Η Περιπέτεια του Ερωτήματος στον Αριστοτέλη, Κεφάλαιο 1 Α. Η Σκοτώδης Φάση της Απορίας
Κεφάλαιο 1ον
Η ΣΚΟΤΩΔΗΣ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΡΙΑΣ
«ᾭσπερ γάρ τά τῶν νυκτερίδων ὄμματα πρός τό φέγγος ἔχει τό μεθ’ ἡμέραν, οὕτω καί τῆς ἡμετέρας ψυχῆς ὁ νοῦς πρός τά τῇ φύσει φανερώτατα πάντων» (ΜτΦ Α΄ Έλαττον 993 b 9-11)
Η σκοπιά προσέγγισης
Η έννοια της απορίας είναι μία από τις λίγες, ίσως, έννοιες μέσα στο αριστοτελικό έργο, οι οποίες δεν έχουν προσδιοριστεί με σαφήνεια. Συνυπάρχουν ένα πλήθος από σημασιολογικές αποχρώσεις, οι οποίες προξενούν μία αμφισημία και σύγχυση σχετικά με το ακριβές περιεχόμενο της λέξης. Αυτό συμβαίνει, λόγω του ότι, πέραν της συνύπαρξης διαφορετικών σημασιολογικών αποχρώσεων, ο Αριστοτέλης δεν προβαίνει στον ακριβή προσδιορισμό του νοήματος της απορίας. Μπορεί να εκληφθεί η προσδιοριστική αυτή εγκατάλειψη της έννοιας της απορίας, ως αγνόηση ή περιφρόνηση, από την πλευρά του Αριστοτέλη, του ίδιου του φαινομένου της απορίας; Τί ακριβώς ρόλο παίζει η απορία στην ανάπτυξη του φιλοσοφικού στοχασμού του Σταγιρίτη; Αποτελεί μία εισαγωγική φάση, η οποία προϊδεάζει για την ανάλυση που ακολουθεί, ως ένα μέσο ρητορικής διαχείρισης του φιλοσοφικού λόγου; Ή, είναι η απορία η καταλυτική αμηχανία που κρατά δέσμιο το στοχασμό σε μία γόνιμη φιλοσοφική αναποφασιστικότητα; Είναι μία συνοπτική και αντιπροσωπευτική έκφραση ενός φιλοσοφικού προβλήματος, ή μία διαδικασία που καταλήγει στη διατύπωση συγκεκριμένων φιλοσοφικών ερωτημάτων; Είναι μία κατάσταση, της οποίας η υπέρβαση είναι προϋπόθεση για την εκκίνηση του στοχασμού, ή μία διάθεση που συνοδεύει το στοχασμό μέχρι την κατάληξή του;
Ο Αριστοτέλης δεν ασχολείται ειδικά με την επεξήγηση της έννοιας απορία και δεν θεματοποιεί το ζήτημα, κάτι που κατά το αναμενόμενο δεν κάνουν ούτε οι μελετητές του, εξ ου και η έλλειψη σχετικής βιβλιογραφίας. Η απορία παρουσιάζεται συχνά ως μία υπερβατή κατάσταση, ένα εναρκτήριο μεταβατικό στάδιο του στοχασμού, που πέπρωται να υπερβαθεί ούτως ή άλλως, και όχι ως καταλυτική ανασχετική επίδραση, ως υπαρξιακή αγωνία και πρόσκομμα το οποίο να έχει τη δύναμη να ανακόψει το αριστοτελικό φιλοσοφικό έργο. Επίσης παρατηρούμε, από την διεξοδική ανάλυση των ανάλογων χωρίων, ότι όλες ή σχεδόν όλες από τις διατυπωθείσες απορίες λαμβάνουν, σε κάποια ευχερή στιγμή, την απάντησή τους από τον Αριστοτέλη, ανεξάρτητα αν αυτή η απάντηση είναι ικανοποιητική, επαρκής ή ανεπαρκής.
Θεωρούμε ότι η ανάδειξη του ζητήματος της απορίας έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Συγκεκριμένα, μας ενδιαφέρει να εξετάσουμε τον τρόπο που ο Αριστοτέλης αντιλαμβάνεται την απορία, διότι ο τρόπος που ένας φιλόσοφος αντιλαμβάνεται το απορείν, είναι ο τρόπος και ο λόγος για τον οποίο η ουσία του παρουσιάζεται ως απορούμενη· εξαιτίας αυτής της απορητικότητας εκκινείται ο φιλοσοφικός του στοχασμός. Είναι, λοιπόν, επιβεβλημένο, στην εκκίνηση της μελέτης μας, να κάνουμε μία σημαντική διευκρίνιση.
Το ζήτημα το οποίο θα εξετάσουμε είναι το απορείν. Δεν είναι οι απορίες, δεν είναι δηλαδή οι συγκεκριμένες απορίες και ερωτήματα που διατυπώνει ο Αριστοτέλης στην εξέλιξη του έργου του, αλλά ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει και βιώνει το φαινόμενο της απορίας.
Ευθύς γεννάται το ερώτημα. Πώς μπορεί να εξετασθεί το απορείν ανεξάρτητα από τις απορίες που το εκφράζουν; Ποιο είναι το νόημα της διάκρισης του απορείν από τις απορίες, οι οποίες αποτελούν την υλοποίηση του απορείν; Ποιος είναι ο λόγος αυτής της καταστατικής διάκρισης;
Μέσα στο αριστοτελικό κείμενο χρησιμοποιείται ο όρος απορία για να δηλωθούν τα συγκεκριμένα ερωτήματα τα οποία αποτελούν φιλοσοφικά προβλήματα. Η έκφραση ενός προβλήματος στη μορφή της ερωτηματικής πρότασης, στη μορφή ενός συγκεκριμένου ερωτήματος, αποτελεί την τελική έκφραση της απορητικής διαδικασίας. Η απορητική διαδικασία ξεκινάει από το φιλοσοφικό θαυμασμό, δηλαδή το αρχικό ακινητοποιητικό σάστισμα, το οποίο προηγείται της απορίας, της συνειδητοποιημένης, δηλαδή, αμηχανίας γνωστικής προσπέλασης του απορούμενου, η οποία με τη σειρά της προηγείται της διαπορητικής επεξεργασίας και διερεύνησης πόρων εκφυγής, η οποία απολήγει ευοδούμενη στην διατύπωση ενός ερωτήματος. Το ερώτημα, δηλαδή, αποτελεί την κατορθωμένη αποκρυστάλλωση μίας αυθόρμητα γεννηθείσας απορίας, τον τελευταίο αναβαθμό μίας διαδικασίας κατά την οποία ξεκαθαρίζει η αμύδρωση και η αμηχανία και μετατρέπεται σε αποφασιστική ζητητική επιχείρηση. Διότι ο απορών είναι σκοτισμένος και αμήχανος, ο δε ερωτών ζητητής και διεκδικών.
Εξετάζοντας το απορείν, λοιπόν, εξετάζουμε μια σειρά θεμάτων αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο ο Αριστοτέλης διέρχεται την κατάσταση της απορίας. Πώς, πότε και γιατί εμπλέκεται σε αυτήν, πόσο διαρκεί η εμπλοκή σε αυτήν, πόσο καθοριστικό στάδιο αποβαίνει το απορείν για το φιλοσοφικό στοχασμό. Πότε και πώς και γιατί περατώνεται το απορείν, ο δε φιλόσοφος απεμπλέκεται από αυτό και προβαίνει στη διατύπωση ερωτημάτων, τα οποία απαιτούν την μεθοδευμένη και αποφασιστική διεκδίκηση της απάντησης. Ο τρόπος με τον οποίο ο Αριστοτέλης, και κάθε φιλόσοφος, εμπλέκεται στο απορείν, στην κατάσταση της απορίας, αποτελεί μία καθοριστική φάση για την εξέλιξη του στοχασμού. Πρόκειται για την καθοριστική διαμονή σε μία φάση πρώϊμη και προπαρασκευαστική, κατά την οποία διακυβεύεται η δυνατότητα της εκφυγής απ’ αυτήν. Πέραν αυτού όμως, η φάση του απορείν είναι η φάση κατά την οποία διατίθεται ακόμη αναξιοποίητη η δυνατότητα του στοχασμού να λάβει οποιονδήποτε δρόμο. Διότι το ερώτημα είναι που τροχιοδρομεί, με τη διατύπωσή του, το στοχασμό, υποδεικνύοντας το δρόμο που αυτός θα ακολουθήσει. Γι’ αυτό αντιλαμβανόμαστε το ερώτημα ως την πιο καθοριστική προδιαγραφή του.
Όμως, στην φάση του απορείν το ερώτημα δεν έχει ακόμη διατυπωθεί, το ερώτημα είναι το ζητούμενο. Δίνουμε την έμφαση στην προγενετική φάση του φιλοσοφείν, που είναι το απορείν, διότι κατά τη διάρκειά του συντελούνται δύο καθοριστικά γεγονότα, η διακύβευση της ανάσχεσης ή προχώρησης του στοχασμού και η τροχιοδρόμηση και διάνοιξη στο στοχασμό του δρόμου, με το ερώτημα που διατυπώνεται.
Αν το απορείν, η κατάσταση της απορίας, είναι η βάσανος εκείνου που φιλοσοφεί, η ριζική και ολοκληρωτική αγωνία που κατεξοχήν διακατέχει τον φιλόσοφο, τότε δεν θα έπρεπε ο Αριστοτέλης να είναι εμβαπτισμένος και αναπόδραστα κατειλημμένος από απορία; Αντ’ αυτού, παρατηρούμε ότι ο Αριστοτέλης παρότι διατυπώνει μέγιστα ερωτήματα, κατορθώνει να παρουσιάζει συχνά την απορία των ερωτημάτων και των φιλοσοφικών ζητημάτων διαχειριστή και σχεδόν ευσύνοπτη. Η απορία των ερωτημάτων φαίνεται να προβάλλεται ορισμένες φορές προκειμένου να καταλάβει τους μαθητές του Αριστοτέλη, ενόψει προαναγγελθείσας ή δεδομένης έλευσης απάντησης. Μήπως η απορία στον Αριστοτέλη, δεν είναι παρά η απορία που απασχολεί τους άλλους, παρά τον ίδιο τον διδάσκαλο; Ως μία αδυναμία ιάσιμη της οποίας την ίαση αναλαμβάνει να επιφέρει ο φιλοσοφικός λόγος ως διαφωτιστικός λόγος υπέρ τρίτων; Μέχρι ποιού σημείου φτάνει η μείωση της ανασχετικής επίδρασης του απορείν; Σε ποιό βαθμό διατίθεται το απόρημα σε διαχείριση, αν βεβαίως, η ίδια η ετυμολογία της λέξης δεν αποκρούει την δυνατότητα της διαχείρησης αυτού και δεν καθιστά καταχρηστικό ή και ανέφικτο κάθε διαχειριστικό εγχείρημα;
Από την άλλη, η υπέρβαση της απορητικής ανάσχεσης δεν είναι αυτονόητη προϋπόθεση για την εκκίνηση φιλοσοφικού στοχασμού; Πώς μας βοηθάει ο Αριστοτέλης να προσδιορίσουμε τα όρια μίας ανασχετικής μα ταυτόχρονα γόνιμης δυσχέρειας, εκκινητικής του φιλοσοφείν; Αναζητούμε μέσα στο αριστοτελικό κείμενο τον τρόπο στάσης απέναντι στο φαινόμενο της απορίας, απέναντι σε μία ιδιόμορφη καταληψία που σε κατάλληλη αναλογία δίδει καρποφορία, ενώ σε υπερβολή καταλύει και παύει. Αναζητούμε το νόημα του απορείν, τη φύση της δυσχέρειας και της αδυναμίας, την καθοριστική θητεία του φιλόσοφου σ’ ένα νοητό προφιλοσοφικό τόπο, όπου διακυβεύεται η γένεση του φιλοσοφικού λόγου. Ενδιαφερόμαστε να εξετάσουμε την αναγκαιότητα, που εκαλμβάνεται συνήθως ως δεδομένη, ότι ο φιλόσοφος διέρχεται αναγκαστικά και υπερβαίνει αυτήν την απόκρυφη φάση του στοχαστικής διεργασίας, κατά την οποία τελείται ένα τευτονικό αντιπάλεμα προχώρησης και ανάσχεσης, δύναμης και αδυναμίας. Σε τί είδους συσχετισμό εμπλέκεται, με τι αντιμετρά τις δυνάμεις του ο στοχαζόμενος και προβαίνει, ή εγκαταλείπει;
Ο Αριστοτέλης υποδεικνύει ως πηγή απορίας την απορία που ενέχουν τα ίδια τα όντα. Με τη διατύπωση αυτή εννοούμε ότι ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει ότι η απορία εκπηγάζει από τα ίδια τα όντα, όταν αυτά έρθουν στην παρατήρηση του στοχαστή. Η απορία, με αυτή την έννοια, είναι η αυτόματη, φυσική απόρροια της συσχετιζόμενης με τον στοχαστή ουσίας των όντων, και όχι εξαγόμενο θεματικής ή εννοιακής, δευτερογενούς πάντως, εξέτασης των όντων. Η οντολογική απορία, δηλαδή η απορία που εκπηγάζει από την ουσία των όντων δεν είναι θεωρητική απορία, δηλαδή απορία που γεννιέται είτε με τη μορφή δυσκολίας εντός της ανάπτυξης ενός ζητήματος, ούτε θεωρητικό επινόημα υπό τη μορφή φιλοσοφικού προβλήματος, αλλά η φυσική, αυτόματη, πρωτογενής κατάληψη του στοχαστή στον συσχετισμό του με τα όντα.
