και να πορευτεί. Στην περίπτωση της γνώσης, να προχωρήσει την γνωριστική επιχείρηση.
Η απορία είναι μια πρότερη του ερωτήματος, δυσχερής, δύστοκη κατάσταση[18]. Η διατύπωση του ερωτήματος προϋποθέτει την αποκατάσταση της απορίας, δια της εύρεσης «πόρου» εκφυγής από τον παραλυτικό δεσμό της απορίας, την «διαπόρευση» από τον ευρεθέντα πόρο και την «ευπορία» της άφιξης σε μια γνωσιολογικά πλεονεκτική θέση, αυτή της διατύπωσης του ερωτήματος. Η διατύπωση του ερωτήματος είναι ήδη μια επίτευξη, συντελείται μόνον όταν έχει αποκατασταθεί και αρθεί η απορία. Η ίδια η απορία[19] είναι καθήλωση, ολοσχερής αμηχανία και αδυναμία πόρευσης. Γνωσιολογικά, η απορία αποκτά αξία όταν υπερβαθεί η δυστοκία της και μετασχηματισθεί, γίνει πρώιμο στάδιο μιας γνωριστικής προχώρησης. Αλλιώς η απορία είναι δυσφόρητος εγκλωβισμός.
Η απορία ενίοτε εκτονώνεται δια της εύρεσης πόρων, διόδων που απολήγουν σε ερωτήματα. Τα ερωτήματα εκτονώνουν και παύουν την απορία. Άλλοτε πάλι, ολίγαιμη και θνησιγενής, εκπνέει στη λησμονιά. Διαμένουσα η απορία είναι ανάσχεση παραλυτική.
Η άγνοια που μας επιβάλλει ο θάνατος σε μας που ζούμε στα προεόρτιά του, είναι αβυσσαλέα, ανίατη απορία. Ακολουθούμε αθέλητα το θανατικό ρου. Δεσμώτες σε πομπή, κατηφορίζουμε προς συνάντηση. Απορούμε, αγωνιούμε γι αυτό που θα μας συμβεί, για το τι είναι μετά. Δεν μπορούμε να διακρίνουμε καμμιά οπή φωτός, κανέναν πόρο εκφυγής από την αποπνικτική άγνοια για την αναπόδραστη μοίρα μας. Βλέπουμε ότι πηγαίνουμε προς το θάνατο και δε μπορούμε να κάνουμε τίποτε και δεν μπορούμε να μάθουμε τίποτε για αυτόν και για το μετά. Δεν έχουμε βρει, κανείς, καμμιά ρεαλιστική, βάσιμη απάντηση για τη τρομακτική προοπτική μας, καμμία οπή δε μας άνοιξε, κανείς στοχαστής δεν διέρρηξε το τρισκόταδο φράγμα, κανέναν πόρο δεν ψηλαφίσαμε. Είμαστε αμετάκλητα καθηλωμένοι σε τρομερή και αβυσσαλέα απορία.
Η απορία ενόψει του θανάτου εμπεριέχει ακόμη μια διάσταση. Δεν είναι μόνο η άγνοια για το τι θα συμβεί αλλά και η απορία «γιατί συμβαίνει ο θάνατος;» Όχι ποιά είναι η βιολογική του εξήγηση, αλλά γιατί είναι πάντοτε ο θάνατος αυτός που απαντά, ως αναπρότρεπτο γεγονός, στο σύνολο των πράξεών μας ως τότε. Απαντά, τόσο με την έννοια της συνάντησης, ως αναπότρεπτο ερχόμενο γεγονός, αλλά και με μια έννοια «απόκρισης». Διότι κάθε βίος, ως μια ακολουθία πράξεων, κάθε βαριάντα εγκόσμιας δράσης, όσο συνηθισμένη ή περιπετειώδης, όσο μεγαλειώδης ή κοινή και αν είναι, πέπρωται να απαντηθεί από το θάνατο. Ωσάν ο θάνατος να μην είναι απλώς μια βιολογική εξέλιξη, αλλά «απάντηση», αυτό που επιφυλάσσεται.
