Η Περιπέτεια του Ερωτήματος στον Αριστοτέλη, Εισαγωγή
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Όλες σχεδόν οι μελέτες οι οποίες ασχολούνται με την εξέταση του ερωτήματος ή της απορίας στον Αριστοτέλη, εμπλέκονται στην ανάλυση, ερμηνεία, κριτική και ενδεχομένως απάντηση των συγκεκριμένων ερωτημάτων και αποριών που τίθενται από το Σταγιρίτη στους διάφορους τομείς έρευνας. Στην παράδοση του ερμηνευτικού σχολιασμού των αριστοτελικών κειμένων, η ενασχόληση με το ερώτημα είναι ταυτισμένη με την κατατριβή με τα συγκεκριμένα ερωτήματα που έχουν τεθεί, είτε υπό τη μορφή ερμηνείας των ερωτημάτων αυτών, είτε υπό τη μορφή κριτικής του αν τα ερωτήματα αυτά τυγχάνουν ικανοποιητικής απάντησης μέσα στο αριστοτελικό έργο. Η δική μας προσέγγιση θα εξετάσει το απορείν, το ερωτάν και το αποκρίνεσθαι, ανεξάρτητα από τα συγκεκριμένα ερωτήματα που θέτει ο Αριστοτέλης, καθώς και τις συγκεκριμένες απαντήσεις που παρέχει σ’ αυτά. Μας ενδιαφέρει να εστιάσουμε την ανάλυσή μας στην καθοριστική για το στοχασμό φάση της απορίας, να εξετάσουμε πώς επηρεάζει το Σταγιρίτη η παραμονή του σ’ αυτήν, πώς μέσα από την κατάσταση της απορίας σχηματίζεται το ερώτημα, και πώς νοείται η ικανοποίηση και παύση του ερωτήματος με την απόδοση της απάντησης. Πώς είναι εφικτό να εξεταστεί το απορείν και το ερωτάν ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες εκφράσεις των, και πού αποσκοπεί αυτή η ασυνήθιστη σκοπιά προσέγγισης;
Η εστίαση της εξέτασης στο ερώτημα υποκινείται από την επίγνωση ότι το ερώτημα αποτελεί την πιο καθοριστική προδιαγραφή κάθε απάντησης. Το ερώτημα προσδιορίζει τι είδους απάντηση θα δοθεί, διότι χάριν του ερωτήματος δίδεται η απάντηση. Το ερώτημα στοιχειοθετεί την αξίωση για την απόδοση της απάντησης. Ο τρόπος που το ερώτημα ερωτά προδιαγράφει το χαρακτήρα και τη μορφή των απαντήσεων που μπορούν να ικανοποιήσουν το ερώτημα. Οι απαντήσεις κρίνονται επαρκείς ή ανεπαρκείς αναφορικά με το ερώτημα το οποίο επιχειρούν να καλύψουν. Η καθοριστικότητα αυτή του ερωτήματος είναι ο λόγος που μας ωθεί να εστιάσουμε την προσοχή μας σ’ αυτήν την φάση της γνωστικής διαδικασίας, δηλαδή στη φάση της ερωτηματοθεσίας. Διότι θεωρούμε ότι η διαμόρφωση των φιλοσοφικών ερωτημάτων έχει ήδη προδιαγράψει τη μορφή και το περιεχόμενο των φιλοσοφικών απαντήσεων που θα δοθούν. Ζητούμενο, δηλαδή, για μας, δεν είναι η εμπλοκή στην εξέταση του αν μία απάντηση ικανοποίησε μία συγκεκριμένη ερώτηση μέσα στο αριστοτελικό έργο, αλλά η αποστασιοποίηση και η ελεγχόμενη αγνόηση της πρόσκλησης για εμπλοκή που προβάλλει το ερώτημα, με την επιβλητικότητα της δομής του, και η αποκάλυψη της προδιαγραφής και της καθοριστικότητας που επιφέρει το γεγονός της διατύπωσης ενός ερωτήματος. Ήδη, με τη διατύπωση του ερωτήματος, βρισκόμαστε βαθιά μέσα στο φιλοσοφικό έργο, παρά το ότι ρητορικά το ερώτημα εμφανίζεται ως αρχή και αφετηρία.
Δεν είναι μόνο η ρητορική εθιμοτυπία που αναγνωρίζει το ερώτημα ως αρχή του φιλοσοφικού έργου, αλλά και το γεγονός ότι το ερώτημα είναι πραγματικά το πρώτο απτό έναυσμα που μπορεί να αποτελεί την τυπική αρχή του φιλοσοφικού έργου. Το πέρας του ερωτήματος σηματοδοτεί την εκκίνηση της απάντησης. Όμως, το ερώτημα δεν είναι η αρχή της διαδικασίας. Διότι το ερώτημα δεν είναι ένα αυτόματο γένημα. Το ερώτημα είναι το αποτέλεσμα της απορητικής διαδικασίας η οποία ξεκινάει από τον φιλοσοφικό θαυμασμό και καταλήγει στο ερώτημα, ως την κωδικοποίηση και συμπερίληψη μίας σειράς από σιωπηρά απορητικά δρώμενα που προηγούνται. Η διατύπωση του ερωτήματος είναι ήδη μία κατάκτηση. Το ερώτημα θα εξεταστεί από εμάς ως το αποτέλεσμα της απορητικής διαδικασίας.