Στην κορυφή των αποριών, κείται το οντολογικό ερώτημα. «τό πάλαι τε καί νῦν καί ἀεί ζητούμενον καί ἀεί ἀπορούμενον τί τό ὄν»[1]. Η ουσία των όντων, η φύση της ουσίας είναι η διαρκής πηγή απορίας. Το αίτημα για την κατανόηση της ουσίας του όντος επιφέρει αενάως απορία στον φιλόσοφο. Είναι η πιο ανίατη και μη αποκαταστάσιμη απορία, η απορία που προκαλεί και κινητοποιεί την οντολογική διείσδυση στην ουσία των όντων. Η απορία αυτή υπερφαλλαγίζει όλα τα εγχειρούμενα απαντητικά διαβήματα. Διαμένει και επανακαταλαμβάνει τους στοχαστές.
Η αναγνώριση αυτή της οντολογικής απορίας, εκτός της φανερής συνέπειας, ότι της αποδίδει την πρωτοκαθεδρία ανάμεσα στις απορίες, ταυτόχρονα σηματοδοτεί την ανάληψη μίας συγκεκριμένης θεωρητικής στάσης απέναντι στο φαινόμενο απορία, αλλά και κυρίως απέναντι στα όντα. Η θεωρητική αυτή στάση συνίσταται ακριβώς στην αναγνώριση ότι το ον και η ουσία αποτελούν αυτοδικαίως πηγή απορίας, όχι επειδή η φιλοσοφική παράδοση εστράφη προς αυτά, αλλά διότι το ον και η ουσία έχουν ως τρόπο την οντολογική απορία στο συσχετισμό τους με τον στοχαζόμενο νου.
Ταυτόχρονα, η θεωρητική αυτή στάση, αποδεχόμενη την φυσική προέλευση της απορίας, αναλαμβάνει να παύσει τη γεννώμενη απορία, προβαίνοντας σε απαντητικά εγχειρήματα. Η «θετική» αυτή στάση διαπιστώνεται μέσα στο αριστοτελικό κείμενο, από το γεγονός ότι καμμία σχεδόν απορία η οποία είναι άξια λόγου, δεν αφήνεται ανεπίλυτη. Εντούτοις, η θετική αυτή θεωρητική στάση, φαίνεται να ενέχει μία καθοριστική αντίφαση. Πώς νοείται ως εφικτή η αποκατάσταση ή παύση της εγγενούς απορίας των όντων, αφού αυτή εκπηγάζει αυτόματα και διέπει αναγκαστικά κάθε στοχαστικό συσχετισμό με τα όντα; Αν η απορία είναι η ανακλαστική και αυτόματη εκπηγή που καταλαμβάνει τον προσεγγιστικό στοχασμό, συνυπονοείται ότι είναι αέναη και διαρκής, εγγενής των όντων. Πώς ξεκινάει μία φιλοσοφική θεωρία που ενώ αναγνωρίζει την εγγένεια της οντολογικής απορίας αναλαμβάνει το εγχείρημα να την λύσει και να την μειώσει ως την εκμηδένιση;
Οι τρεις φάσεις της απορητικής διαδικασίας:
Απορία-Διαπορία-Ευπορία
Α. Η ΑΠΟΡΙΑ
1. Φιλοσοφική ετυμολόγηση της λέξης «ἀπορία»
Έχει σημασία να εμβαθύνουμε στην ετυμολογία της λέξης για να εξαγάγουμε από τις μη εκφανείς σημασιολογικές διαπλοκές των ομόρριζων και συγγενών λέξεων την αρχέγονη εννόηση της λέξης απορία την οποίαν μας παρέχει το έτυμον. Η παρακολούθηση της ετυμολογίας της λέξης μας φέρνει ενώπιον της πιο πρωτογενούς βίωσης της απορίας, η οποία αποδίδεται λεκτικά και διαμένει καταχωρούμενη στην κοινοκτησία της γλώσσας. Η ετυμολογία μιας λέξης εμφυλλάσσει την πρωτογενέστερη ανάγκη γένεσής της και την αρχική έμπνευσή της, κι ως εκ τούτου το πιο αυθεντικό νόημά της. Η εμβάθυνση στην ετυμολογία μας προμηθεύει με μία σταθερή, διαφυλαγμένη μνήμη της κατάστασης της απορίας που προξένησε η πρώτη στοχαστική ψηλάφιση των όντων.
Λεξιακώς[2] απορία είναι η κατάσταση κατά την οποία υπάρχει έλλειψη πόρου, δηλαδή διεξόδου. Ταυτόχρονα ο όρος χρησιμοποιείται για να αποδώσει τη δυσχέρεια της διόδου, το δύσβατον. Η ετυμολογική ρίζα της λέξης πόρος ανάγεται στο ρήμα πείρω (περjω), το οποίο σημαίνει διαπερνώ εντελώς, διατρυπώ, διασχίζω. Πόρος είναι η δίοδος, το πέρασμα, η διέξοδος, ενώ στον πληθυντικό σημαίνει πρόσοδοι, εισοδήματα, προμήθειες. Η λέξη πόρος έχει ετυμολογική συγγένεια προς την λέξη πείρα, που σημαίνει εμπειρία, απόπειρα, δοκιμή, με βάση την κοινή ετυμολογική καταγωγή από την ρίζα per- : εισδύειν, διεισδύειν, διαπεράν.
Απορία είναι η αισθητή έλλειψη πόρων εκφυγής από μία κατάσταση. Η απορία προσκόπτει την διαβατική πρόθεση, την σκοπούμενη έλαση. Απορεί ο προτιθέμενος να πορευθεί και όχι ο ήδη πορευόμενος. Ο απορών βρίσκεται ακινητοποιημένος, αδυνατών να πορευθεί. Ο πορευόμενος πορεύεται δια των πόρων που έχει ανεύρει και διανύει εν τη πορεία του. Η πόρευση είναι διαπόρευση, διέλευση από ανευρημένους πόρους. Ένδεια πόρων ισοδυναμεί με ανάσχεση διαπόρευσης. Άρα η απορία συμβαίνει στην αφετηρία, στην εκκίνηση, στην πρωϊμότερη στιγμή κάθε διαβήματος, κάθε διαβατικού εγχειρήματος.
Η απορία, λοιπόν, ως έλλειψη πόρων είναι εκκινητική ανάσχεση, πρώϊμη ανάσχεση που εμβάλλει την πιθανότητα της μη επιτέλεσης του διαβήματος. Της διαπόρευσης ανασταλτική, κατάσταση σκεπαστική υπαρχόντων πόρων. Η ικανότητα του απορούντος δύναται να διαλύσει την απορία και να ανακαλύψει τους πόρους, τα περάσματα που αποκρύπτονται. Εφόσον η απορία είναι υπερβατή, υπονοείται ότι οι απορούντες τελούν σε μία κατάσταση κατά την οποία κρύπτονται απ’ αυτούς υπαρκτοί πόροι. Αν η απορία είναι υπερβατή, αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν πόροι και ότι οι πόροι είναι κρυμμένοι από την αντίληψη του απορούντος. Το ότι η απορία είναι υπερβατή σημαίνει, επίσης, ότι υπάρχει πορεία διαβατή, υπάρχει οδός για πόρευση. Η οδός αυτή αποκρύπτεται, διότι αποκρύπτονται οι πόροι που εισβαίνουν σ’ αυτήν. Η απορία δεν είναι α-πορεία, δηλαδή αδιαβασία και αδιέξοδο. Είναι, όπως η ετυμολογία μας υπαγορεύει, πεπερασμένη και υπερβατή κάλυψη και απόκρυψη των διόδων που προβάλλουν στην ακολουθητή πορεία. Άρα, λοιπόν, η απορία παρότι μπορεί να επιφέρει την αμετάκλητη ακινητοποίηση του απορούντος, το έτυμον της λέξης φανερώνει ότι η αδυναμία ή η ανικανότητα του απορούντος συμβαίνει δεδομένης της ύπαρξης πόρων και διαβατής πορείας.
Η απορία είναι μία κατάσταση αδυναμίας του απορούντος. Άρα μία κατάσταση εξατομικευμένη και προσωπική, όπως η αδυναμία του αδυνα-τούντος. Σε περίπτωση που κάποιος απορεί, κάποιος άλλος διαπορεύεται, ανευρίσκει πόρους και διαβαίνει.
Τί μας γνωρίζει η ετυμολογία σχετικά με τον λόγο εμπλοκής στην κατάσταση της απορίας; Πώς συμβαίνει να βρίσκεται κάποιος απορών; Είπαμε παραπάνω ότι απορία είναι η ένδεια, στέρηση πόρων. Η ένδεια πόρων είναι αισθητή μόνον από τον προτιθέμενο να πορευθεί. Ο πόρος συντελεί το νόημά του στο ότι είναι περατός. Η περαστική πράξη, το διαπερνάν, η διάβαση ουσιώνει το νόημα του πόρου. Άρα, αναγκαστική προϋπόθεση για την εισαγωγή στην κατάσταση της απορίας είναι η διαβατική πρόθεση, η πρόθεση για πόρευση. Δεν λέμε η ίδια η πόρευση, διότι η πόρευση είναι η πραγματούμενη ανέρευση και διέλευση πόρων. Είναι εξ αυτών νόμιμο να θεωρήσουμε δύο πράγματα. Αφενός ότι η απορία είναι μία κατάσταση αδυναμίας πόρευσης, άρα ακινητοποίησης και στάσης. Αφετέρου, ότι συμβαίνει στον προτιθέμενο να πορευτεί, άρα ότι προκειμένου να εκδηλωθεί η απορία, προϋποτίθεται η πρόθεση για πόρευση. Στο σημείο αυτό μας ενδιαφέρει η συγγένεια της λέξης «πόρος» με την λέξη «πείρα», συγγένεια η οποία ουσιαστικά αποκαλύπτει εσκεμμένη σύνδεση των δύο εννοιών. Ας αναδείξουμε αυτήν τη σύνδεση.
Η αναφάνιση των κρυπτόμενων πόρων συντελείται με την διαπέραση τους. Μπορούμε να πούμε, εμβαθύνοντας περισσότερο, ότι στον πορευόμενο δεν αναφαίνονται απλώς οι κρυπτόμενοι πόροι, αλλά μάλλον συντελούνται μπροστά του. Η περαστική πράξη, η πόρευση συντελεί τους πόρους δια των οποίων πορεύεται. Κατά τη διάρκεια της διαπόρευσης αναφαίνονται συντελούμενοι οι πόροι. Παρά το ότι εμείς αναδεικνύουμε αυτήν την συνεπιτέλεση διαπόρευσης και αποκάλυψης πόρων ως μία ταυτόχρονη διαδικασία, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την υφιστάμενη, όχι τόσο φανερή, χρονική προτεραιότητα, που επέχει το διάβημα για πόρευση ως προς τον αναφαινόμενο και συντελούμενο πόρο που διαπερνά. Διότι το διαπορευτικό διάβημα προηγείται αναγκαστικά, όχι της υπάρξεως του πόρου, αλλά της αναφάνισής του. Αυτό βεβαίως είναι λογικό διότι κρυπτόμενος πόρος είναι μη πόρος για την διαπόρευση. Άρα, κάθε συντελούμενης διαπόρευσης έχει προηγηθεί ένα καθοριστικό γεγονός: Η εύρεση. Η εύρεση του διαβατού πόρου είναι η προαπαιτούμενη φάση, η οποία είναι οριακά μά καθοριστικά πρότερη κάθε διαπόρευσης. Αντιλαμβανόμαστε την προτεραιότητά της μόνο δια της λογικής προσπέλασης, αφού η χρονική της εκδήλωση είναι οριακή. Ο ευρεθείς πόρος είναι ο πόρος δια του οποίου πορεύομαι ήδη. Διότι ανεφάνη μπροστά μου ως πόρος και συνετελέσθη ως τέτοιος, δια της πόρευσής μου εντός του. Στον προτιθέμενο να πορευτεί η εύρεση του πόρου συνεπάγεται και την διαπόρευση από αυτόν. Είπαμε προηγουμένως ότι το νόημα του πόρου συντελείται από την περαστική πράξη, το διαπερνάν, την διαπόρευση απ’ αυτόν. Άρα, ομιλούμε για την εύρεση του πόρου εφόσον πορευόμαστε ήδη δι’ αυτού, και όχι αν έχουμε απλώς ξεδιακρίνει έναν αχνό πόρο απέναντι από τον οποίο καθόμαστε διστακτικά αντί να τον διέλθουμε. Έχουμε δεδομένο την διαβατική πρόθεση η οποία δεν έχει λόγο να αδρανεί ενώπιον ευρεθέντος πόρου. Άλλωστε, ο δισταγμός και η καθυστέρηση του προτιθέμενου να πορευτεί, μάλλον εγκρύπτει αμφισβήτηση για την ποιότητα του πόρου, αν είναι περατός και διαβατός, αν είναι δηλαδή πραγματικά πόρος.
Άρα, λοιπόν, παρότι στην παρατήρηση εμφανίζεται ήδη διαπορούμενος ο ευρεθείς πόρος, δηλαδή παρουσιάζεται μία φαινομενική ταυτοχρονία συντέλεσης της εύρεσης και της διαπόρευσης, εμείς δείξαμε ότι η εύρεσις είναι οριακά πρότερη της διαπόρευσης.
Ποιός συντελεί την εύρεση; Εδώ χρειάζεται να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας στη σύνδεση της λέξης πείρα με την λέξη πόρος, προκειμένου να κατανοήσουμε το νόημα της ετυμολογικής τους συγγένειας.