Στη βιοπάλη μας, στις αμέτρητες μικρές και μεγάλες μάχες της ζωής μας, στα επιτεύγματά μας, στην ακάματη προσπάθειά μας, στην καρτερία μας και στην λυπημένη υπομονή μας, στην ανυπάκουη ελπίδα μας, ο κόσμος μας έχει φυλαγμένο έναν θάνατο.
Εμάς, που τόσο προσπαθήσαμε, εμάς, που χρόνια προετοιμαζόμασταν για τη ζωή μας, που αναμετρηθήκαμε με τις δυσκολίες, που ζήσαμε με λαχτάρα και αγαπήσαμε τους άλλους, εμάς, που ήμασταν «καλοί», και δώσαμε και πήραμε, εμάς, μας φυλάει να μας πλαντάξει ένας θάνατος ανάρμοστος, αναντίστοιχος. Σαν πληρωμή.
Σύμμετρη με την βιοτική προσπάθεια, ψυχωμένη από τις αγωνίες μας και τα κερδισμένα βήματα, ορθώνεται η απορία για το γιατί του θανάτου. Μια απορία που ξεπερνά την άγνοια για το τι μας επιφυλάσσει ο θάνατος, που υπερβαίνει και αυτήν την αγωνιώδη άγνοια, μια απορία που συμπυκνώνεται σε ένα δακρυσμένο γιατί, μπροστά στο αναίτιο του θανάτου πλάνταγμα.
Σε ένα παράπονο.
Το παράπονο, εκκωφαντικό και άνηχο, είναι τρόπος και σπασμός της απορίας.
[1] Λουκιανός, Νεκρικοὶ Διάλογοι 1.1, 330 (Lucian, M.D. Macleod, Loeb, Harvard Un Press, Vol VII,σ. 2)
[1] Heidegger, Μ. «Είναι και Χρόνος» §47, σ.239: «Ο θάνατος αποκαλύπτεται βέβαια ως απώλεια, αλλά ως απώλεια την οποία βιώνουν οι επιζώντες. Μέσα στον πόνο για την απώλεια δεν γίνεται προσιτή η απώλεια του Είναι σαν τέτοια, αυτήν την οποία υφίσταται ο θνήσκων. Δεν βιώνουμε με γνήσιο νόημα το θνήσκειν των άλλων, αλλά το πολύ-πολύ απλώς παραστεκόμαστε» μτφρ. Γιάννης Τζαβάρας, Αθήνα: Δωδώνη, 1998, σ. 437.
[2] Mors aurem vellens «vivite» ait, «venio», Vergil, Appendix Vergiliana, Copa (The minor poems of Virgil, J. J. Mooney, Birmingham, 1916, σ. 106)
[3] Heidegger, Μ. όπ. αν. : § 51 253 «Η δημόσια ερμήνευση του εδωνά –Είναι λέει: “όλοι θα πεθάνουμε” διαδίδει την εντύπωση ότι τάχα ο θάνατος θα χτυπήσει τους πολλούς. Η δημόσια ερμήνευση του εδωνά-Είναι λέει: “όλοι θα πεθάνουμε”, επειδή έτσι βάζεις με το νου σου όλους τους άλλους εκτός από τον ίδιο σου τον εαυτό· αυτοί οι πολλοί άλλοι δεν είναι κανένας. Το «θνήσκειν» ισοπεδώνεται σε ένα συμβάν, που ανταμώνει βέβαια το εδωνά-Είναι, αλλά δεν ανήκει σε κανέναν ιδιαίτερα». σ. 455
[4] Heidegger, Μ. όπ. αν., §47, 240, σ. 438.