Πριν από το ερώτημα υπάρχει η απορία. Η απορία είναι μία κατάσταση αμηχανίας του στοχασμού και αδυναμίας προχώρησης. Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει την κατάσταση της απορίας ως μία διαδικασία η οποία αναλύεται σε διαδοχικές φάσεις, έχοντας ως εκκίνηση το φιλοσοφικό θαυμασμό, συνέχεια την απορία ως ανάσχεση προχώρησης, τη διαπορία ως επεξεργασία των δυνατοτήτων διαφυγής και κατάληξη την ευπορία ως ευποριστία και ευβατότητα του στοχασμού[1]. Η υπόδειξη διακεκριμένων φάσεων που προηγούνται της διατύπωσης του ερωτήματος, μας παρέχει την απαραίτητη νομιμοποίηση για να μην θεωρήσουμε το ερώτημα ως την πιο πρώϊμη εκκίνηση του φιλοσοφικού έργου. Επιπρόσθετα, μας δίδεται η δυνατότητα να αναδείξουμε την καθοριστικότητα και την προδιαγραφή που επιφέρουν τα ερωτήματα, τα οποία δεν εκλαμβάνονται πλέον ως η απόλυτη αρχή του στοχασμού, αλλά ως τα εξαγόμενα μίας καθοριστικής φάσης που προηγήθηκε, της απορητικής φάσης του στοχασμού. Διότι μας κάνει να συνειδητοποιούμε, ότι τα ερωτήματα δεν είναι αυτόματα, αλλά έχουν ένα ιστορικό διαμόρφωσης, ως προέλευση, το οποίο απλώς παραλείπεται από τη γραπτή έκφραση του φιλοσοφικού έργου. Η προέλευσή τους, η καταγωγή των ερωτημάτων, έλκεται από το εσωτερικό αυτής της σιωπηρής, αλλά καθοριστικής φάσης της απορίας, κατά την οποία τα ερωτήματα αποκτούν την καθοριστικότητά των.
Στο σημείο αυτό θα κάνουμε μία σημαντική διάκριση. Το ζητούμενο δεν είναι να ξεκινήσουμε μία εισδυτική ερευνητική διαδικασία μέσα σε μία αναποτύπωτη φάση του στοχασμού, και ως εκ τούτου αμφιλεγόμενη, και να επιδοθούμε σε μυστηριότροπες εμβαθύνσεις. Το ζητούμενο είναι να αναδειχθεί η ύπαρξη του παρελθόντος των ερωτημάτων, διότι χάριν αυτής της εύρεσης, μπορεί να καταδειχθεί και να θεμελειωθεί με αξιώσεις η θεωρία μας που λέει, ότι τα ερωτήματα δεν είναι η πιο πρώϊμη αρχή του φιλοσοφικού έργου, και ότι τα ερωτήματα παρουσιάζουν αυτήν την καθοριστικότητα, ακριβώς, διότι είναι πολύ βαθύτερα μέσα στο φιλοσοφικό σύστημα απ’ ό,τι υποψιαζόμαστε. Είναι εξίσου, σημαντικό να αναδειχθεί η καθοριστικότητα των ερωτημάτων αναφορικά με τις απαντήσεις που θα δοθούν, και εξ αυτού να αναφανεί ότι η απόκριση βρίσκεται πιστά δεσμευμένη στην υπηρέτηση του ερωτήματος. Η απόκριση είναι η επιχείρηση ικανοποίησης και παύσης του ερωτήματος. Και ως απόκριση σε ένα φιλοσοφικό ερώτημα εκλαμβάνεται το ίδιο το φιλοσοφικό έργο.