Οριακά πριν την διαπόρευση συντελείται η εύρεση. Λέγοντας εύρεση δεν εννοούμε τον τρόπο και την μέθοδο εύρεσης, αλλά την ίδιο το γεγονός της ανακάλυψης των πόρων. Η εύρεση ευρίσκει κρυπτόμενους πόρους. Μόνον λόγω της κρύψεως των πόρων μπορούμε να ομιλούμε για εύρεση. Άρα οι πόροι είναι κρυμμένοι. Δεν ξέρουμε τί λογής είναι η κρύψη των πόρων και πόσο εκτεταμμένη είναι. Η εύρεση δεν γνωρίζει εκ των προτέρων την ύπαρξη των πόρων.
Ποιός επιτυγχάνει την εύρεση; Την εύρεση την επιτυγχάνει η πόρευση. Μα πώς συμβαίνει αυτό, αφού η εύρεση των πόρων προϋποτίθεται της πόρευσης;
Η πορευτική πρόθεση είναι πρόθεση για πόρευση. Χρησιμοποιούμε αυτή τη διατύπωση, γιατί θέλουμε να τονίσουμε τη δυναμική που εγκλείει η έννοια πρόθεση. Είναι η επιθυμία του αποκλεισμένου να ξεφύγει, η εσωτερική δύναμη που εξωθεί. Πρόθεση για πόρευση, ισχυρή εξώθηση. Το άπορον είναι η περίκλεισις, η ανάσχεση του πορεύεσθαι. Η πορευτική πρόθεση προσπαθεί να πορευτεί. Προσπαθεί θα πει πειράται, δοκιμάζει επίμονα. Η πορευτική πρόθεση είναι πειραστική, διατελεί πειρώμενη να πορευτεί. Η πορευτική πρόθεση προσπαθεί και δοκιμάζει. Είναι εξ αυτού του πειραστικού της χαρακτήρα που η πορευτική πρόθεση κατορθώνει να πορεύεται.
Κατήλθαμε λογικά στην δοσμένη από το λεξικό συγγένεια της λέξης πόρος με την λέξη πείρα. Η πείρα, δηλαδή η δοκιμή, η απόπειρα ανευρίσκει πόρον. Αυτό είναι κάτι που μας φαίνεται σωστό από την πρακτική. Δοκιμάζοντας κανείς είναι πιθανόν να βρεί διέξοδο. Η ετυμολογική εγγύτητα των δύο εννοιών δηλώνει ότι η πείρα έχει γενεσιουργό ρόλο στην εύρεση, μάλλον στην συντέλεση του πόρου. Έτσι δικαιολογείται η εννοιολογική σύναψη που μας παραδίδει το έτυμον της λέξης πόρος και πείρα στην ίδια ρίζα. Διότι η πείρα, δηλαδή η κινημένη από πορευτική πρόθεση απόπειρα, αποπειρώμενη, συντελούμενη, ανευρίσκει πόρον, και όπως ο πόρος εξάγεται μέσα από το λεκτικό της σώμα της πείρας, έτσι και ο πόρος αναφαίνεται και ευρίσκεται δια της πειραστικής πρακτικής της πείρας. Η ισχυρή αυτή σύμπλεξη μέσα στο ίδιο το λεκτικό σώμα των δύο εννοιών, φανερώνει τον πόρο ως πιο εγγύ, τον πιο ειδικό της και πιο αναγκαστικό εξαγόμενο της πείρας.
Καί έτσι, μέσα στην αποκλειστική αυτή σύμπλεξη παραδίδεται και μία γνώση, αποκομισμένη από εμπειρία και σωσμένη μέσα στην παρακαταθήκη της γλώσσας, ότι η πείρα, η απόπειρα φέρνει πόρους, διεξόδους και λύσεις. Ταυτόχρονα η πείρα ως η δοκιμή αφήνει στον πειρώμενο την πείρα, την εμπειρία αυτού που δοκίμασε. Πρόκειται για την τρέχουσα σημασία της λέξης πείρα, ως αποκομισμένη γνώση και εμπειρία, η οποία φαίνεται να είναι το φυσικό αποτέλεσμα κάθε δοκιμής.
Εξ όλων αυτών προκύπτει ότι η ετυμολογία της λέξης απορία, εκτός της φανερής σημασίας που είναι η έλλειψη πόρων, παρέχει μερικές λιγότερο εμφανείς, αλλά πολύ σημαντικές γνώσεις, εμφυλαγμένες μέσα στο θύλακά της λέξης. Το πιο σημαντικό εξ αυτών, από την άποψη της μεταβίβασης μιας γνώσης, είναι ότι η πείρα διανοίγει πόρον. Δηλαδή δια της ετυμολογικής αυτής συνάφειας, μας μεταφέρεται μία σημαντική εμπειρική και θεωρητική υπόδειξη: δυνατότητα εκφυγής από την απορία ξανοίγει ο ίδιος ο πειραστικός χαρακτήρας της πόρευσης.
Ας κρατήσουμε στη μνήμη μας την ετυμολογική αυτή ανάλυση, διότι θα δούμε ότι οι αποκαλύψεις που μας παρείχε η ετυμολογία, βρίσκουν το ανάλογό τους μέσα στην φιλοσοφική προσέγγιση της απορίας στο αριστοτελικό έργο. Η τελευταία δε, επισήμανση ότι η πείρα διανοίγει πόρον βρίσκει άμεσα το ανάλογό της στην ιδέα του Αριστοτέλη ότι ο πλέον ευχερής τρόπος εκφυγής από την απορία είναι η Παράδοση, η οποία είναι η συσσωρευμένη πείρα αντιμετώπισης του απορείν.
- Η πολυσημία της «ἀπορίας» και η συνύπαρξη αντιθέτων σημασιών της «ἀπορίας»: Τα χωρία ΜτΦ Β΄ 995 a 24 – 995 b 4.
Αν αποτολμούσε κανείς μία συνολική εκτίμηση για την θέση που επέχει η απορία μέσα στην αριστοτελική φιλοσοφία, θα έλεγε ότι εξαιρουμένης της οντολογικής απορίας και κάποιων χωρίων που ομιλούν για την ανασχετική δυναμική της απορίας, για την απορία ως μία κατάσταση παραλυσίας από την οποία η εκφυγή δεν είναι εύκολη, η κύρια αίσθηση που αποκομίζει κανείς από την αριστοτελική εννόηση της έννοιας, είναι, μάλλον, ότι η απορία αποτελεί εν γένει μία υπερβατή κατάσταση, με συγκεκριμένο τρόπο εκδήλωσης, δηλαδή με εκδήλωση ενσωματωμένη εντός της ανάπτυξης του στοχασμού, η οποία, μάλιστα, υπόκειται σε διαχείριση, ως μία εισαγωγική φάση του στοχασμού.
Εισαγωγική φάση του στοχασμού ως μία σκόπιμη περισυλλογή, συγκέντρωση προσοχής πριν την εμπλοκή σε δύσκολο φιλοσοφικό πρόβλημα. Η απορία είναι υπ’ αυτήν την έννοια, ο φιλοσοφικός εκκινητικός δισταγμός, τεχνητός περισότερο, παρά αυθόρμητος, που αποσκοπεί, εκτός από την συγκέντρωση, στην έντεχνη αναγγελία και διακοίνωση της κρισιμότητας του θέματος που μέλλεται να εξεταστεί. Στάδιο προκαταρκτικό παρά αναπόδραστη παγίδευση, συνεπιφερόμενο επεισόδιο της σκέψης, παρά ανασχετική δυσχέρεια[3].
Η υπερβατότητα της απορίας, που παρουσιάζεται συχνά ως δεδομένη, μειώνει την ίδια την απορητικότητα της απορίας, δηλαδή τη δυνατότητά της να επιφέρει αμηχανία και καταλυτική δυσχέρεια στους απορούντες. Έτσι η υπερβατότητα της απορίας προσάπτει προσωρινότητα στην απορία, συρρικνώνει το ρόλο της σε προσωρινή ανάσχεση. Μοιάζει, αν η υπερβατότητα της απορίας θεωρηθεί δεδομένη, προαναγγελμένη η δυνατότητα εκφυγής από την κατάσταση ακινητοποίησης του στοχασμού που σύμφωνα με την ετυμολογία η απορία προκαλεί. Αυτό έχει ως συνέπεια η απορία να μετατρέπεται μάλλον, από αυτογενή ισχυρή αμηχανία σε «πρόβλημα», σε απλή δυσκολία, δυσκολία η οποία απασχολεί τους ασθενέστερους στοχαστές. Η απορία, υπ’ αυτήν την έννοια, καταντά η δυσκολία που προβληματίζει μία συγκεκριμένη κατηγορία στοχαστών, αυτών που οι στοχαστικές τους δυνάμεις δεν τους επιτρέπουν να την υπερβούν. Έτσι ουσιαστικά η έννοια, εξατομικεύεται, καθίσταται το πρόβλημα του ενός εκάστου, και χάνει την καθολική διάστασή της. Εξ ου διατίθεται και η έννοια σε διαχείριση, δηλαδή λόγω της εξασθένισης της ίδιας της απορητικότητάς της, καθίσταται μέσο τακτικής, είτε ως ρητορική τεχνική, είτε ως μέσο καταδήλωσης υπεροχής, είτε ακόμη ως διδακτικό μέσο ή τέχνασμα.
Θα ξεκινήσουμε την ανάλυση των χωρίων από το πιο αντιπροσωπευτικό χωρίο περί του απορείν[4], όπου γίνεται από τον Αριστοτέλη μία απόπειρα προσδιορισμού της κατάστασης της απορίας:
«Ἀνάγκη πρός τήν ἐπιζητουμένην ἐπιστήμην ἐπελθεῖν ἡμᾶς πρῶτον περί ὧν ἀπορῆσαι δεῖ πρῶτον· ταῦτα δ’ ἐστίν ὅσα τε περί αὐτῶν ἄλλως ὑπειλήφασιν τινες, κἄν εἰ τι χωρίς τούτων τυγχάνει παρεωραμένον. ἔστι δέ τοῖς εὐπορῆσαι βουλομένοις προὔργου τό διαπορῆσαι καλῶς· ἡ γάρ ὕστερον εὐπορία λύσις τῶν πρότερον ἀπορουμένων ἐστί, λύειν δ’ οὐκ ἔστιν ἀγνοοῦντας τόν δεσμόν, ἀλλ’ ἡ τῆς διανοίας ἀπορία δηλοῖ τοῦτο περί τοῦ πράγματος· ᾗ γάρ ἀπορεῖ, ταύτῃ παραπλήσιον πέπονθε τοῖς δεδεμένοις· ἀδύνατον γάρ ἀμφοτέρως προελθεῖν εἰς τό πρόσθεν. διό δεῖ τάς δυσχερείας τεθεωρηκέναι πάσας πρότερον, τούτων τε χάριν καί διά τό τούς ζητοῦντας ἄνευ τοῦ διαπορῆσαι πρῶτον ὁμοίους εἶναι τοῖς ποῖ δεῖ βαδίζειν ἀγνοοῦσι, καί πρός τούτοις οὐδέ πότε<ρον> τό ζητούμενον εὕρηκεν ἤ μή γιγνώσκειν· τό γάρ τέλος τούτῳ μέν οὐ δῆλον τῷ δέ προηπορηκότι δῆλον. ἔτι δέ βέλτιον ἀνάγκη ἔχειν πρός τό κρῖναι τόν ὥσπερ ἀντιδίκων καί τῶν ἀμφισβητούντων λόγων ἀκηκοότα πάντων».
Θα αποπειραθούμε μία παράφραση του πρώτου μέρους του χωρίου. «Είναι επιβεβλημένο, για να υπηρετήσουμε καλύτερα την εύρεση της αναζητούμενης επιστήμης, να υπεισέλθουμε κατά προτεραιότητα στα ζητήματα περί των οποίων είναι δεδομένο ότι πρωτίστως θα στραφεί η απορία μας. Και αυτά είναι πολύ συγκεκριμένα. Είναι αυτά για τα οποία ανέπτυξαν διαφορετικές απόψεις κάποιοι άλλοι προγενέστεροι στοχαστές και επίσης αυτά που διέφυγαν της προσοχής των άλλων».
Η διατύπωση αυτή μας φανερώνει τα εξής δεδομένα για την απορία. Πρώτον δίδεται ως δεδομένη η ανάγκη ή μάλλον η χρησιμότητα της διέλευσης από την κατάσταση της απορίας. Είναι αναγκαστικό, «προτεραιότητα» και χρήσιμο να υπάρξει αυτό το στάδιο στην αρχή της αναζητούμενης επιστήμης της Φιλοσοφίας. Αυτό σημαίνει ότι η απορία δεν είναι μία αυτόματη κατάσταση, δηλαδή μία κατάσταση που προκύπτει αυθόρμητα και καταλαμβάνει εξ απήνης τον στοχαστή, αλλά μία κατάσταση στην οποία εκουσίως εισερχόμαστε. Ο λόγος, ο οποίος, μάλιστα, παρουσιάζει ως επιβεβλημένη την εισαγωγή μας στην κατάσταση της απορίας, είναι η χρησιμότητα που θα προκύψει, η οποία προαναγγέλεται ως προϋπόθεση για την καρποφορία του εγχειρήματος. Δεν είναι απλώς δεδομένη η ανάγκη εισαγωγής στην απορία, αλλά και γνωστή και προεξοφλημένη η χρησιμότητά της. Εξ αυτού συνάγεται ότι θεωρείται ως δεδομένη η εκφυγή από την κατάσταση της απορίας, αφού στην αντίθετη περίπτωση θα είχαμε ακινητοποίηση και ανάσχεση του στοχασμού αμετάκλητη. Εδώ, αντιθέτως, έχουμε, αντί ανασχέσεως, χρησιμότητα και συνδρομή της απορητικής διαδικασίας στην εύρεση της αναζητούμενης επιστήμης της φιλοσοφίας. Άρα, η απορία, μέχρι του σημείου αυτού, αποτελεί μία χρήσιμη και αποδοτική φάση, προκαταρκτική κάθε στοχαστικού εγχειρήματος και ιδιαιτέρως σημαντική για τη φιλοσοφική έρευνα.