[5] Λουκιανού, Νεκρικοὶ Διάλογοι, Μενίππου και Χείρωνος (8.1-8.2) 435 (Lucian, M.D. Macleod, Loeb, Harvard Un Press, Vol VII,σ. 40):ΧΕΙΡΩΝ: (…) Δεν ήταν πια ευχάριστο να απολαμβάνω την αθανασία.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Δεν ήταν ευχάριστο να ζεις και να βλέπεις το φως;
ΧΕΙΡΩΝ: Όχι, Μένιππε· γιατί εγώ τουλάχιστο νομίζω ότι ευχαρίστηση είναι η κάποια ποικιλία και όχι η μονοτονία. Κι εγώ ζώντας και απολαμβάνοντας τα ίδια και τα ίδια, τον ήλιο, το φως, το φαΐ, καθώς οι εποχές έμεναν πάντα ίδιες και τα γεγονότα όλα καθένα με σειρά ακολουθούσαν το ένα το άλλο, χόρτασα απ᾽ αυτά. Η τέρψη δεν βρίσκεται στα αιωνίως ίδια, αλλά στο να μη μετέχεις σε όλα.
[6] Heidegger, Μ. όπ. αν. §50 251, σ. 453
[7] Heidegger, Μ. όπ. αν. §50 251, σ. 453 :« Η αγωνία μπρος στο θάνατο δεν επιτρέπεται να συγχέεται με το φόβο μπρος στην αποβίωση. Αυτή η αγωνία δεν είναι καμιά οποιαδήποτε, τυχαία διάθεση «αδυναμίας» του ατόμου, παρά ως θεμελιώδης εύρεση του εδωνά-Είναι, είναι η διανοικτότητα του ότι το εδωνά-Είναι υπάρχει ως ριγμένο Είναι προς το τέλος του. Έτσι διευκρινίζεται η υπαρκτική έννοια του θνήσκειν ως ριγμένου Είναι προς την πιο δική μου, ασχέτιστη και μη-παρακάμψιμη δυνατότητα ύπαρξης.»
[8] Λουκιανού, Νεκρικοὶ Διάλογοι, Μενίππου και Κέρβερου, 420-1 (Lucian, M.D. Macleod, Loeb, Harvard Un Press, Vol VII,σ. 18 κ.ε.)
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Κέρβερέ μου —είμαι και συγγενής σου, μια και ο ίδιος είμαι κυνικός—, πες μου, για όνομα της Στύγας, τί λογής ήταν ο Σωκράτης, τότε που κατέβηκε κοντά σας. (…)
ΚΕΡΒΕΡΟΣ: Από μακριά, Μένιππε, φαινόταν να πλησιάζει με εντελώς αδιάφορο πρόσωπο και έδινε την εντύπωση πως δεν φοβόταν καθόλου τον θάνατο, και αυτό ήθελε να δείξει σ᾽ εκείνους που στέκονταν έξω από την είσοδο του Άδη. Όταν όμως έσκυψε μέσα στο χάσμα και είδε το πυκνό σκοτάδι, κι εγώ, επειδή καθυστερούσε, τον δάγκωσα με το κώνειο στο πόδι και τον τράβηξα κάτω, άρχισε να τσιρίζει όπως τα μωρά και να θρηνεί για τα παιδιά του και να κάνει ό,τι μπορεί για να γλιτώσει.
[9] Ησιόδου, Έργα και Ημέραι, Θεογονία, 766 κ.ε, (μετ. Σταύρος Γκιργκένης 2001) «Εκεί μπροστά και του χθονίου θεού το ηχηρό το σπίτι,[του δυνατού του Άδη και της φοβερής της Περσεφόνης,] στέκεται, και σκύλος σκληρός από εμπρός φυλάγει, ανελέητος, και ένα τέχνασμα κακό κατέχει: σε όσους έρχονται κουνάει την ουρά και τα δυο του αυτιά συνάμα, μα δεν αφήνει έξω να βγούνε πάλι, αλλά παραμονεύει και καταβροχθίζει όποιον τυχόν θα πιάσει να βγαίνει έξω από τις πύλες.»