Η ανάδειξη και θεματοποίηση της αμυδρής φάσης της απορίας, υπέρ της αποκάλυψης της υστερογένειας των ερωτημάτων, που συμβατικά θεωρούνται ως απαρχή κάθε φιλοσοφικής έρευνας, και η καθοριστικότητα των ερωτημάτων, που καθιστά την απάντηση υπεξούσια και υπηρετική της αξίωσης του ερωτήματος, είναι τα ζητούμενα που επιχειρούμε να καταδείξουμε μέσα στο αριστοτελικό έργο. Ο θεωρητικός αυτός προσανατολισμός της έρευνας, υποδεικνύει έμμεσα και την μέθοδο που σκοπεύουμε να ακολουθήσουμε για την επικύρωση της θέσης μας. Συγκεκριμένα, πρώτο μέλημα της έρευνας αυτής είναι η εξέταση της απορητικής φάσης του στοχασμού, ως μίας υπαρκτής και καθοριστικής φάσης της φιλοσοφικής διαδικασίας, το τέλος της οποίας σηματοδοτεί η διατύπωση των ερωτημάτων. Η εξέταση της απορητικής φάσης, εμπεριέχει ακριβώς τη δυσκολία, ότι προηγείται της συμβατικής αρχής του φιλοσοφικού έργου, που είναι τα ερωτήματα, και έτσι δεν είναι καταγεγραμμένη. Ο Αριστοτέλης μας βοηθάει σ’ αυτήν την ενότητα της έρευνάς μας, παρέχοντας μία αξιοποιήσιμη ανάλυση της απορητικής φάσης σε τρία στάδια, που προαναφέραμε, την απορία-διαπορία-ευπορία, και επίσης, μας μιλάει για τον θαυμασμό ως προπατορικό στάδιο του φιλοσοφείν. Εμείς θα αξιοποιήσουμε διανοίγοντας και εκτείνοντας την απορητική φάση του στοχασμού, προκειμένου να αναδειχθεί η έκταση και η σημασία της, ως το παρελθόν των ερωτημάτων που ακολουθούν. Αν το επιτύχουμε αυτό, τότε μπορούμε να εδραιώσουμε την άποψή μας ότι τα ερωτήματα που εκκινούν το φιλοσοφείν δεν είναι η πιο πρώϊμη αφετηρία, αλλά το αποτέλεσμα μίας καθοριστικής διαδικασίας, κατά την οποία υπάρχει η δυνατότητα τα ερωτήματα να επικαθοριστούν ώστε να εκφράσουν και να επιβάλλουν προδιαγραφές και καθοριστικότητα σε ότι ακολουθήσει ως απάντηση.
Η ανάδειξη ενός παρελθόντος για τα ερωτήματα επαρκεί για να θεμελειώσει τη δυνατότητα των ερωτημάτων να ενέχουν καθοριστικότητα, λόγω του ότι δεν είναι πρωτογενή, αλλά υστερογενή, αλλά δεν επαρκεί για να καταδείξει ότι τα ερωτήματα είναι όντως καθοριστικά και επιβάλλουν αναπόφευκτη προδιαγραφή σε κάθε απάντηση που θα δοθεί. Προκειμένου να δειχτεί αυτό, απαιτείται ένα καθοριστικό παράδειγμα από το οποίο να αναφαίνεται ότι τα ερωτήματα, ενώ παρουσιάζονται ως η αφετηρία της ανάλυσης και ταυτόχρονα ως η πιο απροκατάληπτη και ελεύθερη προσέγγιση του θέματος, ήδη λόγω της διατύπωσής τους, επιδρούν καθοριστικά και προδιαγράφουν κάθε απάντηση που θα δοθεί. Αν με την ανάδειξη της απορητικής φάσης του στοχασμού αναδεικνύεται η υστερογένεια των ερωτημάτων και εξ αυτού η ύπαρξη ενός παρελθόντος σταδίου, κατά το οποίο υπάρχει η δυνατότητα τα ερωτήματα να αποκτήσουν την καθοριστικότητά τους, η εύρεση ενός παραδείγματος θα αποτελέσει την κατάδειξη ότι υφίσταται πραγματικά η καθοριστικότητα των ερωτημάτων, και ότι επιδρά καταλυτικά στις αποκρίσεις που θα δοθούν.
Το παράδειγμα που επιλέγουμε είναι το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα ερωτητικής στον πιο σημαντικό γνωσιολογικά τομέα, σ’ αυτόν της Πρώτης φιλοσοφίας. Οι εναρκτήριες απορίες των Μετά τα Φυσικά[2], είναι μία εκτεταμμένη ερωτητική, η οποία εκκινεί την πλέον σημαντική φιλοσοφική έρευνα μέσα στην αριστοτελική φιλοσοφία. Θα δείξουμε ότι οι απορίες αυτές αποτελούν στην πραγματικότητα μία σειρά από ερωτήματα, τα οποία ενώ παρουσιάζονται ως πρωταρχικά για την εκκινούμενη επιστήμη, στην πραγματικότητα είναι ερωτήματα που ερωτώνται από το εσωτερικό της αριστοτελικής οντολογίας. Η προσέγγισή μας των ερωτημάτων αυτών δεν θα ασχοληθεί με τα ειδικά θέματα που θέτει το κάθε ένα ερώτημα. Η ενασχόληση με την προδιαγραφή που κάθε ερώτημα επιφέρει στις αποκρίσεις που αξιώνουν να το ικανοποιήσουν, θα σήμαινε την εμπλοκή μας στις συγκεκριμένες ερωτοαποκριτικές διαδικασίες, δηλαδή θα συνιστούσε αναγνώριση της ερωτηματικής αξίωσης του ερωτήματος και θα μας ανάγκαζε στην διαδικασία αναζήτησης της απάντησης. Αυτό, ακριβώς, που θέλουμε να αποφύγουμε.