Δεύτερη σημαντική πληροφορία αποτελεί ο σαφής προσδιορισμός των αιτίων που προξενούν επάξια απορία στον Αριστοτέλη. Αυτά είναι δύο κατηγορίες θεμάτων, αυτά περί των οποίων, προγενέστεροι στοχαστές εξέφρασαν διαφορετικές απόψεις, και αυτά τα οποία έτυχαν της αγνόησης των προγενέστερων στοχαστών, αυτά δηλαδή που προσφέρονται για πρωτότυπη έρευνα. Παρατηρούμε ότι ως άξια απορίας προτείνονται μόνον θέματα, τα οποία εισάγουν τον Αριστοτέλη σε διάλογο με τους προγενέστερους στοχαστές. Αυτό έχει μία αξιοσημείωτη συνέπεια. Ως αίτιο απορίας δεν αναγνωρίζεται μία κατηγορία όντων ή προβλημάτων, οντολογικής, ηθικής, πολιτικής, κλπ, φύσης, αλλά δίδεται προτεραιότητα στα προβλήματα μόνον, τα οποία έχουν τύχει ή έχουν διαφύγει της ενασχόλησης άλλων στοχαστών. Εξ αυτού φαίνεται ότι το αίτιο της απορίας δε συνδέεται άμεσα με το εξεταζόμενο θέμα και δεν προκύπτει αυτόματα από την εξεταζόμενη από τον στοχασμό φύση του όντος, αλλά από το γεγονός της ενασχόλησης, ή παράλειψης ενασχόλησης, άλλων στοχαστών με το συγκεκριμένο ζήτημα. Θα λέγαμε ότι η παρότρυνση για ενασχόληση με την απορία των ζητημάτων που μας προτείνει εδώ ο Αριστοτέλης, μοιάζει περισσότερο με πρόσκληση για εμπλοκή σε προβληματική, με την έννοια της εμπλοκής σε φιλοσοφικό διάλογο. Ουσιαστικά, προαναγγέλλεται η εκφώνηση «αναθεωρητικού» λόγου, κριτικής επεξεργασίας άλλων φιλοσοφικών προσεγγίσεων, παρά η εισαγωγή σε μία κατάσταση στοχαστικής αμηχανίας.
Στη συνέχεια του χωρίου, σε μία προσπάθεια αποσαφήνισης των αιτίων αλλά και του οφέλους που προκύπτει από την εμπλοκή στην απορητική διαδικασία, προβάλλεται ένα επιχείρημα το οποίο προκύπτει από την ετυμολογία της λέξης απορία και πόρος, και το οποίο στηρίζεται στην παρουσίαση της απορίας ως πρώτης φάσης μίας αποδοτικής στοχαστικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα στη βάση της ετυμολογικής ρίζας πόρος, με την λέξη απορία συνδέονται οι λέξεις διαπορία και ευπορία, οι οποίες δηλώνουν μία απορητική διαδοχή, της οποίας τα συναπτά επεισόδια προαπαιτούν την απορία ως απαραίτητη προϋπόθεση. Δηλαδή, η απορία, ως η προκαταρκτική έλλειψη πόρων, που επιφέρει αμηχανία και ακινητοποίηση στο στοχασμό, είναι η απαραίτητη στέρηση, λόγω και χάριν της οποίας, επέρχεται η ευπορία ως εύκαρπος εύρεση πόρων και ικανοποίηση. Το διαπορείν, η διαπόρευση, αφήνεται να εννοηθεί ότι αποτελεί την ίδια την απορητική διαδικασία, δηλαδή την ενασχόληση, κυρίως με την έννοια της ανάλυσης, των αποριών που εγείρονται. Η «καλή διαπόρευση» των αποριών, η ενδελεχής και εξαντλητική επεξεργασία τους, αποτελεί προϋπόθεση για την ευφορία του στοχασμού. Η απορία, ως ανάσχεση της αβίαστης προχώρησης της σκέψης, συνιστά παραμονή, συγκράτηση της σκέψης στην αφετηρία της, σε περισυλλογή. Η απορητική αυτή περισυλλογή της σκέψης ευτοκεί.
Η σύναψη της απορίας με τις έννοιες «διαπορία» και «εὐπορία», δηλαδή η παρουσίαση της απορίας ως αλληλουχούμενης φάσης εντός μίας διαδικασίας, την καθιστά ουσιαστικά επεισόδιο και τμήμα μίας συγκεκριμένης ερευνητικής μεθόδου, θα μπορούσαμε να πούμε, της διαπορητικής ή απορητικής μεθόδου. Δεν είναι εύκολο, αν ακολουθήσουμε το χωρίο αυτό, να αναφερθούμε στην απορία ως “στοχαστική παραλυσία” ή “καταλυτική αμηχανία”. Εδώ η απορία νοείται ως φάση μεθόδου, κι ως εκ τούτου φαίνεται να έχουμε αρκετά πλέον απομακρυνθεί από τον καταγωγικό προσδιορισμό της λέξης που μας παρέχει η ετυμολογία της.
Στον αμέσως επόμενο στίχο, έχουμε έναν παραλληλισμό ο οποίος αποσκοπεί να αποδώσει την προβληματικότητα της κατάστασης της απορίας, παραλληλίζοντάς τον απορούντα με τον «δεδεμένο». Η απορία είναι ένας δεσμός ο οποίος δένει τον στοχαζόμενο μην επιτρέποντάς του να κινηθεί «εἰς τό πρόσθεν», να προχωρήσει στο στοχασμό του. Ο στίχος αυτός αποτελεί την πρώτη ως του σημείου αυτού απόπειρα προσδιορισμού και περιγραφής της κατάστασης απορίας, ως μίας πραγματικής, βιωτής κατάστασης[5]. Η αδυναμία προχώρησης και η ακινητοποίηση είναι η ομοιότητα που συνδέει τις καταστάσεις του απορούντος και του «δεδεμένου». Η ευπορία είναι η λύση, η οποία συνίσταται στην γνώση του δεσμού που δεσμεύει τον στοχαζόμενο. Η έκφραση αυτή, προσεγγίζει την αρχέγονη σημασία της απορίας ως καταλυτικής αμηχανίας και ακινητοποίησης, ως μίας δυσαπόφευκτης παραλυσίας[6].
Οι σχολιαστές στέκονται στο σημείο αυτό, αποπειρούμενοι να διευκρινίσουν την φύση του δεσμού και της απορίας. Ο Αλέξανδρος Αφροδισιεύς[7] αντιλαμβάνεται ως έλλειψη σκοπού την άγνοια των απορούντων, ότι δεν διαθέτουν «σκοπόν πρός ὅν τά λεγόμενα συνείρειν τε καί συντείνειν». Δηλαδή κατά τον Αλέξανδρο, οι απορούντες, και ειδικότερα αυτοί που δεν διέρχονται την διαπορητική διαδικασία ως μία εξαντλητική προεργασία, διότι με αυτήν τη στενή έννοια αντιλαμβάνεται την απορία, δεν κατορθώνουν να ανεύρουν κάποιον σκοπό, προς τον οποίον να «συνείρουν», δηλαδή να στρέψουν τη δομή των σκέψεών τους για καρποφορία. Η απορία αποτελεί για τον Αλέξανδρο μία διαστοχαστική φάση, κατά την οποία τίθενται συγκεκριμένα ερωτήματα. Η απορία δεν αποτελεί μία ελεύθερη, απεξάρτητη, πειραστική απορητική, κινημένη από αυθόρμητη, απροσανατόλιστη και απροκατάληπτη αμηχανία, αλλά την στοχοθετημένη ερωτητική που διαπορεί την στοχούμενη θεματική διεξοδικά. Διεξοδικός εννοείται εδώ, εκτός από συστηματικός και αναλυτικός, κυρίως διαπορών προς την έξοδον, επάγων στην ευπορία.
Η αυθορμησία του απορείν απουσιάζει από την ανάλυση του Αλεξάνδρου, όμως, η απορία ως μία εισαγωγική διεξοδική φάση του στοχασμού, εύλογα αναγνωρίζεται ως προαπαιτούμενη φάση του στοχασμού. «Χωρίς τοῦ ἀπορῆσαι» δεν μπορεί ο φιλοσοφών, όχι μόνον να γνωρίσει «εἰ εὐπόρηται τό ζητούμενον», αν δηλαδή η ζήτηση ανευρίσκει την ευπορία, αν οδηγείται προς τον στόχο και την καρποφορία, αλλά «μηδέποτε δύναται γνωρίζειν εἰ καί τέλος ἔχει τό ζητούμενον», δεν μπορεί καν να διακρίνει τη δυνατότητα της καρποφορίας, αν δηλαδή υφίσταται η δυνατότητα καρποφορίας. Κατ’ αυτήν την έννοια, μοιάζει με τον τυφλό, μ’ αυτόν που δεν ξέρει που να βαδίσει, καθώς και οι δύο αγνοούν, τόσο την κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να βαδίσουν, όσο, και κυρίως, «τό τέλος καί τόν σκοπόν» της ερευνάς τους. Η απορία είναι η προκαταρκτική ανιχνευτική ερωτητική, η εκφανιστική προδρομή που ανακαλύπτει την υποφώσκουσα δυνατότητα του στοχασμού για ευπορία.
«Ἡ γάρ ἀπορία συμβάλλεται ὑμῖν πρός τήν κατάληψιν τῶν πραγμάτων. Ὡς γάρ φησίν ὁ Πλάτων[8], καθάπερ τά πυρεῖα παρα-τριβόμενα ἀλλήλοις φῶς ἐκπέμπουσι, οὕτω δέ καί αἱ ἀπορίαι γεννῶσιν εὐπορίαν»[9]. Η διατύπωση αυτή του Ασκληπιού σε μία πρώτη εξέταση φαίνεται απλώς να χρησιμοποιεί τον παραλληλισμό του Πλάτωνος προκειμένου να αποφύγει τη δυσκολία του προσδιορισμού του τρόπου με τον οποίο η απορία οδηγεί στην ευπορία. Γιατί, όπως μέσα στην ακαθοριστία, τουλάχιστον για την απλή παρατήρηση, αναιτιολόγητα συντελείται η γένεση της πρώτης σπίθας που οδηγεί στην φωτιά, έτσι ακαθόριστος παραμένει για μας ο τρόπος και το αίτιο της ανεύρεσης της ευπορίας δια της απορητικής διαδικασίας. Παρότι είναι κοινή η εμπειρία, ότι εκ της τριβής των πυρίων γεννιέται η φωτιά, εντούτοις το ξεπήδημα της πρώτης σπίθας, ωσάν εκ του μη όντος, αποτελεί, όποτε συντελείται, ένα επαναλαμβανόμενο μεν, αλλά ανεξιχνίαστο μικρό θαύμα. Αναλόγως, μπορεί η εμπειρία να μας διδάσκει ότι η ενασχόληση με τις απορίες αποτελεί μία διαδικασία που οδηγεί στην ευπορία, εντούτοις αυτή η γνώση δεν είναι γνώση του τρόπου ή της αιτίας που αυτό συμβαίνει, παρά μάλλον προσδοκία μας να συμβεί πάλι, όταν εισέλθουμε στην απορητική διαδικασία. Ως εκ τούτου, ο παραλληλισμός αυτός δεν προσφέρει τίποτε περισσότερο στην διερεύνηση του θέματος, παρά ότι παρουσιάζει με έμφαση το εμπειρικό δεδομένο, ότι η ενασχόληση με τις απορίες αποδίδει καρπούς. Περαιτέρω εξηγήσεις ακολουθούν σχετικά με το λόγο που η απορία οδηγεί στην ευπορία, αλλά είναι και αυτές εμπειρικού χαρακτήρα και δεν φανερώνουν, σε μία επαρκή αιτιολογική εξήγηση, το πως εκ της ιδιαιτερότητας της κατάστασης της απορίας εκπηγάζει η ευπορία, ή ακόμα καλύτερα πώς ενυπάρχει εντός της απορίας η δυνατότητα της ευπορίας. Συγκεκριμένα η απορητική διαδικασία αποτελεί μία «συνεχή κίνηση τῶν θεωρημάτων», δηλαδή, μία διαρκή κριτική ανακίνηση και επεξεργασία των θεωριών και των θεμάτων, η οποία κατά τον Ασκληπιό επιτυγχάνει, εκ της αντιπαραβολής αντικρουόμενων απόψεων, αφενός «τό μή πιστεύειν», δηλαδή μία γόνιμη δυσπιστία και σκεπτικισμό, και αφετέρου την απροκατάληπτη και ανεπηρέαστη κρίση που οδηγεί στην φιλαλήθεια.