[10] Liddel Scott, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, (Κωνσταντινίδη, σ. 41). Στον Κρατύλο του Πλάτωνα, (403 a) παραδίδεται η ετυμολογία σύμφωνα με την οποία «Άιδης» σημαίνει τον ἀϊδή (τυφλό): Όμως, παρακάτω, ο Σωκράτης αμφισβητεί αυτήν την ετυμολογία, λέγοντας ότι το όνομα Άδης προκύπτει από το ότι «γνωρίζει» όλα τα ωραία πράγματα και εξ αυτού ονομάστηκε από το νομοθέτη «Άδης». 404 b: ΣΩ. Καί τό γε όνομα ο «”Αιδης», ώ Έρμόγενες, πολλού δεί από τού αιδούς επωνομάσθαι, αλλά πολύ μάλλον από του πάντα τα καλά ε ί δ έ ν α ι, από τούτου υπό του νομοθέτου «Άιδης» εκλήθη.
[11] Ομήρου Οδύσσεια Λ΄ (Νέκυια) στ 157-160 (μετ. Ν. Καζατζάκης).
[12] Λουκιανός, οπ. Αν. 1.1, 330 «Τίς γὰρ ὅλως οἶδε τὰ μετὰ τὸν βίον;»
[13] Πλάτωνος, Πολιτεία, 614 b «Ο Ήρ σκοτώθηκε στον πόλεμο, (…)ξανάρθε στη ζωή και άρχισε ν’ ανιστορή όσα είχε ιδή στον άλλο κόσμο. Ευθύς, τους έλεγε, που βγήκε η ψυχή του, ξεκίνησε με πολλούς άλλους κ’ έφτασαν σ’ ένα θαυμάσιο τόπο, όπου είδαν δύο χάσματα στη γη, το ένα κοντά στο άλλο, και δύο άλλα απάνω στον ουρανό, κατάντικρυ στα πρώτα.». 616 b: «Αφού δε έμειναν σ’ εκείνο το λιβάδι επτά ημέρες, έπρεπε την όγδοη να ξεκινήσουν κ’ έπειτα από τέσσερων ημερών πορεία έφταναν σ’ ένα τόπο, όθε έβλεπαν ψηλά ένα φως που απλωνόταν σ’ ολόκληρο τον ουρανό και τη γη, ευθύ ως στήλη και όμοιο με την Ίριδα, αλλά λαμπρότερο και καθαρώτερο· στο φως τούτο έφτασαν ύστερ’ από πορεία άλλης μιας ημέρας· εκεί είδαν, στη μέση του φωτός, να είναι από τον ουρανό τεντωμένες οι άκρες των δεσμών του ―το φως χρησίμευε ως σύνδεσμος του ουρανού και συγκρατούσε ολόκληρο τον περιστρεφόμενο ουρανό, απαράλλακτα όπως τα υποζώματα των πλοίων― και στις άκρες ήταν στερεωμένο της Ανάγκης το αδράχτι που έδινε την κίνηση σε όλες τις ουράνιες περιστροφές· το στέλεχος και τ’ αγκίστρι του ήταν από χάλυβα, το σφοντύλι όμως από μίγμα χάλυβα και άλλων μετάλλων.» Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης. Εκδ. Ζαχαρόπουλος.
Όμηρου, Οδύσσεια Λ΄ Νέκυια, 13-17 «Έφτασε πια στου βαθιορέματου του Ωκεανού την άκρα. Των Κιμμερίων η χώρα βρίσκεται κει πέρα και το κάστρο, συντυλιγμένα μες σε σύγνεφο κι αντάρα, δεν τους βλέπει ο Ήλιος ποτέ ο φωτοπερίχυτος με τις λαμπρές του αχτίδες». (μετ. Ν. Καζατζάκης).
[14] Επίκουρου, Επιστολή προς Μενοικέα, 124.
[15] Επίκουρου, οπ. αν., 125.
[16] Αριστοτέλους, Μετά Τα Φυσικά, Z’ 1028 b 2-4.
[17] Αριστοτέλους, ΜτΦ , Α’ 980 a 21
[18] Ακρίβου, Κ., «Η Περιπέτεια του Ερωτήματος στον Αριστοτέλη», εκδ. Ελλ. Γράμματα, 2007, σ. 35 κ.ε.
[19] Αριστοτέλους, ΜτΦ Β’ 995 a 24 κ.ε