Αντί αυτού, διαπιστώνουμε τον ειδικό χαρακτήρα των ερωτημάτων και παρατηρούμε ότι αποτελούν την ανάλυση του οντολογικού ερωτήματος στους διάφορους υποτομείς της οντολογικής έρευνας. Για να είμαστε απόλυτα ακριβείς, τα ειδικά αυτά ερωτήματα, αποτελούν την ανάλυση του διασκευασμένου οντολογικού ερωτήματος, του ερωτήματος που ο Αριστοτέλης έχει εισαγάγει στη θέση του αρχέγονου οντολογικού ερωτήματος «τί ἔστιν;». Το διασκευασμένο οντολογικό ερώτημα «τί ἦν εἶναι;» είναι το ερώτημα το οποίο αναλύεται από τα ερωτήματα που εκκινούν τα Μετά τα Φυσικά. Ο Αριστοτέλης προέβη στην τροποποίηση της διατύπωσης ενός λιτού και θεωρούμενου ως πρωταρχικού ερωτήματος. Ως αποτέλεσμα, ο καθορισμός, που επιβάλλει η αλλαγή στη διατύπωση του οντολογικού ερωτήματος, στον προσανατολισμό της οντολογίας, είναι τόσο ισχυρός, ώστε να οδηγείται, ολόκληρη η οντολογική θεωρία, ως απόκριση που προσπαθεί να υπηρετήσει τη νέα διατύπωση του ερωτήματος, σε σοβαρές καταχρήσεις. Συγκεκριμένα, η μετατροπή του οντολογικού ερωτήματος «τί ἐστιν;» στο ερώτημα «τί ἦν εἶναι;» μετατρέπει την οντολογία σε αιτιολογική οντολογία. Η καταστατική προδιαγραφή του οντολογικού ερωτήματος να ερωτά για τα αίτια των όντων, προσαρμόζει και καθηλώνει ολόκληρη την οντολογική έρευνα στην αναζήτηση των αιτίων των όντων. Ταυτόχρονα, θέτει την εύρεση των αιτίων των όντων ως γνωσιολογικό κριτήριο από το οποίο κρίνεται η ευκαρπία της έρευνας. Οι συνέπειες αυτές, είναι σοβαρότατες για την τροπή, το περιεχόμενο και την ποιότητα των αποτελεσμάτων που μπορεί η οντολογία να αποφέρει. Όμως, οι συνέπειες αυτές, οι οποίες θα καταδειχθούν αναλυτικά, είναι άμεσες και ίσως αναμενόμενες. Είναι ευνόητο, ότι αν τεθεί ένα γνωσιολογικό κριτήριο το οποίο καταξιώνει την εύρεση ενός συγκεκριμένου ευρήματος, κάθε απόπειρα η οποία εκκινεί να βρει το προκαθορισμένο εύρημα, κρίνεται αναφορικά με το αν όντως έχει καταφέρει να το βρει. Υπ’ αυτήν την έννοια, είναι αναμενόμενο να κρίνεται η τελεσφόρηση της έρευνας αναφορικά με το κριτήριο που ετέθη. Το αξιόλογο για την έρευνά μας είναι ότι το ίδιο το γνωσιολογικό αυτό κριτήριο τίθεται από το οντολογικό ερώτημα, και συγκεκριμένα από την νέα αιτιολογική διατύπωση του οντολογικού ερωτήματος. Το γεγονός αυτό αποτελεί τεκμήριο για την καθοριστικότητα της διατύπωσης του οντολογικού ερωτήματος, αλλά επίσης και για την καθοριστικότητα των ερωτημάτων εν γένει, σε σχέση με τις αποκρίσεις που κινητοποιούν.
Περαιτέρω, όμως, το παράδειγμά μας θα δείξει, ότι η καθοριστικότητα του αιτιολογικού οντολογικού ερωτήματος είναι τέτοια, ώστε δεν αρκείται στην κριτική των ευρημάτων που οι αποκρίσεις αποφέρουν, αλλά προβαίνει στην επινόηση ευρημάτων, τα οποία να ικανοποιούν την ερωτηματική αξίωση του ερωτήματος ως αποκρίσεις. Τί εννοούμε με αυτό; Το οντολογικό ερώτημα αποσκοπεί να αποκομίσει απαντήσεις οι οποίες ικανοποιούν τον αιτιολογικό τρόπο με τον οποίο ερωτά. Ο αιτιολογικός προκαθορισμός του ερωτήματος αποτελεί μία καθοριστική δέσμευση του οντολογικού ερωτήματος. Όμως, διαφαίνεται ότι οι απαντήσεις οι οποίες ικανοποιούν το οντολογικό ερώτημα, αναφορικά με τον αιτιολογικό τρόπο με τον οποίο ερωτά, δεν δύνανται να ικανοποιήσουν την άλλη κυρίαρχη και πρωτογενέστερη διάσταση του ερωτήματος που είναι ο οντολογικός χαρακτήρας του.