Πέραν αυτών των εμπειρικής φύσεως πληροφοριών αναφορικά με την χρησιμότητα της απορίας, ο Ασκληπιός υπεισέρχεται σε μία πιο διεισδυτική προσέγγιση της φύσης της απορίας. «Ἡ τῆς διανοίας ἀπορία δηλοῖ τήν τοῦ πράγματος ἀκαταληψίαν. Ὅταν γάρ ἀπορῶμεν περί τινος καί ἴσμεν ὅτι ἀποροῦμεν, ἴσμεν ὅτι, ἐν ὅσῳ ἀποροῦμεν, ἀκατάληπτος ἐστιν ἡ τοῦ πράγματος φύσις.»[10] Η διατύπωση αυτή αποτελεί την προσπάθεια περαιτέρω ανάλυσης της απορίας ως άγνοιας, που αποδίδει ο Αριστοτέλης στη συνέχεια του χωρίου, αναφέροντας ότι οι απορούντες μοιάζουν να μη γνωρίζουν προς τα πού να βαδίσουν. Ο Αριστοτέλης θεωρεί δεδομένη τη σύνδεση της κατάστασης της απορίας ως δεσμού με την άγνοια της φύσης του δεσμού και μάλιστα υπονοεί ότι η άγνοια αυτή αποτελεί ταυτόχρονα και το αίτιο του δεσμού. Ο Ασκληπιός αποδίδει την άγνοια ως ακαταληψία, όχι της φύσης του δεσμού, αλλά του όντος που προκαλεί την απορία. Η λέξη ακαταληψία που χρησιμοποιεί ο Ασκληπιός, δεν περιορίζει την απορία σε έλλειψη ενός απλού γνωστικού δεδομένου, αλλά τείνει να αποδώσει την αρχική αυθεντική και αυτόματη αμηχανία που δημιουργεί το πράγμα, δηλαδή το ον που γέννησε την απορία. Η διατύπωση αυτή, φαίνεται να προσεγγίζει περισσότερο το αυθεντικό νόημα της απορίας από την αριστοτελική διατύπωση. Εντούτοις, δεν σηματοδοτεί διαφοροποίηση του Ασκληπιού, παρά μάλλον μία μεμονωμένη εύστοχη διατύπωση, όπως φαίνεται από το ότι ο Ασκληπιός δεν επιμένει ιδιαίτερα στα αποσπάσματα που ακολουθούν.
Η αριστοτελική άποψη στο συγκεκριμένο χωρίο έχει ως εξής: Η φύση του δεσμού που δένει τον απορούντα είναι γι’ αυτόν άγνωστη. Η απορία είναι μία κατάσταση, κατά την οποία ο απορών βρίσκεται ακινητοποιημένος, επειδή αγνοεί τον τρόπο με τον οποίο θα εκφύγει. Ο δεσμός αποτελεί ουσιαστικά τη φύση της απορίας, δηλαδή τον τρόπο που επενεργεί η απορία σε αυτόν που διατελεί απορών. Η αιτία που κάποιος έχει περιέλθει σ’ αυτήν την κατάσταση, είναι η άγνοια του τρόπου εκφυγής. Άρα, ταυτόχρονα με τον προσδιορισμό της απορίας ως δεσμού, μας φανερώνεται ως αίτιον της απορίας μία μορφή άγνοιας, η άγνοια της φύσης του δεσμού, σε κάθε περίπτωση, η έλλειψη ενός γνωστικού δεδομένου.
Αυτή η διάσταση της απορίας αφαιρεί από το αυθεντικό αρχέγονο νόημα της απορίας. Αν η απορία είναι η αμηχανία που προκαλεί η έλλειψη ενός γνωστικού δεδομένου, τότε η παροχή αυτού του λείποντος στοιχείου, αποκαθιστά και παύει αμέσως την απορία. Η ίαση της απορίας είναι απλή και άμεση, όπως εύκολα ιάσιμη είναι απορία του μαθητή. Η απορία υπ’ αυτήν την έννοια, είναι έλλειψη και αδυναμία του απορούντος. Δεν σχετίζεται με την ιδιαίτερη φύση του όντος, από το οποίο πηγάζει η απορία. Δηλαδή η απορία δεν εκπηγάζει αυτόματα από την συσχετιζόμενη με το στοχαστή ουσία του όντος, δηλαδή από την ίδια την ιδιαιτερότητα της ουσίας του όντος, αλλά προκύπτει από την αντιληπτική αδυναμία ή γνωστική έλλειψη του απορούντος. Υπό την έννοιαν αυτήν, η απορία δεν είναι μία αυτόματα εγειρόμενη κατάληψη, αλλά μία εξατομικευμένη κατάσταση, που συνδέεται με την υποκειμενική και προσωποπαγή γνωστική και αντιληπτική ικανότητα του απορούντος. Η απορία με αυτούς τους στίχους αποστερείται από το όν και εκχωρείται στον απορούντα. Από αυτήν την έννοια της απορίας φαίνεται να διαφοροποιείται ο Ασκληπιός με την διατύπωση ακαταληψία, αλλά όπως είπαμε και προηγουμένως, η υιοθέτηση του όρου ακαταληψία αποτελεί μία μεμονωμένη εύστοχη διατύπωση, που δεν τυγχάνει περαιτέρω ανάλυσης και αξιοποίησης.
Στη συνέχεια του χωρίου, ο Αριστοτέλης, έχοντας αποδώσει στην απορία μία πιο φιλοσοφική διάσταση, με την υιοθέτηση του παραλληλισμού της με τον «δεσμό», επανέρχεται στην προηγούμενη αντιμετώπιση της έννοιας, ως μεθοδολογικής φάσης. Συγκεκριμένα η απορία, ως εισαγωγική και αλληλούχος φάση της διαπορητικής διαδικασίας που οδηγεί στην ευπορία, αποτελεί μία πολύ σημαντική «διαδικασία», διότι δι’ αυτής αποκαλύπτεται ο σκοπός της έρευνας. «Τό γάρ τέλος τούτῳ μέν οὐ δῆλον τῷ δέ προηπορηκότι δῆλον»[11]. Αυτή η διατύπωση προκαλεί απορία. Πώς έχει ο ερευνητής εισέλθει σε μία ερευνητική στοχαστική διαδικασία χωρίς να έχει επίγνωση του σκοπού στον οποίον αποβλέπει η έρευνά του; Το ερώτημα αυτό δεν θα το απαντήσουμε τώρα. Όμως, αν αποδεχτούμε τον ισχυρισμό του Αριστοτέλη θα πρέπει να αντιληφθούμε την απορητική διαδικασία, εκτός από βαρύνουσα εισαγωγική φάση της έρευνας, ως μία αυτοπροσδιοριστική του στοχασμού διαδικασία, κατά την οποία συντελείται ο πιο σημαντικός προσδιορισμός, ο προσδιορισμός του σκοπού του ήδη εκκινηθέντος στοχασμού. Άρα, εδώ, δεν έχουμε απλώς την υπαγωγή της απορίας, την οργανική της ένταξη, εντός κάθε στοχαστικής έρευνας ως ένα σημαντικό ή και αναπόσπαστο μέρος της, αλλά, έτι περισσότερο, την ανάδειξη της απορητικής φάσης του στοχασμού στην πλέον σημαντική φάση του, την φάση του αυτοκαθορισμού του στοχασμού, δια του καθορισμού του ίδιου του σκοπού εκκινήσεώς του. Συνακόλουθα, αν η απορία αποτελεί αυτήν την αυτοκαθοριστική φάση του στοχασμού, τότε η εύκαρπη υπέρβαση της απορίας με τον μετασχηματισμό της σε διαπόρευση, σηματοδοτεί και φανερώνει την επιτυχή συντέλεση του αυτοκαθορισμού του στοχασμού, δηλαδή την εύρεση του σκοπού του. Αναλόγως, η μη εισέλευση στην επόμενη φάση του διαπορείν σημαίνει την αποτυχία του στοχασμού να ανεύρει τον σκοπόν του, να αυτοκαθοριστεί.
Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι αυτή η προσέγγιση, η οποία βεβαίως ομιλεί στο επίπεδο της μεθοδολογίας, σε ένα επίπεδο δηλαδή πολύ πιο δευτερογενές και απόμακρο από εκείνο της ετυμολογίας, φαίνεται να απηχεί την πρωτογενή αλήθεια του έτυμου. Για να γίνει αυτό κατανοητό, προαπαιτείται η υποκατάσταση του όρου σκοπός από τον όρο πόρος. Ο Αριστοτέλης μας λέγει ότι η απορία, ως αλληλούχος φάση μίας στοχαστικής επεξεργασίας, έχει τη δυνατότητα να επιτύχει την εύρεση του σκοπού του στοχασμού. Δηλαδή, ότι η απορητική διαδικασία μπορεί να αποδώσει μία εξέχουσας σημασίας εύρεση, καθοριστική για την προχώρηση του στοχασμού. «Ἡ γάρ λύσις τῆς ἀπορίας εὕρεσίς ἐστιν»[12]. Εκτός αυτού, λόγω του προοιμιακού χαρακτήρα της απορίας, δηλαδή λόγω της προτεραιότητας που επέχει έναντι του στοχασμού, η δυνατότητά της αυτή, να ανευρίσκεται εντός της ενέργειάς της, ο σκοπός του στοχασμού, την καθιστά ακόμα πιο κρίσιμη και καθοριστική για τον στοχασμό.
Η ετυμολογία είχε δείξει ότι η απορία, ως μία κατάσταση που καταλαμβάνει αυτόν που προτίθεται να πορευτεί, αίρεται δια της «εὑρέσεως» πόρου που ανευρίσκει η πόρευση. Η «εὕρεσις» του πόρου είναι η αναγκαία προϋπόθεση για την εκφυγή από την κατάσταση της απορίας. Ο απορών βιώνει την απορία ως έναν νοητό περικλεισμό, ως μία κατάσταση σκεπαστική υπαρχόντων πόρων. Η εύρεση αποτελεί τον τρόπο εκφυγής από την κατάσταση της απορίας, η οποία συντελείται φυσικά εντός της κατάστασης της απορίας. Μέχρι του σημείου αυτού, λοιπόν, βλέπουμε ότι το περιεχόμενο του χωρίου συμφωνεί με την ετυμολογική ανάλυση, στη βάση της εύρεσης που συντελείται στη φάση της απορίας.
Υπάρχει, όμως, ταυτόχρονα, μία σημαντική διαφοροποίηση της σημασίας που δίνει ο Αριστοτέλης στον όρο απορία από τη σημασία που παρέχει η ετυμολογία. Συγκεκριμένα, η διαφοροποίηση αυτή συνίσταται στην υπονοούμενη άποψη ότι μπορεί κανείς να καταλαμβάνεται από απορία σκοπίμως, προκειμένου να αποκομίσει οφέλη από την απορητική διαδικασία. Επίσης, ότι η απορητική φάση είναι μία επωφελής και αξιοποιήσιμη φάση του στοχασμού. Η απορία, υπ’ αυτήν την έννοια, παύει να αποτελεί μία αυτόματη κατάληψη, που θέτει τον απορούντα σε πραγματική αγωνία αναφορικά με τη δυνατότητα της υπέρβασή της, και γίνεται μία κατάσταση, της οποίας την επίδραση έχει υπό απόλυτο έλεγχο ο απορών. Αυτή, βεβαίως, η άποψη συνάδει με το πρώτο μέρος του χωρίου («ἀνάγκη … ἐπελθεῖν ἡμᾶς πρῶτον περί ὧν ἀπορῆσαι δεῖ πρῶτον»), που αποτελούσε ουσιαστικά παρακίνηση για εμπλοκή σε απορία, προκειμένου να καρπωθεί ο απορών τα οφέλη της απορητικής διαδικασίας.
Εμείς προσπαθήσαμε να δείξουμε τον τρόπο με τον οποίο συντελείται η εκφυγή από την απορία, αναδεικνύοντας ότι ο πειραστικός χαρακτήρας της πορευτικής πρόθεσης ευρίσκει πόρον. Ο Αριστοτέλης δεν υπεισέρχεται στην εξήγηση του τρόπου με τον οποίο στην φάση της απορίας συντελείται αυτή η τόσο σημαντική διαδικασία του αυτοκαθορισμού του στοχασμού δια της ανεύρεσης του σκοπού του. Εντούτοις, υπονοείται από την ανάλυση, και μάλλον παρουσιάζεται ως πλεονέκτημα της απορητικής διαδικασίας, ότι εξ αυτής προκύπτει, ή ότι εντός αυτής συντελείται, ο αυτοπροσδιορισμός αυτός. Εξ ου και η χρησιμότητα της διαδικασίας. Εμείς ως προς αυτήν την άποψη διαφωνούμε, γιατί θεωρούμε ότι αποτελεί καταχρηστική ερμηνεία μίας καθοριστικής μεν, αλλά ελεύθερης φάσης, η οποία μπορεί να αποβαίνει, ισόρροπα, χωρίς κλίση προς τη μία ή την άλλη εξέλιξη, επιτρέπουσα ή ανακόπτουσα τον στοχασμό. Εννοούμε ότι, επειδή εντός της απορητικής φάσης του στοχασμού συντελείται το καθοριστικό αντιπάλεμα για τη γένεση ή μη, του στοχασμού, που ουσιαστικά συνίσταται στο αν ο απορών θα ξεπεράσει ή όχι την απορία του , δεν μπορεί η απορία να θεωρείται εξ αυτού μία αντικειμενικά επωφελής και αξιοποιήσιμη κατάσταση. Εισαγωγή σε απορία σημαίνει κυρίως κατάληψη, από καθοριστική αγωνία να την υπερβούμε. Αλλιώς, δεν έχουμε καταληφθεί από απορία, αλλά από κάτι υποδεέστερο και ασθενέστερο. Η ετυμολογία μας υποδεικνύει τον τρόπο που η πορευτική πρόθεση κατορθώνει να εκφεύγει από την απορία, ακριβώς δια του πειραστικού χαρακτήρα της. Όμως, η πάλη με την απορία, η αγωνία που η απορία επιφέρει είναι δεδομένη και υπαρκτή. Η απορία μας εμπλέκει αναγκαστικά σε μία καθοριστική και κρίσιμη διακύβευση, αυτή της γένεσης ή της μη γένεσης του στοχασμού, η οποία μπορεί να οδηγήσει αδιακρίτως και στις δύο δυνατότητες. Η απορία είναι αληθινή, η μάχη πραγματική και κρίσιμη, έτσι δείχνει η ίδια η λέξη.
Αν λοιπόν, σύμφωνα με την άποψη του Αριστοτέλη, όπως αποτυπώνεται στο χωρίο, η απορία είναι μία κατάσταση στην οποία μπορούμε να εισερχόμαστε όταν θέλουμε, και μάλιστα η εισαγωγή μας συστήνεται ως χρήσιμη και καρποφόρος, γιατί μέσα στην απορία ο στοχασμός ανευρίσκει τον σκοπό του και αυτοκαθορίζεται, τότε η απορία μπορεί να γίνει αντιληπτή, μόνον ως μία «μεθοδολογική προεργασία», μία δοκιμαστική φάση, κατά την οποία καταρτίζεται ο τρόπος και τα προσπελαστικά μέσα της έρευνας. Αυτή όμως, η άποψη, η οποία κυριαρχεί στο χωρίο, μας απομακρύνει από το αρχέγονο νόημα της απορίας. Το χωρίο ολοκληρώνεται με έναν παραλληλισμό ο οποίος εντείνει αυτήν την άποψη. Συγκεκριμένα, το πλεονέκτημα αυτού που έχει διέλθει την απορητική διαδικασία αναφορικά με τη δυνατότητά του να κρίνει, παραλληλίζεται με το πλεονέκτημα αυτού που έχει ακούσει όλες τις απόψεις σε μία δίκη. Εδώ η απορία είναι η διαδικασία οικείωσης με τις απόψεις των άλλων, ουσιαστικά μία αναθεωρητική διαδικασία, όπως είχε προαναγγελθεί στην αρχή του χωρίου. Η κατάληξη αυτή του χωρίου καταλείπει πιο έντονη την αίσθηση που έχουμε ως τώρα περιγράψει, ότι με τον όρο απορία εννοείται από τον Αριστοτέλη μάλλον μία «μεθοδολογική προεργασία», αναθεωρητική προδιατυπωμένων απόψεων, παρά η δυσέκφευκτος δέση που γεννά η διαστόχαση της ουσίας του όντος.
Παρατηρούμε, κλείνοντας την ανάλυση του πιο μεστού αριστοτελικού χωρίου αναφορικά με τον προσδιορισμό της απορίας, ότι συνυπάρχουν εντός του, περισσότερες της μίας, και μάλιστα αντίθετες και ασύμβατες σημασίες της έννοιας. Η απορία ως δεσμός που ακινητοποιεί, η απορία ως σχετική άγνοια κάποιου γνωστικού δεδομένου, η απορία ως αυτοπροσδιοριστική φάση του στοχασμού, η απορία ως μεθοδολογική προεργασία, ακόμα και ως αναθε-ωρητική διαδικασία προγενέστερων απόψεων. Βεβαίως, η αναλυτική αυτή κατάτμηση μπορεί να δεχτεί κάποιες συζεύξεις, προκειμένου να αναφανούν οι πόλοι της αντίθεσης. Είναι, λοιπόν, δεδομένο, ότι εντός του χωρίου συνυπάρχουν δύο ξεκάθαρα αντίθετες διαστάσεις, αφενός η απορία ως δυσέκφευκτη δέση, που συνάδει με την ετυμολογική εννοιολογική φόρτιση της λέξης και αφετέρου η «μεθοδολογική διάσταση» της απορίας, η οποία καθιστά την απορία μία υπερβατή, χρήσιμη και διαχειριστή φάση της φιλοσοφικής έρευνας. Οι δύο αυτές διαστάσεις, παρότι φαίνονται ότι αποτελούν αντίθετες, ή τουλάχιστον ασύμβατες σημασίες, συνοικούν ανέριστα μέσα στο χωρίο.
Επισημαίνουμε ότι η ασυμβατότητα που διαγιγνώσκουμε γίνεται με βάση την δεδηλωμένη προσήλωσή μας στην αυθεντική σημασία της λέξης, η οποία προκύπτει, από την ετυμολογία της. Έχοντας ως γνώμονα την αλήθεια του ετύμου, αλλά και την δική μας ατομική εμπειρία του απορείν, στρέφουμε με μεγάλη προσοχή την παρατήρησή μας στην αριστοτελική χρήση και εννόηση της λέξης, προσπαθώντας να δούμε πώς ο Σταγιρίτης αντιλαμβάνεται τη λέξη και που επεισάγει τη δική του ξεχωριστή διάσταση στην έννοια. Γι’ αυτό αντιλαμβανόμαστε ως παράξενη την συνύπαρξη αυτών των εννοήσεων, ιδιαιτέρως στην εγγύτητα που προσδιορίζει η έκταση ενός χωρίου. Προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα αυτήν την συνοίκηση, που βασίζεται ασφαλώς στην εννοιολογική σύνδεση των δύο διαστάσεων, θα προβούμε στην κριτική επεξεργασία των υπόλοιπων χωρίων του Αριστοτελικού έργου που αναφέρονται στο απορείν.
- Ο φιλοσοφικός θαυμασμός ως πρωταρχή του «ἀπορεῖν»
Ας ξεκινήσουμε την ανάλυσή μας από το πολύ σημαντικό χωρίο ΜτΦ Α΄ 982 b 17: «ὁ δ’ ἀπορῶν καί θαυμάζων οἴεται ἀγνοεῖν (διό καί ὁ φιλόμυθος φιλόσοφος πώς ἐστιν· ὁ γάρ μῦθος σύγκειται ἐκ θαυμασίων)». Είναι φανερό ότι το χωρίο αυτό ανήκει στη κατηγορία των χωρίων που αναδεικνύουν το αυθεντικό νόημα της απορίας, της απορίας ως παραλύσεως και δυσέκφευκτης δέσης. Ιδιαιτέρως το χωρίο αυτό, μας παρέχει μία ξεχωριστή όψη της απορίας διότι συνδέει άμεσα την απορία με την πιο αρχέγονη μορφή παραλυσίας και κατάληψης που είναι ο θαυμασμός.
Ενώ ο Αριστοτέλης συνδέει αιτιολογικά την απορία με την άγνοια, («ὁ δ’ ἀπορῶν καί θαυμάζων οἴεται ἀγνοεῖν »), δεν περιορίζει το νόημα της απορίας σε απλή έλλειψη ενός γνωστικού δεδομένου, δηλαδή δεν καθιστά την απορία μία «ευίατο» ανεπάρκεια, που παύεται δια της προσκομιδής του λείποντος στοιχείου, όπως συμβαίνει στο χωρίο ΜτΦ Γ΄ 1009 a 18. Αντιθέτως, επιφέρει μία σύναψη της κατάστασης της απορίας με την πρωτογενή αίσθηση του θαυμασμού, η οποία τείνει προς την ταύτιση. Λέμε τείνει διότι το χωρίο συμπλέκει στην διατύπωσή του την απορία και το θαυμασμό σε σημαίνουσα εγγύτητα, όχι σε ταύτιση, χωρίς όμως ταυτόχρονα να αποτρέπει απ’ αυτήν. Η σύναψη αυτή εμφανίζει την απορία να είναι μία κατάσταση, η οποία έχει συνάφεια και ομοιότητα με τον θαυμασμό, που είναι η πιο πρωτογενής και αυθεντική και απροσχημάτιστη μορφή αμηχανίας. Η διάσταση αυτή διαφέρει από την «εὐΐατο ἄγνοια» του ΜτΦ Γ΄ 1009 a 18 κ.ε. και ακόμα από την «ἄγνοια τοῦ δεσμοῦ» του ΜτΦ Β΄ 995 a 30. Η διαφορά της προκύπτει, ακριβώς, από την εννοιολογική εγγύτητά της με τον θαυμασμό, η οποία μας επιτρέπει να θεωρήσουμε την απορία ως μία κατάσταση παρόμοια, πολύ κοντινή εννοιολογικά με το θαυμασμό. Αν ο θαυμασμός είναι η πιο πρωτογενής, αυθεντική και απροσχημάτιστη κατάληψη του σκεπτόμενου στην πρώτη του στοχαστική ψηλάφιση των όντων γύρω του[13], τότε, και η απορία είναι, επίσης, αυτή η πρωτογενής, αυθεντική, αυτόματη και ανεπιτήδευτη αμηχανία που συμφύεται, έπεται ή εξάγεται από τον θαυμασμό, ανάλογα με την ερμηνεία που θα δώσουμε στην σύναψη.
Αν επιμείνουμε περισσότερο στο νόημα της σύναψης των εννοιών θαυμασμός και απορία, θα μπορούσαμε να επιχειρήσουμε την παρακάτω ερμηνευτική προσέγγιση: Έχουν ικανοποιηθεί[14] οι βασικές ανάγκες του ανθρώπου. Αυτό έχει ως συνέπεια την εκκίνηση ενός νέου τρόπου συσχετισμού του ανθρώπου με τον κόσμο και τα όντα. Μέχρι του σημείου αυτού ο συσχετισμός του ανθρώπου με τον κόσμο απέβλεπε αποκλειστικά στην ικανοποίηση των βιωτικών του αναγκών. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο συσχετισμός του με τον κόσμο ήταν βιωτικός. Απ’ τη στιγμή που ικανοποιήθηκαν οι βιωτικές ανάγκες του, ανοίχτηκε η δυνατότητα ενός διαφορετικού συσχετισμού με τον κόσμο, ενός συσχετισμού που θα τον αποκαλούσαμε γνωριστικό της ουσίας των όντων[15]. Ο συσχετισμός αυτός είναι ένας θεωρητικός συσχετισμός, με την έννοια ότι συντελείται δια της θεώρησης του κόσμου. Θεωρώ, εννοούμε εδώ, παρατηρώ στοχαστικά. Ενώπιον του θεωρητικού αυτού συσχετισμού αναφαίνονται τα όντα. Αναφαίνονται εννούμε προβάλλουν νεοπαγή ανοικειότητα, καινοφάνεια.
Αυτό συμβαίνει, διότι τα όντα, ως τώρα, ήταν συνδεδεμένα με τον βιωτικό συσχετισμό, ο οποίος απέβλεπε στα όντα τη βιωτή του. Αυτός ήταν ένας ιδιότυπος συσχετισμός, ο οποίος απέβλεπε υστερόβουλα προς τα όντα. Η οντολογική υποτίμηση, το αβαθές της και η αγνωσία είναι χαρακτηριστικά της βιωτικής συνάφειας με τα όντα. Τα όντα γύρω από τον άνθρωπο, παρότι συσχετίζονταν καθημερινά μαζί τους για την ικανοποίηση της βιωτικής του ανάγκης, παρέμεναν οντολογικά άγνωστα. Αντιθέτως, ο γνωριστικός συσχετισμός με τα όντα, αποβλέπει στο να γνωρίσει τα όντα ως όντα. Στρέφεται προς αυτά με πρωτόπειρο ενδιαφέρον, καθώς τα όντα αναφαίνονται μπροστά του καινοφανή, διότι τώρα αποδίδεται πραγματικά και για πρώτη φορά προσοχή στα όντα ως όντα. Το θάμβος είναι η αντίδραση του ανθρώπου που επιδεικνύει γνωριστικό ενδιαφέρον για τα όντα. Τα «πρόχειρα» όντα ενώπιον του θεωρητικού γνωριστικού συσχετισμού αναλαμβάνουν οντότητα. Φωτίζονται και εμφανίζονται. Θαμβαίνει ο γνωρισμός από την φανέρωση τόσων όντων ολόγυρα[16].
Ο θαυμασμός είναι το πρώτο αυτό σάστισμα μπροστά στην αναφάνιση των όντων. Είναι αντίδραση απροσχημάτιστη και ακατέργαστη. Είναι μία ισχυρή κατάληψη που επιφέρει ακινητοποίηση. Η γνωριστική ώθηση βρίσκεται αδρανής και απροετοίμαστη ενώπιον της καινοφάνειας των όντων. Ο θαυμασμός συνίσταται σ’ αυτήν την αυθόρμητη κατάληψη από την αναφάνιση των όντων.
Η προαναφερθείσα σύναψη της απορίας με τον θαυμασμό θα εξηγηθεί τώρα. Αφού ο θαυμασμός συνίσταται σ’ αυτό το σάστισμα του ανθρώπου από το εκπληκτικό γεγονός της αναφάνισης ή της νεοπαγούς καινοφάνειας των όντων, η απορία επέχει μία λογική και χρονική υστερότητα σε σχέση με τον θαυμασμό. Από που συνάγεται αυτό; Η λέξη θαυμασμός δηλώνει την κατάσταση της ακινητοποίησης του θάμβους. Ο άνθρωπος στον γνωριστικό συσχετισμό με τα όντα καταλαμβάνεται από θάμβος. Η απορία είναι η αμέσως επόμενη κατάσταση, η οποία εγκαινιάζεται με την ενεργοποίηση της γνωριστικής διαδικασίας η οποία ως τώρα ήταν πεπαυμένη, ή ακόμα σωστότερα, δεν είχε καν ενεργοποιηθεί. Τί είδους ενεργοποίηση εννοούμε; Ενεργοποίηση της γνωριστικής διαδικασίας, η οποία μας επιτρέπει να συνειδητοποιήσουμε την απορία μας, δηλαδή την αδυναμία μας να προχωρήσουμε στο γνωρισμό των όντων. Διότι η αίσθηση άγνοιας, «τό οἴεσθαι ἀγνοεῖν» του χωρίου, προκειμένου να γίνει αισθητό, προυποθέτει την ενεργοποίηση γνωρισμού, δηλαδή την κινητοποίηση μίας γνωριστικής αναμέτρησης με τα όντα. Η γνωριστική αυτή αναμέτρηση με τα όντα σκοπεύει στην ακύρωση του καινοφανούς και στην συρρίκνωση και αποδυνάμωση του αγνώστου.
Θαυμασμός, λοιπόν, είναι ακινησία αυτόματη και ανεξέταστη, απορία είναι συνειδητοποιημένη αδυναμία προχώρησης προκαλουμένη από ενεργο-ποιημένο γνωριστικό συσχετισμό με τα όντα. Θαυμασμός είναι αφασία και θάμπωμα, ενώ απορία είναι αισθητή ανεπάρκεια και αναμετρημένη ανάσχεση.