Το αιτιολογικό οντολογικό ερώτημα ερωτά για τα αίτια των όντων. Η γνώση των αιτίων των όντων είναι καθολική γνώση. Αυτό σημαίνει ότι το αιτιολογικό οντολογικό ερώτημα ερωτά κατά έναν καθολικό τρόπο, δηλαδή αναζητά το καθόλου. Ο αιτιολογικός τρόπος με τον οποίο ερωτά το οντολογικό ερώτημα επιτρέπει στην οντολογία να γνωρίσει το ον κατά μία καθολική έννοια, δηλαδή κατά τον τρόπο που το ον σχετίζεται με το καθόλου. Από την άλλη, ο οντολογικός χαρακτήρας του ερωτήματος αποσκοπεί να γνωρίσει το ον ως ον, δηλαδή μέσα στην πραγματικότητα της ύπαρξής του. Η ύπαρξη του όντος τελεί μέσα στη σφαίρα της ατομικότητας του όντος. Το ον εγκαλεί την οντολογική έρευνα να το προσεγγίσει μέσα στην σφαίρα της ατομικότητάς του. Δηλαδή, ενώ ο αιτιολογικός χαρακτήρας του διασκευασμένου οντολογικού ερωτήματος επιδιώκει την καθολική γνώση του όντος, ο οντολογικός χαρακτήρας της έρευνας έλκεται από την ατομική φύση του όντος. Εξ αυτού διαφαίνεται η αντίθεση, ανάμεσα σε αυτό που υπαγορεύει η αιτιολογική διατύπωση του ερωτήματος, και σ’ αυτό που αποτελεί το φυσικό αντικείμενο της οντολογίας, δηλαδή το πραγματικό ατομικό ον. Διότι το οντολογικό ερώτημα, υπηρετώντας τον αιτιολογικό προσανατολισμό που του επιβάλλει η διασκευασμένη διατύπωσή του, ωθεί στην λήψη απόστασης από το ατομικό ον για την κατάκτηση της καθολικής αιτιολογικής γνώσης, ενώ αντιθέτως, ο οντολογικός χαρακτήρας του ερωτήματος προτρέπει στην προσέγγιση του όντος, η οποία επιτυγχάνεται με την προσέγγιση του ατομικού όντος.
Μέσα από την ανάλυση που επιχειρούμε θα αναφανεί η εσωτερική αντίφαση του διασκευασμένου οντολογικού ερωτήματος, η οποία είναι συνέπεια της διασκευής που υπόκειται στη διατύπωσή του. Ταυτόχρονα, όμως, θα αναδειχτούν ορισμένες πρόσθετες συνέπειες, οι οποίες ενισχύουν την άποψη που έχουμε εκφράσει για την καθοριστικότητα του ερωτήματος. Συγκεκριμένα, η αιτιολογική οντολογική έρευνα, αναγκασμένη, λόγω του ερωτήματος που την κινητοποιεί, να πάρει απόσταση από το ατομικό ον, και επειδή δεν της επιτρέπεται να αναγνωρίσει την απόλυτη οντολογική προτεραιότητα στο ατομικό ον, αντιμετωπίζει ένα ακόμη σοβαρό πρόβλημα: ενώ διαμορφώνει απαντήσεις, οι οποίες ικανοποιούν τον αιτιολογικό τρόπο που ερωτά το οντολογικό ερώτημα, εντούτοις αδυνατεί να ικανοποιήσει το αίτημα που προβάλλει ο ίδιος ο οντολογικός της χαρακτήρας. Δηλαδή, αδυνατεί να γνωρίσει τα όντα μέσα στην ατομικότητά τους. Και ενώ καλύπτει το γνωσιολογικό αίτημα να γνωρίσει τα αίτια των όντων, δεν μπορεί να γνωρίσει τα ίδια τα όντα, ως ατομικά όντα. Η αριστοτελική αιτιολογική οντολογία, αντιμετωπίζει λόγω του αιτιολογικού τρόπου που ερωτά το διασκευασμένο οντολογικό ερώτημα, ένα σοβαρό έλλειμμα: το έλλειμμα επιστητών όντων. Διότι, ενώ ως οντολογία επιθυμεί να γνωρίσει το ον ως ον, εντούτοις ο αιτιολογικός προσανατολισμός του ερωτήματος δεν της το επιτρέπει. Είναι τόσο καθοριστική η προδιαγραφή που επιβάλλει το ερώτημα, που υπερβαίνει και αυτήν την ίδια την αναγκαιότητα η οντολογία να είναι οντολογία όντων υπαρκτών και πραγματικών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οδηγείται στην οντολογική αγνόηση και υποτίμηση των ατομικών όντων, προκειμένου να ικανοποιήσει τον αιτιολογικό προσανατολισμό που το ερώτημα της επιβάλλει. Η οντολογική αγνόηση των ατομικών όντων προκαλεί το έλλειμμα των επιστητών όντων που προαναφέραμε.