Άρα, το νόημα της σύναψης της απορίας με τον θαυμασμό έγκειται στην αλληλουχία των δύο καταστάσεων, με την απορία να αποτελεί την εξέλιξη της κατάστασης του θαυμασμού. Από την ερμηνεία των αριστοτελικών χωρίων προκύπτει ότι ο θαυμασμός είναι η αυτόματη, ολοκληρωτική, ανεπεξέργαστη και απολέμητη κατάληψη του ανθρώπου από το γεγονός της αναφάνισης των όντων. Η απορία είναι η ακινητοποίηση του προτιθέμενου να προχωρήσει στο γνωρισμό από αδυναμία προχώρησης, από έλλειψη γνωριστικών οδών και πόρων. Η απορία, διαφέρει από το θαυμασμό κατά το ότι προϋποθέτει την ενεργοποίηση του γνωρισμού, ο οποίος όμως αδυνατεί να εκκινηθεί. Ο θαυμασμός είναι παραλυσία, ολοκληρωτική κατάληψη και παράδοση στο θάμβος. Η απορία είναι συνειδητοποιημένη αδυναμία, σε κάθε περίπτωση ένας αναβαθμός στη γνωριστική διαδικασία.
- Οι συμπληρωματικές διάσπαρτες σημασίες της «ἀπορίας»
Πέραν του αποσαφηνισμού της διαφοράς της απορίας από τον θαυμασμό, σύμφωνα με την ερμηνεία του συγκεκριμένου αριστοτελικού χωρίου, ο οποίος νομιμοποιεί την σύναψη των δύο εννοιών, ιδιαίτερη σημασία για μας έχει το χωρίο αυτό από την άποψη της απορίας. Και μ’ αυτό εννοούμε ότι με τη σύναψη της απορίας με το θαυμασμό συντελείται μία σοβαρή και σημαίνουσα στροφή της κατανόησης της απορίας προς την αρχέγονη σημασία που μας παραδίδει το έτυμον. Δηλαδή, η εννοιολογική εγγύτητα την οποία προβάλλει το συγκεκριμένο χωρίο ανάμεσα στην απορία και το θαυμασμό, αποδίδει στην απορία, σε ευθεία αντίθεση με άλλα χωρία[17], ένα νόημα σύμφωνο με την αρχέγονη, αυθεντική σημασία της λέξης. Έτσι, ενώ σε πολλά σημεία στο αριστοτελικό κείμενο έχουμε την υποτίμηση της απορίας, είτε με την έκληψή της ως «μεθοδολογικής προεργασίας», είτε ως μιας τεχνικής έκθεσης, είτε ως μιας σχετικής και προδιαγεγραμμένα υπερβάσιμης δυσχέρειας, εδώ η απορία ανευρίσκει το αυθεντικό της νόημα, είναι συνειδητοποιημένη αδυναμία προχώρησης, εκδηλούμενη κατά την πιο πρώιμη ενεργοποίηση του γνωρισμού με τα όντα, ο οποίος συντελείται ομού με τον θαυμασμό.
Προς την αντίθετη κατεύθυνση της παρουσίασης της απορίας ως μιας ευίατης κατάστασης μας οδηγεί το χωρίο ΜτΦ Γ΄ 1009 a 18-21: «ὅσοι μέν γάρ ἐκ τοῦ ἀπορῆσαι ὑπέλαβον οὕτως, τούτων εὐΐατος ἡ ἄγνοια (οὐ γάρ πρός τόν λόγον ἀλλά πρός τήν διάνοιαν ἡ ἀπάντησις αὐτῶν)· ὅσοι δέ λόγου χάριν λέγουσι, τούτων δ’ ἔλεγχος ἴασις τοῦ τ’ ἐν τῇ φωνῇ λόγου καί τοῦ ἐν τοῖς ὀνόμασιν.» Το χωρίο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία διότι εκτός του ότι μας παρέχει πληροφορίες σχετικά με γενεσιουργά αίτια της απορίας, εντάσσει στην έννοια της απορίας και αποκαλεί απορία μία δόκιμη άποψη της εποχής, που πρεσβεύονταν από επιφανείς σοφιστές, όπως ο Πρωταγόρας. Συγκεκριμένα, στο χωρίο αυτό διακρίνονται δύο ομάδες αντιτιθεμένων στην αρχή της αντίφασης αναφορικά με τον βαθύτερο λόγο της αντίθεσης. Οι μεν είναι αυτοί οι οποίοι «ἐκ τοῦ ἀπορῆσαι», δηλαδή από αδυναμία ή άγνοια, αντιτίθενται στο νόμο του αυτονόητου, και οι άλλοι είναι αυτοί που «λόγου χάριν», δηλαδή σε κατάχρηση της ανοχής του λόγου, προβαίνουν σε αμετροεπή αντιλογία, θα λέγαμε παραφράζοντας.
Η δεύτερη κατηγορία αντιτιθεμένων απαιτεί χειρισμό ο οποίος να ελέγχει και να ανακόπτει, χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα, την καταχρηστική ορμή της σκόπιμης και ύποπτης αντίθεσης. Είναι φανερό ότι δεν πρόκειται για μία στοιχειοθετημένη ειλικρινή αντίθεση, παρά για μία περιπαικτική και εριστική αντίδραση, η οποία δεν αφορμάται από κανενός είδους απορία ή άγνοια. Η καθαρή αυτή διάκριση απολείπει την ευρεία κατηγορία των ασπαζομένων τη θεωρία του Πρωταγόρα, είτε αυτών που εκ πεποιθήσεως αντίκεινται στο νόμο της αντίφασης, είτε εκείνων που από άγνοια και στοχαστική ανεπάρκεια εμφανίζονται να τη συμμερίζονται, στην διευρυμένου νοήματος κατηγορία των απορούντων. Βέβαια, από το χωρίο αυτό συνάγεται έμμεσα, όπως και από άλλα χωρία[18], η πιο μύχια σκέψη του Αριστοτέλη, ότι όλοι αυτοί που πρεσβεύουν απόψεις εριστικές, όπως αυτή εδώ, το κάνουν είτε λόγω χονδροειδούς άγνοιας, είτε λόγω κακοπροαίρετης διάθεσης. Δηλαδή ότι και αυτοί που εμφανίζονται να υποστηρίζουν εκ πεποιθήσεως εριστικές απόψεις, δεν το κάνουν λόγω ανατρεπτικής στοχαστικής ικανότητας, που θέλουν να εμφανίζουν, αλλά λόγω της άγνοιας που τους χαρακτηρίζει, ή λόγω εριστικής διάθεσης, που τους ωθεί σε μία κακότροπη εκβιαστική, φαινομενική διαφοροποίηση. Ως εκ τούτου, συγκαταλέγονται στην ευρεία κατηγορία των απορούντων.
Από την άποψη της απορίας, η σημασία που το χωρίο παρέχει είναι η απορία ως σχετική άγνοια, άγνοια που οδηγεί σε φανερή αδυναμία ορθοκρισίας και διάκρισης και συνεπώς στην υιοθέτηση σφαλερών απόψεων. Η άγνοια αυτή χαρακτηρίζεται ως «εὐΐατος», δηλαδή ως εύκολα αποκαταστάσιμη. Θυμίζει λίγο η διατύπωση την άδολη γνωστική ανεπάρκεια του μαθητή, που ο δάσκαλος εύκολα αποκαθιστά παρέχοντας τη δική του γνώση και εμπειρία. Μέσα στην λέξη απορία έχει ενταχθεί η προσωρινή γνωστική ανεπάρκεια, μία εύκολα μετακλητέα υστέρηση που επιφέρει δυσχέρεια στη συζήτηση, μαθητικού χαρακτήρα. Τέτοια απορία, που σχεδόν ισοδυναμεί με έλλειψη κάποιας πληροφορίας, είναι εύκολα ιάσιμη δια της παροχής του λείποντος στοιχείου. Φυσικά αυτή η γνωστική έλλειψη απέχει πολύ από την εγκλωβιστική παραλυσία του «δεσμοῦ».
Η αποκατάσταση της απορίας αυτής είναι πολύ πιο εύκολη από την αποκατάσταση των ατοπημάτων που οφείλονται σε εσκεμμένες καταχρήσεις της εριστικής διατύπωσης. Διότι η αποκατάσταση της απορίας στρέφεται και στοχεύει προς την μεταστροφή της «διανοίας», δηλαδή στην αποκατάσταση του εμφορούμενου στο στοχασμό λάθους ή ατοπήματος[19]. Στην περίπτωση της εριστικής διατύπωσης η αποκατάσταση πρέπει να επιφέρει εκβιαστικά την αποκάλυψη της υποκριτικής στάσης του εριστικού, προκαλώντας δια του λόγου, την καταρράκωση της κατάχρησης· «Οἱ μέν γάρ πειθοῦς δέονται, οἱ δέ βίας»[20]. Η αποκατάσταση της απορίας είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, μία διορθωτική παρέμβαση, η οποία συνίσταται στην παροχή του λείποντος στοιχείου. Η απορία είναι, λοιπόν εδώ, η αμηχανία που οφείλεται στην γνωστική ανεπάρκεια, όχι με την έννοια μίας ριζικής και βαθιάς έλλειψης, αλλά μίας σχετικής, ευαπόσειστης, πιθανόν προσωρινής, γνωστικής υστέρησης.
Στο χωρίο Τοπικά Ζ΄ 145 b 2 γίνεται από τον Αριστοτέλη ο επικριτικός σχολιασμός ενός χρησιμοποιούμενου την εποχή ορισμού της απορίας, ως αρνητικού παραδείγματος ορισμού. Συγκεκριμένα η απορία ορίζεται λανθασμένα ως «ἰσότης ἐναντίων λογισμῶν», δηλαδή ότι συνίσταται στην ισότητα αντικειμένων συλλογισμών. Η προφανής κατάχρηση βρίσκεται στην εξίσωση του αποτελέσματος ενός αιτίου με το αίτιο αυτό[21]. Στην περίπτωση της απορίας, αντικείμενοι, αντίθετοι συλλογισμοί μπορούν να προκαλέσουν αμηχανία στην επιλογή και να παράξουν απορία. Η απορία είναι το αποτέλεσμα της «ισότητος εναντίων συλλογισμών». Ταυτίζοντας την απορία με την «ισότητα εναντίων συλλογισμών», ουσιαστικά ταυτίζουμε το αίτιο ενός αποτελέσματος με το αποτέλεσμα αυτό. Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τον ορισμό αυτόν ως παράδειγμα κακού ορισμού λόγω της κατάχρησης που εμπεριέχει. Εντούτοις, ως προς το περιεχόμενο του χωρίου, δηλαδή σχετικά με το αν η προσκόμιση ισοδύναμων συλλογισμών με αντίθετο περιεχόμενο είναι αίτιο απορίας, ο Αριστοτέλης είναι σύμφωνος. Λίγο παρακάτω, στο 145 b 17[22], αποδέχεται ότι η κρίση διχάζεται και απορεί όταν έχει να αντιμετωπίσει δύο αλληλοσυγκρουόμενες ισοδύναμες απόψεις. Η άποψη ότι ισχυρές αντικείμενες απόψεις μπορούν να αποτελούν αίτιο απορίας, προσεγγίζει το χωρίο ΜτΦ Β΄ 995 a 25 και 995 b 2, όπου οι απόψεις των άλλων διανοητών αποτελούν το άμεσο αντικείμενο της διαπορητικής διαδικασίας. Η απορία εν προκειμένω συνίσταται σε αδυναμία διάκρισης και επιλογής ανάμεσα σε φαινομενικά ισοδύναμα στοιχεία.
- Ανασκόπηση
Τα κυριώτερα χωρία που ομιλούν για την απορία και το απορείν είναι αυτά που συζητήσαμε. Τα υπόλοιπα[23] δεν προσδίδουν κάτι περισσότερο στις ήδη διατυπωμένες σημασίες της απορίας, ή εντάσσονται φανερά σε μία απ’ αυτές. Παρατηρούμε, ότι η επισημασμένη συνύπαρξη ολότελα διαφορετικών και αντιθέτων εννοήσεων της απορίας που αναδείξαμε στο χωρίο ΜτΦ Β΄ 995 a 25 κ.ε., δεν αίρεται, παρά μάλλον εντείνεται, όταν εκτείνουμε την έρευνά μας σε ολόκληρο το αριστοτελικό έργο. Ασφαλώς, θα προκύψει μία πιο εμπεριστατωμένη και πληρέστερη καταγραφή των σημασιών της απορίας, αφού μελετηθεί και η από τον Σταγιρίτη υποδεικνυόμενη σύναψη της απορίας με τις έννοιες του «διαπορεῖν» και του «εὐπορεῖν». Εντούτοις, στην κατακλείδα της εξέτασης της απορίας, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο Αριστοτέλης ανέχεται αυτήν την διαδοχική ανάληψη νοημάτων, η οποία εξυπηρετεί μάλλον εκφραστικές ανάγκες και ανταποκρίνεται στην τρέχουσα πολυσημία του όρου. Με δύο διακριτούς πόλους αντίθεσης, μπορούμε να κατηγοριοποιήσουμε τις χρήσεις της απορίας, σε δύο βασικές κατηγορίες. Πρώτον στην κατηγορία που εκφράζει την έννοια της απορίας ως αυτόματης, καταλυτικής, δυσμάχητης δέσης και ανάσχεσης του στοχασμού, που προκαλεί η ψηλάφιση των όντων. Δεύτερον, την κατηγορία των χρήσεων που παρουσιάζουν την απορία ως μία χρήσιμη, υπερβατή, και ελεγχόμενη φάση του στοχασμού, που εξυπηρετεί ρητορικές, διδακτικές και μεθοδολογικές ανάγκες της έρευνας. Παρατηρήσαμε, λοιπόν, ότι η λέξη απορία λαμβάνει αδιακρίτως και τις δύο σημασίες, χωρίς να προκύπτει η ανάγκη της άρσης ή ακύρωσης της εννοιολογικής αυτής ανοχής. Τα συμφραζόμενα, το ευρύτερο νοηματικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, αποσαφηνίζει ποιά σημασία λαμβάνει κάθε φορά. Ως εκ τούτου, η μελέτη μας δεν μπορεί να αναδείξει μία ενιαία σημασία της απορίας, παρά να εισδύσει και να αναδείξει την απόχρωση που κάθε φορά αυτή λαμβάνει, και να παρουσιάσει την πληθυντικότητα των αποχρώσεων αυτών. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινηθήκαμε.