Προκειμένου η αιτιολογική οντολογία να ικανοποιήσει πρωτίστως τον αιτιολογικό προσανατολισμό που επιβάλλει το διασκευασμένο οντολογικό ερώτημα, αποφασίζει να αγνοήσει το έλλειμμα επιστητών όντων που προκαλεί η οντολογική υποτίμηση και αγνόηση των ατομικών όντων, και να προβεί στην αναπλήρωση του ελλείμματος αυτού με την επινόηση «νέων» όντων. Συγκεκριμένα, επιδίδεται σε μία οντογενετική διαδικασία παραγωγής «αιτιολογικών όντων», μίας νέας κατηγορίας όντων, τα οποία, όπως θα δείξουμε, είναι αμφιλεγόμενης οντολογικής υπόστασης «όντα», αλλά διαθέτουν μία μοναδική ιδιότητα: ικανοποιούν απολύτως το αιτιολογικό οντολογικό ερώτημα, διότι είναι, κατ’ επιταγή του ίδιου του αιτιολογικού οντολογικού ερωτήματος, επινοημένα και διαμορφωμένα. Τέτοια «όντα», είναι το «είδος», το «υποκείμενο», κλπ. Της επινόησης των όντων αυτών, έπεται η προσπάθεια της οντολογικής τους αποκατάστασης, η οποία συνήθως εκφράζεται με τις συμπαρατάξεις ατομικών, δηλαδή πραγματικών, όντων, και αιτιολογικών όντων, σε μία ισοδύναμη παράθεση, και σε κάποιες δε περιπτώσεις με την πρόταξη των αιτιολογικών όντων εις βάρος των πραγματικών. Αυτή η ερμηνεία κατατίθεται και ως η δική μας συνδρομή στο πολυσυζητημένο πρόβλημα της «πολυσημίας της ουσίας» στον Αριστοτέλη.
Η καθοριστικότητα του αιτιολογικού οντολογικού ερωτήματος, θεωρούμε ότι αποτελεί ένα έξοχο δείγμα της καθοριστικότητας που χαρακτηρίζει κάθε ερώτημα αναφορικά με τις αποκρίσεις που μπορεί να δεχτεί. Πέραν της ανάδειξης της καθοριστικότητας του ερωτήματος, η μελέτη μας, αποβλέπει στο να εξετάσει όλες τις εκδοχές του ερωτήματος μέσα στο αριστοτελικό έργο, ούτως ώστε να παρέχει μία εγκύκλια κριτική περιγραφή του ερωτάν και του αποκρίνεσθαι.
Ο επόμενος τομέας, με τον οποίο ασχολούμαστε, είναι η διαλεκτική. Στη διαλεκτική το ερώτημα έχει καθοριστικό ρόλο, διότι αποτελεί το κύριο μέσο διεξαγωγής της διαλεκτικής αντιπαράθεσης. Είναι σαφές, ότι το ερώτημα μέσα στη διαλεκτική χάνει, εν μέρει, τον φιλοσοφικό του χαρακτήρα, διότι εδώ καλείται να υπηρετήσει μία τελείως διαφορετική λειτουργία. Το ερώτημα στη διαλεκτική, δεν είναι γνωριστικό, με την έννοια ότι υποκινείται από μία φιλόδοξη γνωριστική επιδίωξη, αλλά μάλλον τεχνικό, δηλαδή, είναι ένα εργαλείο το οποίο είναι στη διάθεση του διαλεκτικού για την αντιμετώπιση της διαλεκτικής αντιπαράθεσης. Η διαλεκτική είναι ερωτητική τέχνη[3], και η διαμόρφωση των διαλεκτικών ερωτημάτων περιγράφεται από τον Αριστοτέλη ως μία τεχνική. Η γνωριστική αξία του διαλεκτικού ερωτήματος είναι συνυφασμένη από τη γνωριστική αξία της διαλεκτικής μεθόδου. Το διαλεκτικό ερώτημα είναι ένα ερώτημα με αυστηρή διατύπωση, το οποίο βασίζει την εγκυρότητά του στην αποδεκτότητα των προτάσεων που χρησιμοποιεί. Κύριος στόχος του είναι να είναι πειστικό και εξαναγκαστικό, δηλαδή να οδηγεί τον αποκρινόμενο στην αποδοχή των ισχυρισμών του ερωτώντος. Στη μελέτη μας, περιγράφουμε τη λειτουργία του ερωτήματος μέσα στη διαλεκτική και αξιολογούμε την γνωριστική του αξία, σε αναφορά με την γνωσιολογική αξία των ενδόξων, δηλαδή των αποδεκτών προτάσεων, στις οποίες βασίζεται. Στη συνέχεια, ακολουθώντας τον τεχνικό χαρακτήρα του διαλεκτικού ερωτήματος, προχωρούμε στην παρουσίαση των τρόπων και των τεχνικών με τους οποίους χρησιμοποιείται το ερώτημα στη διαλεκτική, ως μέσο ρητορικής επιβολής. Προβαίνουμε στην κωδικοποίηση και συστηματοποίηση των τεχνικών υποδείξεων που παρέχει ο Αριστοτέλης στα Τοπικά.