[1] ΜτΦ Ζ΄ 1028 b 2.
[2] Δημητράκου, Δ. Β., «Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας», Αθήνα 1950. Επίσης, Hofmann, J.B., «Ετυμολογικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής», Μόναχο 1950, Αθήνα 1989 και Boisacq, Emile, “Dictionnaire Etymologique de la Langue Grecque”, Παρίσι 1916. Βλ. επ. Owens, J. “The Doctrine of Being in the Aristotelian Metaphysics. A study in the Greek background of mediaeval thought”, (Toronto 1963), κεφ. “The aporematic Treatment of the causes”, σελ 214-15.
[3] Περί της έννοιας της «δυσχέρειας», πρβλ. ΜτΦ Ν΄ 1091 b 22, Μ΄ 1086 b 12, 1083 b 9 και Περί Αναπνοής 474 a 24.
[4] ΜτΦ. Β΄ 995 a 24-995 b 4.
[5] Άλλο σημαντικό χωρίο που αναφέρεται στην απορία ως δεσμό είναι το Ηθ. Νικ. Η΄ 1146 a 23-28: «ἔτι ὁ σοφιστικός λόγος (ψευδόμενος) ἀπορία· διά γάρ τό παράδοξα βούλεσθαι ἐλέγχειν, ἵνα δεινοί ὦσιν ὅταν ἐπιτύχωσιν, ὁ γενόμενος συλλογισμός ἀπορία γίνεται· δέδεται γάρ ἡ διάνοια, ὅταν μένειν μή βούληται διά τό μή ἀρέσκειν τό συμπερανθέν, προϊέναι δέ μή δύνηται διά τό λῦσαι μή ἔχειν τόν λόγον». Βεβαίως εδώ, η απορία παρουσιάζεται ως μία τεχνητώς προκληθείσα ανεπιθύμητη αγκύλωση της σκέψης και όχι ως μία πρωτογενής αυτόματη καταληψία που ακινητοποιεί. Ομοιάζει ως προς το αποτέλεσμα που επιφέρει, δηλαδή την δέσμευση του απορούντος, αλλά διαφέρει ριζικά, ως προς την ποιότητα της αιτίας που την προκαλεί.
[6] Ορισμένοι αναλυτές, όπως ο Aubenque, Pierre, (“Sur la Νotion Aristotelicienne d´ Αporie”, στο “Aristote et Les Problemes de Methode”, Symposium Aristotelicum ΙΙ, 1961, σελ 5), υποστηρίζουν ότι η διάσταση της απορίας ως δεσμού, που αυτό το χωρίο προβάλλει, θυμίζει την Σωκρατική απορία όπως περιγράφεται σε διάφορα χωρία. Συγκεκριμένα στο Μένων 80 c «ἐγώ δέ, εἰ μέν ἡ νάρκη αὐτή ναρκῶσα οὕτω καί τούς ἄλλους ποιεῖ ναρκάν, ἔοικα αὐτῇ· εἰ δέ μή, οὔ. οὐ γάρ εὐπορῶν αὐτός τούς ἄλλους ποιῶ ἀπορεῖν, ἀλλά παντός μᾶλλον αὐτός ἀπορῶν οὕτως καί τούς ἄλλους ποιῶ ἀπορεῖν», επίσης στο Γοργίας 522 a-b «…καί ἰσχναίνων καί πνίγων ἀπορεῖν ποιεῖν» και Λύσις 216 c «…ἀλλά τῷ ὄντι αὐτός εἰλιγγιῶ ὑπό τῆς τοῦ λόγου ἀπορίας…». Βλ. επ. Ιππίας Μείζων 297 d και Θεαίτητος 149 a. Εντούτοις, δεν αναγνωρίζουμε τη χρησιμότητα του παραλληλισμού της Σωκρατικής απορίας, η οποία συνιστά κυρίως γνωσιολογική στάση, με την Αριστοτελική έννοια της απορίας ως ανασχετικού της σκέψης δεσμού. Ένας λόγος είναι ότι η Αριστοτελική έννοια της απορίας ως ανάσχεσης θεωρείται ως ένα προσωρινό και υπερβατό εμπόδιο και όχι ως πάγειος γνωριστικός τρόπος. Περί του θέματος της Σωκρατικής άγνοιας βλ. επ. Meyer, Michel, “Dialectic and Questioning: Socrates and Plato”, American Philosophical Quarterly, Vol 17, No 4, 1979, σελ 281κ.ε. καθώς και το “Socratic puzzles” του Nozick, Robert, Phronesis Vol XL no 2, 1995, όπου αναφέρεται στη σελίδα 153, ότι «αυτό που ο Σωκράτης διδάσκει δεν είναι μία θεωρία, αλλά μία ερωτηματική μέθοδος», δηλαδή ότι η απορητική μέθοδος δεν είναι μία έκτακτη κατάσταση, αλλά μία φιλοσοφική μέθοδος.
[7] Alexandri Aphrodisiensis in Aristotelis Metaphysica commentaria, (CAG, Vol I, edidit Michael Hayduck, Berolini 1891), σελ. 173 στ. 9: «ἐοικέναι τυφλοῦ πορείας».
[8] Πλάτων, Πολιτεία IV,σελ 435 a.
[9] Αsclepii in Aristotelis Metaphysicorum libros A-Z commentaria, (CAG, Vol VI, pars II, edidit Michael Hayduck, Berolini 1888), σελ 137, στ. 28 κ.ε.
[10] Αsclepii in Metaphysicorum B 1, ένθ’ ανωτ. σελ 139 στ. 2 κ.ε.
[11] ΜτΦ Β΄ 995 b 1-2.
[12] Ηθ. Νικ. Η΄ 1146 b 7.
[13] ΜτΦ Α΄ 982 b 12-4: «διά γάρ τό θαυμάζειν οἱ ἄνθρωποι καί νῦν καί τό πρῶτον ἤρξαντο φιλοσοφεῖν». Επίσης, Πλάτωνος Θεαίτητος, 155 d : «μάλα γάρ φιλοσόφου τοῦτο τό πάθος, τό θαυμάζειν· οὐ γάρ ἄλλη ἀρχή φιλοσοφίας ἤ αὕτη». Σχετικά με τη λειτουργία του θαυμασμού ως αρχή του φιλοσοφείν Ο Heidegger, Martin, (Was ist das -die Philosophie?, εκδ. Günther Neske, Pfullingen, 1956, μετ Β. Μπιτσώρη, εκδ. Αγρα, 1986), σχολιάζοντας το χωρίο ΜτΦ Α΄ 982 b 12, γράφει: «Θα ήταν επιπόλαιο και προπάντων θα συνιστούσε μη ελληνικό στοχασμό, αν εννοούσαμε ότι εδώ ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης διαπιστώνουν μόνο ότι ο θαυμασμός είναι το αίτιο του φιλοσοφείν. Αν είχαν αυτή τη γνώμη, τότε τούτο θα σήμαινε το εξής: κάποτε οι άνθρωποι θαύμασαν, όσον αφορά δηλαδή στο ον, για τούτο: ότι αυτό είναι και τι είναι. Υποκινούμενοι από αυτόν τον θαυμασμό άρχισαν να φιλοσοφούν. Μόλις άρχισε η φιλοσοφία να κινείται, ο θαυμασμός ως παρώθηση, έγινε περιττός, έτσι ώστε εξαφανίστηκε. Ήταν δυνατόν να εξαφανιστεί επειδή ήταν μόνο παρόρμηση. Αλλά: ο θαυμασμός είναι αρχή -διέπει εξ ολοκλήρου κάθε βήμα της φιλοσοφίας. Ο θαυμασμός είναι πάθος.(…) Ο θαυμασμός ως πάθος είναι η αρχή της φιλοσοφίας. Την ελληνική λέξη αρχή πρέπει να την κατανοήσουμε στην πληρότητα του νοήματός της, Αυτή η λέξη ονομάζει αυτό απ’ όπου κάτι εκπορεύεται. Αλλά αυτό τό «απ’ όπου» κατά την εκπόρευση δεν εγκαταλείπεται πίσω· η αρχή γίνεται μάλλον ό,τι λέει το ρήμα άρχειν, αυτό που κυριαρχεί. Το πάθος του θαυμασμού δεν βρίσκεται απλώς στην έναρξη της φιλοσοφίας, όπως λόγου χάρη τό νίψιμο των χεριών προηγείται της χειρουργικής επέμβασης. Ο θαυμασμός είναι ο φορέας της φιλοσοφίας και τη διέπει εξ ολοκλήρου».
[14] ΜτΦ Α΄ 982 b 22-24: «Μαρτυρεῖ δέ αὐτό τό συμβεβηκός· σχεδόν γάρ πάντων ὑπαρχόντων τῶν ἀναγκαίων καί τῶν πρός ῥᾳστώνην καί διαγωγήν ἡ τοιαύτη φρόνησις ἤρξατο ζητεῖσθαι».
[15] Ο Θωμάς ο Ακινάτης, (Summa Theologiae, I a II ae. Q. 3, 8,) αναφερόμενος στα χωρία ΜτΦ Α΄ 982 b 12 – 983 a 13, αναφέρει ότι ο θαυμασμός είναι ένα «είδος επιθυμίας για γνώση».
[16] Γιανναρά, Αναστάσιου, («Ο Ευγένιος Φινκ και το φιλοσοφικό πρόβλημα του κόσμου», Όαση Ευδαιμονίας, σελ. 9): «(Ο θαυμασμός) μεταβάλλει ξαφνικά το γνωστό και οικείο σε ασυνήθιστο και δίνει στο αυτονόητο το χαρακτήρα του εκ-πληκτικού, δηλαδή εκείνου που μας εκτινάσσει κυριολεκτικά από τη συνηθισμένη αναστροφή μας με τα όντα». Πρβλ. επίσης, Βέϊκου Θεόφιλου, «Θαυμασμός και Παράδοξο», εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 1995, σελ. 65-67.
[17] Πχ. ΜτΦ Β΄ 995 a 25 – 33, Τοπ. Ζ΄ 145 b 2, ΜτΦ Γ΄ 1009 a 18 κ.ε., κλπ.
[18] Βλ. Τοπ. Θ΄ 161 b 3 : «ὁ τε γάρ ἐριστικῶς ἐρωτῶν φαύλως διαλέγεται» και 161 a 37: «ἐπεί δέ φαῦλος κοινωνός ὁ ἐμποδίζων τό κοινόν ἔργον». Επίσης, Σοφ. Ελ. 171 b 22 : «ὥσπερ γάρ ἡ ἐν ἀγῶνι ἀδικία εἶδός τι ἔχει καί ἔστιν ἀδικομαχία τις, οὕτως ἐν ἀντιλογίᾳ ἀδικομαχία ἡ ἐριστική ἐστιν» και 175 b 12: «…τήν μοχθηρίαν τῆς προτάσεως…».
[19] Ο Ασκληπιός (Asclepii In Aristotelis Metaphysicorum libros A-Z commentaria (CAG, Vol. vi, pars ii) ed. Michael Hayduck, Berolini 1904, σελ. 274 στ. 23 κ.ε.), ερμηνεύοντας το χωρίο, μας παρέχει μία διάκριση, που δικαιολογεί την ρήση του Αριστοτέλη, ότι στη μία περίπτωση απαιτείται «πειθώ» και στην άλλη «βία»: «ὅσοι μέν γάρ τῷ ὄντι ἀποροῦντες οἴονται οὕτως, τούτων ἡ ἄνοια ῥαδίως ἰατρεύεται… ἴσασι γάρ ὅτι οὐκ ἔρρωται ὁ λόγος ὅν προβάλλονται. ὅμως μέντοι γέ ἀποροῦσι κατά τήν διάνοιαν καί βούλονται τήν ἀπορίαν αὐτῶν ἐπιλυθῆναι. ὅσοι δέ λόγου χάριν λέγουσι τοῦ δόξαι κρατεῖν ἐπί τῶν πολλῶν (οὗτοι δέ εἰσίν οἵτινες ἴσασιν μέν τό ἀληθές, μάχονται δέ πρός αὐτό διά τό δόξαι κρατεῖν), τούτων ἴασις ἐστιν ἔλεγχος, ἵνα ἐλέγξωμεν τόν λόγον ὅν προβάλλονται ὡς κακῶς λεγόμενον.»
[20] ΜτΦ Γ΄ 1009 a 17-18.
[21] Τοπ. Ζ΄ 145 b 11: «ἔτι τό ποιούμενον εἰς τό ποιητικόν ἤ ἀνάπαλιν συμβαίνει τιθέναι τοῖς οὕτως ὁριζομένοις».
[22] Τοπ. Ζ΄ 145 b 18: «ὅταν γάρ ἐπ’ ἀμφότερα λογιζομένοις ἡμῖν ὁμοίως ἅπαντα φαίνηται καθ’ ἑκάτερον γίνεσθαι, ἀποροῦμεν ὁπότερον πράξωμεν».
[23] Πρβλ. Bonitz, H., Index Aristotelicus, Berolini 1961 (1870), σελ 85.