Παραπλεύρως προς τη διαλεκτική, παρουσιάζουμε την παραβατική λειτουργία του ερωτήματος μέσα στη σοφιστική. Διότι ενώ το ερώτημα, εντός της διαλεκτικής είναι ένα μέσο θεμιτής και νομότυπης αντιπαράθεσης, στη σοφιστική υπηρετεί την αθέμιτη και καταχρηστική επικράτηση του σοφιστή εις βάρος του συνομιλητή του. Πέραν της συστηματοποίησης και καταγραφής των τεχνικών υποδείξεων της χρήσης του ερωτήματος, παρατηρούμε την γειτνίαση των δύο μεθόδων, ιδιαιτέρως στο μέρος εκείνο που αφορά την υιοθέτηση κατά την διαλεκτική διαδικασία κρυπτικών και παραπλανητικών τεχνασμάτων για την υπερνίκηση του αντιπάλου, τα οποία ομοιάζουν με τα μέσα που χρησιμοποιεί η σοφιστική. Εντούτοις, είναι καθαρή η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δύο ερωτητικές μεθόδους.
Τέλος, στον αντίποδα της εξέτασης του ερωτήματος, εξετάζεται το «ἀποκρίνεσθαι», δηλαδή η απόκριση ως απόπειρα ικανοποίησης του ερωτή-ματος. Κάθε απόκριση διεκδικεί να αποτελεί την ικανοποίηση του ερω-τήματος. Όμως, δεν είναι ικανή κάθε απόκριση να παύσει την ερωτηματική αξίωση του ερωτήματος. Μόνο η απόκριση η οποία αποκρίνεται κατά τον τρόπο που το ερώτημα επιδιώκει να απαντηθεί, αποτελεί την ικανοποιητική απόκριση στο ερώτημα. Η σκοπιά από την οποία προσεγγίζουμε την απόκριση είναι αυτή του ερωτήματος, δηλαδή, εξετάζουμε την απόκριση ως εξαρτώμενη από το ερώτημα. Η απόκριση θεωρείται από την προσέγγισή μας, ως θεραπαινίδα του ερωτήματος, διότι είναι αναγκασμένη να υπηρετεί το ερώτημα. Και εδώ, δεν υπεισερχόμαστε στην εξέταση των συγκεκριμένων και επιμέρους απαντήσεων που δίνονται στα διάφορα φιλοσοφικά ερωτήματα που τίθενται, διότι η εμπλοκή μας στην κριτική της επάρκειας των απαντήσεων, θα συνιστούσε μία ακόμη ερμηνεία ανάμεσα στις άλλες. Ζητούμενο είναι να αναδειχθεί η καθοριστικότητα που έχει επιφέρει το ερώτημα στην απάντηση, καθώς και να αναφανεί η εξάρτηση της απάντησης από αυτό ως αποτέλεσμα.
Αν το ερώτημα αποτελεί τον απόλυτο καθορισμό για κάθε απάντηση, αν η απάντηση περιορίζεται στην δεσμευτική υπηρέτηση του ερωτήματος, τότε φαίνεται σαν να αποτελεί η διατύπωση του ερωτήματος την πλέον κρίσιμη και αποφασιστική φάση της φιλοσοφικής διαδικασίας. Όμως, παρότι το ερώτημα εκκινεί, και ως εκ τούτου προκαθορίζει την τροπή, του φιλοσοφικού έργου, η απόκριση έχει ένα συντριπτικό πλεονέκτημα: είναι το φιλοσοφικό έργο. Η απόκριση είναι το φιλοσοφικό έργο ως εύρεση και εύρημα, ως αποτυπωμένος στοχασμός και ως επίλυση του φιλοσοφικού προβλήματος. Η μελέτη μας, παρά το ότι έχει ως στόχο την επικέντρωση της προσοχής στο απορείν και στο ερωτάν, διότι παρά την καθοριστικότητα που ενέχουν, αποτελούν την παραμελημένη φάση του στοχασμού, εντούτοις, δεν παραβλέπει το γεγονός ότι το ερώτημα είναι ανεπαρκές για να παρέχει, υπό οποιαδήποτε έννοια, την λύση ή την εκφυγή από το πρόβλημα που θέτει. Η απόκριση είναι η αναμέτρηση με το πρόβλημα που θέτει το ερώτημα, η απόκριση είναι η επίλυση του προβλήματος και η φιλοσοφική γνώση που αποκομίζεται τελικά. Ως εκ τούτου, η απόκριση είναι αυτή που έχει αυτοτελή αξία σε αντίθεση με το ερώτημα, του οποίου η αξία και η σημασία αφορά κυρίως την απόκριση. Η απόκριση είναι η κυριώτερη φάση του φιλοσοφικής πράξης, ως η φάση κατά την οποία συντελείται η φιλοσοφική ανακάλυψη, ενώ το ερώτημα υποκινεί και προδιαγράφει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα συντελεστεί η φιλοσοφική ανακάλυψη. Ολόκληρη η φιλοσοφική έρευνα μπορεί να εξεταστεί ως μία διαδικασία η οποία βασίζεται σε δύο βασικές, ρητορικού χαρακτήρα, προϋποθέσεις· στην αναγνώριση της ερωτηματικής αξίωσης του ερωτήματος και στην πεποίθηση ότι το ερώτημα μπορεί να απαντηθεί. Κάθε φιλοσοφικό έργο που ξεκινάει, όπως και το αριστοτελικό, έχει αποδεχτεί τις δύο αυτές προϋποθέσεις. Καμμιά από τις δύο, όμως, και ιδιαιτέρως η ερωτηματικότητα του ερωτήματος, δεν είναι αρκετά τεκμηριωμένη.
Ανάμεσα στις αποκρίσεις που δίνονται μέσα στο αριστοτελικό έργο εξετάζουμε τον ορισμό, ως ιδεώδη απάντηση στο αιτιολογικό οντολογικό ερώτημα, θέλοντας να δείξουμε τον τρόπο με τον οποίο υπακούει η απάντηση και υπηρετεί την ερωτηματική αξίωση του ερωτήματος. Ο αιτιολογικός ορισμός αποτελεί την ιδεώδη απόκριση στο αιτιολογικό οντολογικό ερώτημα, διότι παρέχει στο αιτιολογικό ερώτημα αυτό που επιζητεί, δηλαδή το αίτιο του όντος υπό τη μορφή του «μέσου όρου»[4]. Ο ονοματικός ορισμός, σύμφωνα με το αιτιολογικό κριτήριο που έχει θέσει η διασκευασμένη διατύπωση του οντολογικού ερωτήματος, αποτελεί έναν γνωσιολογικά υποδεέστερο ορισμό, και συνακόλουθα μία υποδεέστερη απάντηση στο αιτιολογικό ερώτημα. Η παρουσίαση του αιτιολογικού ορισμού ως ιδεώδους αποκρίσεως του αιτιολογικού οντολογικού ερωτήματος, είναι η συνέχεια της τεκμηρίωσης της καθοριστικότητας του ερωτήματος στην φιλοσοφική διαδικασία, και επιπλέον αποτελεί κατάδειξη της υπηρετικής σχέσης και εξάρτησης που έχει η απάντηση από το ερώτημα που την κινητοποιεί.
Το τελευταίο μέρος της μελέτης μας, παρουσιάζει, την τεχνική του «πῶς δεῖ ἀποκρίνεσθαι», δηλαδή την μέθοδο διαμόρφωσης των αποκρίσεων μέσα στη διαλεκτική συζήτηση. Η υποβοήθηση που παρέχει ο Αριστοτέλης στον αποκρινόμενο βασίζεται στην αναγνώριση της αξίας του ρόλου του στη διαλεκτική διαδικασία· διότι ο αποκρινόμενος ενσαρκώνει και υλοποιεί τον έλεγχο των ισχυρισμών του ερωτώντος και αποτελεί το θεματοφύλακα της νομότυπης και πειστικής εξέλιξης της διαλεκτικής διαδικασίας. Οι τεχνικές υποδείξεις κωδικοποιούνται και παρουσιάζονται σε αντίστιξη με την παρουσίαση των τρόπων του «πῶς δεῖ ἐρωτᾶν», προκειμένου η προσέγγισή μας να παρέχει μία πλήρη περιγραφή της απόκρισης, ακόμη κι αν το σκέλος αυτό είναι καθαρά τεχνικό και δεν έχει εκφανή φιλοσοφική βαρύτητα.
[1] ΜτΦ. Β΄ 995 a 24-29.
[2] ΜτΦ Β΄ 995 b 4 – 996 a 17.
[3] Σοφ. Ελ. 172 a 18.
[4] Αν. Υστ. Β΄ 90 a 6-8.